Από παιδί, με άγχωναν τα θεατρικά κείμενα, να τρέξεις, να διαβάσεις την επόμενη ατάκα, να παρακολουθείς τη ροή του κειμένου, να αγωνιάς σαν σωστός αναγνώστης και να γίνονται όλα αυτά ταυτόχρονα με μια αναπνοή. Να κάτι που η “Συνέντευξη” δε μου προκάλεσε, πήρα ανάσες πολλές, κοντοστάθηκα και σκέφτηκα τις ερωτήσεις, άναψα και ένα τσιγάρο αν θυμάμαι καλά. Στην πρώτη ανάγνωση πήγα και ήρθα πολλές φορές σαν άλλο φάντασμα μεταξύ των ηρώων-εμφανών και αφανών-και κοντοστάθηκα να δω σε ποιον να κάτσω κοντά.

Ο πιεσμένος δημοσιογράφος που θέλει να φτάσει στην πληγή, η πληγωμένη τραγουδίστρια που δε θέλει να την ξαναδεί αυτή την πληγή κι ας ξέρει πως υπάρχει. Η διακριτική πάλη των τάξεων και η ακόμα πιο διακριτική περιγραφή των χαρακτηριστικών του καθενός, είναι μάλλον αυτό που ονόμασαν ταλέντο και δουλειά. Δυο σε ένα, η Μικέλα καταφέρνει με απαλούς τρόπους να μας εντάξει στο κλίμα, σε ένα σκηνικό απλό κατά τα άλλα, γεμάτο όμως με συναισθηματική φόρτιση. Ποιος από όλους εμάς -που το έχουμε ήδη διαβάσει- δεν έπιασε στον αέρα το μέγεθος του θέματος που η Νάντια θέλει να αποφύγει, τις ανασφάλειες του “λαϊκού” της προφίλ, τα παραπλανητικά της ξανοίγματα στις απαντήσεις που παλεύουν να διορθώσουν και να αποθεώσουν την ίδια εικόνα ακριβώς.

Έπειτα εκείνο το εύρημα, των δυο φωνών, μια συνείδηση και μια ασυνειδησία, μια τάση για ειλικρίνεια και ένα ψέμα σαν πύρινος πολεμιστής που θα καλύψει τα νώτα της Νάντιας. Το ραδιόφωνο, τόσο λαϊκό και συνάμα τόσο μακρινό και οικείο και παντοτινό και ιερό και να παίζει -ένας θεός ξέρει τί- και η Νάντια να το συντροφεύει θέλοντας μάλλον να χαθεί στα παράσιτά του, ενώ οι φωνές, οι δυο εκείνες φωνές, τα παράσιτα τα δικά της, σε έναν δρόμο καλά περπατημένο και γνωστό της πλέον. Οι αποκαλύψεις τους στο κοινό και ο αντίκτυπός τους μέσα της είναι ίσως το πιο όμορφο εύρημα του βιβλίου. Εμείς σαν κοινό-αναγνώστες βρισκόμαστε συμπαραστάτες της Νάντιας και όλοι μαζί προσπαθούμε να κρύψουμε όσα η τραγουδίστριά μας δε θέλει να φανούν. Κι αυτό το πάντρεμα είναι μάλλον η επιτομή του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Οι τραγουδιστές μας, εκείνοι που μίλησαν για τις χαρές, τις λύπες μας, τους ματωμένους έρωτές μας είναι στο πάνθεον των δικών μας θεών κι έτσι είναι μόνο φυσική αντίδραση (καλύτερα δράση) να σταθούμε δίπλα τους και να τους προστατεύσουμε με τη σιωπή μας.

Στο βιβλίο “Συνέντευξη” της Μικέλας Φερούση, αυτό και άλλα τόσα δικά μας, πολύ δικά μας στοιχεία εμφανίζονται σαν παρανομαστής που μας ενώνει με το άχρονο, με το απρόσωπο, με τον παράγοντα Χ. Δε μπορώ να κρίνω γραφές και υφές αλλά μπορώ να κρίνω τί μιλάει σε πανανθρώπινο επίπεδο. Όποιος πιάσει τη λαϊκή κουλτούρα για να τη δει και να τη νιώσει -αν τη νιώσει, διότι δεν είναι τόσο εύπεπτη όσο λένε κάποιοι- θα τη βρει ξανά στις απαντήσεις της Νάντιας, θα τη βρει ξανά στα “λαβράκια” που θέλει να βγάλει ο Θωμόπουλος, θα τη βρει στις αποκαλύψεις των φωνών και στα καρδιοχτύπια πριν χτυπήσει το τηλέφωνο ή πριν τελειώσει ένας έρωτας. Θα τα βρει στις -ίσως- ρομποτικές συμπεριφορές του μετά και θα τα αφήσει να ματώσουν πάλι με τον πρώτο λαϊκό στίχο που θα πέσει στο τραπέζι. Όσον αφορά στην ίδια τη συγγραφέα του, μετά από την ανάγνωση της “Συνέντευξης”, μου ήρθε στο μυαλό ένα δισκάκι με τον τίτλο “Τσιγάρα λαϊκά, τραγούδια νότια”, και σκέφτηκα πόσο πολύ μπορεί ένα τόσο δα βιβλιαράκι να νιώσει μια τζούρα νότια κι ένα τραγούδι λαϊκό.
Κουράγιο Νάντια, κουράγιο λαέ, κουράγιο Κύριε Θωμόπουλε, σωπάστε για λίγο φωνές, το ραδιόφωνο άρχισε πάλι να παίζει…