Με τον παράξενο και ξεχωριστό τίτλο, «Ο ΚΑΝΙΒΑΛΟΣ ΠΟΥ ΕΦΑΓΕ ΕΝΑΝ ΡΟΥΜΑΝΟ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΩΤΑΚΗΣ μας δίνει το νέο του αλληγορικό μυθιστόρημα, μια ιστορία για τους ανθρώπινους ρόλους, τις ανθρώπινες σχέσεις, τον έρωτα και την ευτυχία.

Ο συγγραφέας γράφει την ιστορία του χωρίς να ορίζει τον τόπο και τον χρόνο στον οποίο διαδραματίζεται- εκτός φυσικά από την αναφορά του στη Ρουμανία- αφήνοντας έτσι τον αναγνώστη ελεύθερο να φτιάξει με την φαντασία του, το δικό του χωροχρονικό πλαίσιο.
Ήσυχα και απλά ξεκινά η ιστορία μας, σε μια παραθαλάσσια τουριστική πόλη στην οποία ζει ο σαρανταπεντάχρονος Ζερίν. Κληρονόμος μιας αρκετά μεγάλης περιουσίας, δεν έχει ανάγκη να εργάζεται, ζει όμως μια απλή και ίσως λίγο μονότονη ζωή. Δεν είναι ιδιαίτερα κοινωνικός και η μόνη του διέξοδος είναι το μεγάλο του ενδιαφέρον, το μεγάλο του πάθος για τη Ρουμανία, μια χώρα που δεν έχει γνωρίσει ποτέ. Σε ένα δωμάτιο του σπιτιού του έχει χάρτες, αλλά και ό,τι άλλες πληροφορίες έχει συλλέξει γύρω από τη χώρα αυτή.
Έτσι, όταν τον πληροφορούν ότι στην πόλη ήρθε για μόνιμη εγκατάσταση μια οικογένεια Ρουμάνων, η ζωή του Ζερίν αποκτά άλλο ενδιαφέρον. Αρχίζει να παρακολουθεί τη ζωή της οικογένειας, και όταν διαπιστώνει ότι οι γονείς είναι άνεργοι αποφασίζει να έρθει σε επαφή μαζί τους. Αγοράζει δώρα για όλους και τους χτυπά την πόρτα. Διστακτικοί οι Ρουμάνοι, όπως ήταν αναμενόμενο, στην αρχή. Ο Ζερίν τους πείθει πως όλα αυτά έχουν να κάνουν μόνο με την αγάπη του για τη Ρουμανία.
Όμως για τον Ζερίν ήταν τα πράγματα τόσο απλά;
«… συνειδητοποιούσε ότι τον διακατείχε ένα στερητικό σύνδρομο, δεν μπορούσε να φανταστεί κανέναν διαφορετικό τρόπο να περάσει τη μέρα του από το να βρεθεί και πάλι μαζί τους…»

Η μονότονη ζωή του απέκτησε άλλο ενδιαφέρον, άλλο νόημα. Όχι μόνο ερωτεύτηκε την Ιονέλα αλλά αγάπησε πολύ και τα παιδιά την Άννα και τον Ίλια. Η ζεστασιά της οικογενειακής θαλπωρής, η ευτυχία ήταν αυτό που πραγματικά του έλλειπε. Και παρ ό,τι συμπαθούσε και τον Φλάβιο, έπρεπε να βρεθεί μια λύση προκειμένου να κατακτήσει την ευτυχία που επιζητούσε. Μόνο ένας από τους δυο έπρεπε να μείνει!
«… Μέχρι και σήμερα δεν είμαι σίγουρος, αν η κινητήρια δύναμη εκείνης της απόφασης ήταν ο έρωτάς μου για την Ιονέλα ή μια βαθιά ανάγκη μου να εισπράξω ο ίδιος αγάπη και, κυρίως, να προσφέρω την αγνότερη αγάπη που είχα κρυμμένη στα σωθικά μου. Ούτε γι’ αυτό είμαι ακριβώς βέβαιος…»
Η λύση που επέλεξε να δώσει ο συγγραφέας, είναι μια λύση τόσο αλληγορική όσο και ανατριχιαστική. Άλλωστε, σχεδόν με τον τίτλο του συγκροτημένου αυτού βιβλίου, έχουν όλα αποκαλυφθεί. Όμως με αυτόν τον τρόπο ο κ. Σωτάκης θέλει να αναδείξει κάτι που δυστυχώς συμβαίνει γύρω μας, κάτι που πολλοί άνθρωποι κάνουν στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν ό,τι έχει ο διπλανός τους και όχι οι ίδιοι. Και σαν να μην έφτανε όλο αυτό, οι άνθρωποι βρίσκουν και το υπόβαθρο για να μην έχουν και τύψεις. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι τόσο πολύπλοκες. Σχέσεις εξάρτησης, πάθους, νοσηρές κάποιες φορές, αγάπης χωρίς αναστολές, εμμονικές, αγνές, συναινετικές, ανθρωποφαγικές.
Είναι πραγματικά μοναδικός ο τρόπος γραφής του συγγραφέα ο οποίος δίνει τις πραγματικές διαστάσεις αυτού του προβλήματος, χωρίς να «χαϊδεύει αυτιά».

(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
«Ο Ζέριν, ένας μοναχικός εργένης, ζει σε μια ήσυχη παραθαλάσσια πόλη απολαμβάνοντας την ανέμελη ζωή που του προσφέρει η οικονομική του άνεση. Περνάει τις μέρες του χωρίς κανένα ουσιαστικό ενδιαφέρον, με μοναδική εξαίρεση την ανεξήγητη έλξη του για τη Ρουμανία, για την οποία γνωρίζει πολλά χωρίς ποτέ να την έχει επισκεφθεί. Ξαφνικά μαθαίνει ότι στην περιοχή έχει εγκατασταθεί μια οικογένεια Ρουμάνων και, χωρίς να χάσει χρόνο, τους προσεγγίζει και προσπαθεί να γίνει πολύτιμο κομμάτι της ζωής τους.
Ένας αγώνας έρωτα και τρέλας ξεκινά και από τις δύο πλευρές, που αναπόφευκτα οδηγεί σε υπαρξιακές αναζητήσεις και επαναπροσδιορισμό ρόλων.
Ένα μυθιστόρημα για τα μυστικά και τις επιθυμίες του υποσυνείδητού μας, για τη ζωή που ποτέ δεν τολμήσαμε να ζήσουμε και για το πόσο μακριά μπορούμε να φτάσουμε ώστε να κατακτήσουμε την ευτυχία.»