Ζούσαν, η Ελένη και ο Μάξιμος, σε ένα μικρό χωριό. Στο θλιβερό χωριό, η χαρά κι η ευχαρίστηση ήταν δαχκτυλοδεικτούμενες, κι οι κάτοικοι είχαν συνηθίσει τόσο πολύ στη μιζέρια, που κάθε τι άλλο είχε εξοριστεί. Όμως στο χωριό τίποτα δεν μένει κρυφό, μάτια υπάρχουν παντού.

Από μικρή η Ελένη ζούσε στον παράδεισο της κλειστής αυλής της θείτσας της, παρέα με σκυλιά, τα γατιά, τα πουλάκια, τις μέλισσες, τα σκαθάρια, τις γουστερίτσες, τις αράχνες και τις πεταλούδες. Γνώριζε από τη μυρωδιά το δυόσμο στο παρτέρι, το άγριο σκόρδο, το χαμομήλι όταν ήταν η εποχή του. Η Ελένη είχε λαχτάρα για ελευθερία, για πέταγμα, πάνω από θείτσες και αυλόπορτες.
Ο ύπνος της ήταν λιγοστός. Φοβόταν τον ύπνο επειδή έβλεπε μαύρα όνειρα. Περνούσε τις μεγάλες και τις μικρές ώρες της νύχτας με ανοιχτά τα μάτια, που έφεγγαν σαν γατίσια και ονειρεύεται ότι ανέβαινε στη στέγη και φύλαγε το σπίτι, ενώ φανταζόταν περιπέτειες με σκύλους, γάτες, νυφίτσες και πουλάκια,τους συντρόφους της δηλαδή, τους μόνους που είχε μέχρι τα πέντε της χρόνια. Η νύχτα της ήταν γεμάτη τέτοιες μάχες, ζωής και θανάτου.

Θυμήθηκε η Ελένη, μεγάλη πια, τον Μάξιμο που δούλευε στο μπακάλικο, εκεί που τον γνώρισε, να είναι μαζί στο δασάκι, όπου θαύμαζε τη μυρωδιά απ΄το ρετσίνι, τον ήχο απ΄τα ξερά πούσια, το θρόισμα απ΄τις πευκοβελόνες, τα πουλιά που τ΄άκουγε να τακτοποιούνται στις φωλιές τους, ενώ αυτοί φιλιόντουσαν ξαπλωμένοι. Η Ελένη του είπε ψιθυριστά:«Πες μου μια ιστορία», αυτός την ξανάσφιξε και της είπε στο αυτί γλείφοντάς το: «Μανίτσα μου, τώρα δε λέμε ιστορίες. Κάνουμε ιστορίες», ενώ το ελεύθερο χέρι του έμπαινε κάτω απ΄τη φούστα της.
Ο Μάξιμος που έλεγε ιστορίες. Η Ελένη αγαπούσε τον Μάξιμο. Ο Μάξιμος ήταν καλό παιδί και θα την παντρεύονταν μόλις τελείωνε με το στρατιωτικό του. Της Ελένης της άρεσε να ακούει τις ιστορίες του Μάξιμου.
Πού είχαν χαθεί όλα αυτά; Γιατί είχε αφεθεί έτσι, χωρίς να αντιδράσει; Γιατί συμβιβάστηκε τόσο εύκολα κι αποδέχτηκε να γίνει μοδίστρα, μια καλή επιδιορθώτρια, αυτή που ονειρευόταν να σπουδάσει κτηνίατρος και να φροντίζει κουτάβια ή γέρικα γατιά; Πάνε όλα. Όλα είχαν χαθεί, κι αυτή ήταν δέσμια της μοίρας της. Την έπιασε τρόμος καθώς φαντάστηκε μια ζωή μοναχική, αφού είχε αποφασίσει να μην ξαναβγεί με άντρα, είκοσι ενός χρονών και θα ζούσε σαν καλόγρια, σαν μοναχή μέσα στον κόσμο.

Όμως μια άτακτη φυγή του Μάξιμου, τα γκρέμισε όλα, κάτι που δεν συγχώρεσε ποτέ στον εαυτό του, έπρεπε να είχε αντισταθεί, να μην είχε φοβηθεί τόσο ώστε να το βάλει στα πόδια. Χάθηκε από το χωριό. Χάθηκε από την Ελένη.
Τις νύχτες άλλοι μετράνε προβατάκια κι άλλοι ψελλίζουν προσευχές. Η Ελένη προτιμούσε να πετάει. Νοερώς. Συνήθεια που είχε αποκτήσει από την παιδική της ηλικία, μια φυγή από την πραγματικότητα της ημέρας, που ήταν γεμάτη προσβολές από γειτόνισσες και περιφρόνηση από συμμαθήτριες.
Το ραδιόφωνο.
Το ερωτεύτηκε η Ελένη, όταν πλέον μεγάλωσε, ήταν η συντροφιά της κι η παρηγοριά της, κάθε τραγούδι, κάθε στίχος τραγουδιού, νόμιζε πως είχε γραφτεί γι΄αυτήν.
Εννέα και δέκα έδειχναν οι δείκτες, άνοιξε το ραδιόφωνο. Η μακρά νύχτα μόλις είχε αρχίσει…
Είχε ανάγκη η Ελένη από συνομιλίες ανθρώπων, από μια φανταστική συντροφιά, γι΄αυτό επέλεγε τις ανάλογες εκπομπές, ιδιαιτέρως μία, που οι ακροατές της ήταν άνθρωποι του μόχθου, λαχαναγορίτες, φουρνάρηδες, νταλικέρηδες, ναυτικοί, γέροντες, γριές, καταθλιπτικοί, σεκιουριτάδες, συνοριοφύλακες, νοσοκόμες. Κάποιος θα τους μιλούσε μες στο σκοτάδι, θα τους συντρόφευε με ωραία τραγούδια, θ’ άκουγαν ομοιοπαθείς απ’ όλες τις άκρες της χώρας, το δημόσιο ραδιόφωνο στις δόξες του.

Έβγαινε και αυτός ο Μάξιμος στην εκπομπή, όταν η μοναξιά τον δάγκωνε για τα καλά και χρειαζόταν οπωσδήποτε ν΄ακούσει τον ήχο της φωνής του. Χρησιμοποιούσε το πραγματικό του όνομα, είχε όμως επιλέξει ως ιδιότητα όχι το πραγματικό του επάγγελμα, φορτηγατζής, αλλά αυτό που ονειρευόταν πάντα να γίνει: φαροφύλακας. Εμφανιζόταν στην εκπομπή ως «Μάξιμος ο φαροφύλακας».
«Είμαι η Ελένη και θέλω να επικοινωνήσω με τον Μάξιμο το φαροφύλακα»,  λέει στον εκφωνητή.
Ο Μάξιμος πάγωσε. Και τώρα τι κάνουμε; Έστω ότι τηλεφωνούσε τι να της πει; Ότι δεν είναι φαροφύλακας; Ότι δεν είχε υπάρξει ποτέ; Ότι οι ιστορίες που έλεγε στην εκπομπή ήταν βγαλμένες από το μυαλό του, αναμνήσεις από εκείνες τις ιστορίες για φάρους και φαροφύλακες που τις διηγόταν παλιά στο μπακάλικο; Εκείνες τις ιστορίες που της έλεγε τότε για να τη γοητεύσει; Να της πει τι; Ότι σ΄όλη του τη ζωή ήταν οδηγός νταλίκας; Ότι πάνε τα όνειρα; Πάνε οι φάροι; Ότι ήταν ένας αποτυχημένος, που δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει κανένα του όνειρο; Να της πει τι;
Πόσες ζωές; Πόσες φέτες από ζωές, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, υπάρχουν άραγε; Ποιος τις καθορίζει; Ποιος αποφασίζει πώς θα εξελιχθούν; Ζωές ίσιες, χωρίς ζιγκ-ζαγκ, νοικοκυρεμένες, με γιορτές, σχολικές διακοπές για Χριστούγεννα. Ψεύτικες ιστορίες με ευτυχισμένες οικογένειες και πολλά εγγόνια ή άλλες, στενόχωρες, με παιδιά που είχαν μεταναστεύσει λόγω της κρίσης στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Όλες αληθοφανείς, όμως τα βλέμματα των συνομιλητών του έφευγαν έξω απ’ το παράθυρο και χάνονταν στη σκοτεινιά του τούνελ, τα χέρια τους αρπαγμένα από την πλαστική σακούλα που κρατούσαν, το ταλαιπωρημένο παλτό τους και τα φαγωμένα στη μύτη παπούτσια τους φώναζαν μοναξιά. Μοναξιά. Τη νύχτα να σε κρατάει κάποιος αγκαλιά και να σου ψιθυρίζει ιστορίες για να μην φοβάσαι το σκοτάδι και τους δυνατούς θορύβους. Η μοναξιά σε κάνει αγρίμι. Κι απ΄την άλλη σου δίνει ελευθερία. Η μελαγχολία και η λύπη είναι μεταδοτικές.
Μια εικόνα κυριαρχούσε μέσα στην Ελένη. Αυτή του Μάξιμου, πάντα σε νεαρή ηλικία, να μένει στο φάρο του Κάβο Μαλιά, να παλεύει με τη θάλασσα που έσπαζε παράθυρα καθώς καβαλούσε κράσπεδα, ο βοριάς να τραντάζει το κτήριο, το σκοτάδι να πολλαπλασιάζει τον τρόμο του. Ένιωσε ότι, έτσι ευάλωτο και φοβισμένο, τον αγαπούσε περισσότερο από κάθε άλλη φορά…

Μοναχικές γυναίκες που ενώ μαγειρεύουν πέφτουν τα δάκρυά τους στο φαγητό. Γριούλες μόνες με τα φαντάσματα γύρω τους. Άντρες ερημίτες, ασκητές. Άνθρωποι που φοβόντουσαν τον θάνατο. Και την βασανιστική αρρώστια. Άνθρωποι που νιώθουν τόση ευτυχία, όμως τόσο εφήμερη, όσο και το χιόνι. Άνθρωποι που λένε μαγευτικές ιστορίες. Μοναχικοί, απελπισμένοι, ευάλωτοι, και δυστυχισμένοι ακροατές, που κρέμονταν από την νυχτερινή εκπομπή για να έχουν μια στοιχειώδη επαφή με άλλους ανθρώπους. Ματαιωμένες αγάπες. Έρωτες ανασφαλείς. Ακυρωμένα πάθη. Ανεκπλήρωτες επιθυμίες και όνειρα.
Όλοι αυτοί βρίσκουν ένα αντίδοτο στη μοναξιά, μια ελπίδα για την επόμενη μέρα και την προσδοκία μιας φωτεινής ανατροπής.
Πρόκειται για ένα εσωτερικό μονόλογο μιας ευαίσθητης ψυχής.
Ένα εξαιρετικό βιβλίο. Διαβάστε το.

Η Ευγενία Φακίνου γεννήθηκε το 1945 στην Αλεξάνδρεια. Μεγάλωσε στην Αθήνα και σπούδασε γραφικές τέχνες και ξεναγός. Εργάστηκε για μερικά χρόνια σε περιοδικά ως γραφίστρια. Το 1976 δημιούργησε το κουκλοθέατρο «Ντενεκεδούπολη». Έχει γράψει και έχει εικονογραφήσει πολλά παιδικά βιβλία. Το 1982 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα Αστραδενή. Τα μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στα γερμανικά, αγγλικά, ρωσικά, ουγγρικά, δανέζικα, γαλλικά, ολλανδικά, ιταλικά, σερβικά και τουρκικά. Το 2005 τιμήθηκε με το Βραβείο Αναγνωστών (Εθνικό Κέντρο Βιβλίου – Σκάι 100,3) για το μυθιστόρημά της Η μέθοδος της Ορλεάνης και το 2008 με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή διηγημάτων Φιλοδοξίες κήπου. Άλλα έργα της είναι: «Το αυτί της αλεπούς», «Πλανόδιοι θεριστές», «Οδυσσέας και Μπλουζ», «Για να δει τη θάλασσα», «Ζάχαρη στην άκρη», « Έρως, Θέρος, Πόλεμος», «Τυφλόμυγα», κ.α.