Ο Διδάκτωρ Ψυχιατρικής Μανόλης Πρατικάκης κουβαλάει την ιατρική μόρφωση και πνευματική καλλιέργειά του στην Ποίηση, όπως ο σαλίγκαρος το καβούκι του. Δεν κρύβεται όμως μέσα σε αυτήν αλλά ξεπροβάλλει γενναίος και προστατευμένος από κάθε παρέκβαση της πολιτικής ορθότητος, την οποία μεν αμφισβητεί, δεν την αποδομεί όμως.
Ο Μανόλης Πρατικάκης δημιουργεί ποίηση υπακούοντας στις εσωτερικές καλλιτεχνικές του αναζητήσεις και φωνές. Όπως συχνά συναντάμε στα αρχαία κείμενα, οι ποιητές και οι καλλιτέχνες γενικότερα είναι σχεδόν πλάσματα υπερφυσικά που συχνά λειτουργούν σαν τις Βάκχες κάτω από θεία επήρεια. Οι ψυχές τους συγκρίνονται με αυτές των Βακχών που στη φρενήρη έκσταση τους φέρουν γάλα και μέλι από τα ποτάμια. Ο Πλάτων συγκρίνει συχνά τους ποιητές με τις μέλισσες…


Κοινωνικοποιημένος στίχος με γερά αποθέματα λυρικότητας. Ποίηση λιτή, αυθεντική, αποσταγματική, δηκτική.
Φράσεις φωτεινές που εκλαμβάνονται ως αυτόνομα γνωμικά, πρωτότυπες συλλήψεις, λέξεων εναγκαλισμοί και αποχωρισμοί, αδαμικές εικόνες υψίστης αθωότητα αλλά και δυσπρόσιτα νοήματα. Εξαντλητικές παραπομπές , διάσπαρτοι στίχοι από προηγούμενες συλλογές και διακειμενικές αναφορές, που δεν προδίδουν κάποιο άγχος κατά της λογοκλοπής, αλλά σε πρόδηλο επιστημονικό υπόβαθρο.
Το αποτέλεσμα είναι ένας αποσπασματικός κόσμος δημιουργημένος από εικόνες που όσο γνώριμες είναι ,άλλο τόσο παράδοξες μοιάζουν, αφού για τον αληθινό ποιητή ο κόσμος δεν μπορεί παρά να είναι τελικά γλώσσα και έτσι να τον χειρίζεται.


Η ποιητική συλλογή «Λιθοξόος» είναι πηγή συγκίνησης, είναι μονοπάτι αποκάλυψης, είναι δρόμος γνώσης και αυτογνωσίας. Όμως δεν είναι εύκολο βιβλίο. Σε σταματούν οι λέξεις του ποιητή που μιλούν με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια για το μύχιο. Απέναντι στο μύχιο αυτό νιώθεις δέος. Η διαστρωμάτωση της μνήμης, οι διαδοχικοί φλοιοί που αναδύονται με τη γραφή του και που τους βιώνεις και συγχρόνως τους παρατηρείς, με έναν σεβασμό, με μια αγωνία, αλλά και με κατανόηση απέναντι στον χρόνο, το τότε, το τώρα. Χωρίς αυτά να μπερδεύονται. Ούτε λείπουν οι τομές.
Συχνά γράφει για το λίγο σαν να είναι το παν – όμως κι αυτό το «παν» το υπονομεύει. Άλλοτε πάλι παραπέμπει στην καθημερινότητα σαν να πρόκειται για την αιωνιότητα, αλλά η αιωνιότητα αυτή είναι ακυρωμένη: μέσω της αμφιλογίας, της μεταφοράς και της συναισθησίας που την αξιοποιεί με τον δικό του ανεπανάληπτο τρόπο.
Αναρωτιέται ο ποιητής: Μα γίνεται ποτέ να ενορχηστρώσεις το απρόβλεπτο; Να βάλεις χαλινό στον καλπασμό της ακαπίστρωτης φοράδας-Ουτοπίας; Θεραπεύονται με φαρμακείες οι ψυχές; Πώς γνέθει η σαϊτιά του έρωτα την πίκρα;


Από πριν γεννηθώ, λέει ο ποιητής, μυρίζω αλμύρα στο φύκινο κρεβάτι μου, μικρά θαλασσοπούλια τσιμπολογούν τον ύπνο μου, εδώ τα εξόριστα όνειρα μόνο κατοικούν, ουρλιάζει η άμμος από τους λιθοξόους ανέμους, Ερυθρόδερμος άνεμος χορεύοντας με τους λύκους, η νήσος Χρυσή με ελάχιστη πανίδα και χλωρίδα, της Χρυσής νήσου δέντρα καστανά, όμοια με ονειρική καμήλα το παιδικό Γαϊδουρονήσι, η φορτούνα θα σε μετρήσει, το πέλαγο θα σε κρίνει κι η μικρή ποταμούλα θα σου δείξει του ωκεανού τα μονοπάτια, φτεροκοπούν της μνήμης τα υδροχαρή, στα σκυλάδικα Ορχομενού κι Ελευσίνας γιε του ανθρώπου από τη Σκύλλα στη σκυλού ως τη Σκυλούντα , με κάτι γοερά σκυλοτράγουδα, μόνο μ΄ εκείνα που δωρίζεις μπορείς να γίνεις κροίσος, η φρικτότερη πείνα είναι η αφθονία, στη μνήμη σας κτίζω το μνήμα μου, εκεί στο σιωπηλό αρχείο του τοκογλύφου χρόνου που βυθισμένο ανυψώνεται στο απέραντο μνημείο της φυλής, η άμπελος των άστρων, κήποι των κέδρων, θέλουν να σαλπάρουν οι κέδροι να γίνουν μυθικές τριήρεις, πλησιάζει η θύελλα τυφλή, με τα ράκη των κέδρων ταιριαστή, κέδροι στηλίτες δέονται για λίγο αλάτι κι ουρλιαχτούς ανέμους για προσφάι, κέδρινη γυναίκα του ανέμου, των ανέμων κυκλοδίωκτοι κέδροι σαν γιγάντια αδράχτια και με φως και με θάνατο ακαταπαύστως, η κυρία Κέδρου κεραύνια χτυπημένη, εξού ημίπληκτη, ευωδιές κέδρων, σκίνα πικρά από ψαλμούς και μοιρολόγια, γονατισμένα δέντρα σε ελεητική γονυκλισία, λόφοι από άλευρα πέτρας η γύρη «ρόδων της ερήμου», συμμιγμένα με στάχτες πεθαμένων άστρων, ερωδιοί, πελαργών συνάξεις και άλλα της αποδημίας έσκυβαν να πιούν νερό, φτερωτές λυχνίες φωσφόρου, εγώ ο Αλλού τρυγόνι, η αγάπη έχει τις ρίζες της βαθιά στη γη, μα οι κλώνοι της καρπίζουνε στον ουρανό, αν κι από πάντα πένητες, μας κάνει κροίσους ο χρυσομάλλης έρωτας ,βγάζοντας ορυκτό ασήμι από τις γαλαρίες της ψυχής, αγάπη μου οδυσσεύω στις πελαγίσιες σου σπηλιές, συ που ξυπνάς και δαμάζεις τρικυμίες, συ που ξυπνάς στην κολασμένη σάρκα τον αρχάγγελο της ηδονής, λιθοξόος- άμορφη, καθώς σε πελεκώ, με το κλειστό κορμί σου, με τ΄ ασχημάτιστα χέρια σου, με ορίζεις, οι σκοτεινοί μαγνήτες του έρωτα, οι άγριες φάσες ή Η οσία τετρακτύς, η ανείπωτη λέξη πριν και μετά τα βιβλία κ.α.


Η ποιητική συλλογή αφιερώνεται στη Γιώτα και στους ψαράδες που χάθηκαν και δεν βρέθηκαν ποτέ, καθώς ,ψαρεύοντας, άνοιγαν πανάκι προς Γαϊδουρονήσι μεριά…
«Να τα κοράλλια: τα οστά τους. Να τα μαργαριτάρια: τα μάτια τους ,κοιτάξτε και δεηθείτε γι΄ αυτούς. Να τους θυμάστε».
Η καταβύθιση στο συγγραφικό-ποιητικό εργαστήρι του Μανόλη Πρατικάκη θα ανάψει όλα τα φώτα των αναγνωστικών σας προσδοκιών!!


Ο Μανόλης Πρατικάκης γεννήθηκε στο Μύρτος, παραθαλάσσιο χωριό του Λιβυκού πελάγους. Έζησε εκεί ως τα δεκαοχτώ του, αλλά διατηρεί στενούς δεσμούς με τη γενέτειρα. Είναι ψυχίατρος, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέχρι πρόσφατα Διευθυντής της Ψυχιατρικής Κλινικής του Νοσοκομείου Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός. Έχει εκδώσει δεκαοχτώ ποιητικές συλλογές, δύο βιβλία με διηγήματα και νουβέλες και έχει γράψει δύο σενάρια για μεγάλου μήκους ταινίες σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη και συγγραφέα Μάκη Μωραΐτη.
Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Το έργο του έχει μεταφραστεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες και όχι μόνο. Το 1999 εκπροσώπησε την Ελλάδα για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας με το βιβλίο του Η κοίμηση και η ανάσταση των σωμάτων του Δομήνικου, το οποίο μεταφράστηκε σε τρεις γλώσσες. Το 2003 πήρε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Το νερό. Το 2008 βραβεύτηκε από την Παγκρήτια Ένωση Επιστημόνων ως επιστήμονας και ποιητής. Το 2012 πήρε το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.
Ο συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος δημιούργησε cd με κύριο κορμό έξι ποιήματά του από τη συλλογή Λιβιδώ, που το ονόμασε Αθέατος σφυγμός. Το 2001 ο ίδιος συνθέτης δημιούργησε συμφωνικό έργο πάνω στην ποίησή του, με τίτλο Η Συμφωνία της Ίασης, το οποίο ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Έργα του επίσης έχουν μελοποιήσει οι: Κώστας Στεφάνου (Το κονσέρτο της φύσης), Χαρά Παλαιολόγου (Κύματα φωτός) και Παύλος Δασκαλάκης με σύγχρονες κρητικές μελωδίες.