Συγγραφέας του βιβλίου «Κομμένες γλώσσες» – Εκδόσεις ΚΨΜ

Εννιά διηγήματα εμπνευσμένα από πραγματικά γεγονότα που μας προβλημάτισαν, μας συγκίνησαν ή μας αγανάκτησαν, περιλαμβάνουν οι «Κομμένες γλώσσες» του Παναγιώτη Κολέλη. Ανάμεσά τους η δολοφονία του Ζακ, η εκμετάλλευση μεταναστών από ΜΚΟ, καθώς και οι δεκάδες νεκροί πρόσφυγες στο Αιγαίο. Όπως λέει στο Vivlio-life o συγγραφέας «Στόχος μου δεν ήταν να σας πικράνω, αλλά να πραγματοποιήσω το καρδιογράφημα μιας κοινωνίας σε βαθιά κρίση. Πιστεύοντας πως οι περισσότεροι δεν έχουμε απόλυτη συνείδηση όλων όσων έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια γύρω μας, επιχείρησα να ταρακουνήσω τον αναγνώστη, χωρίς να του κουνήσω το δάχτυλο ή να του πω τι πρέπει να κάνει. Ήθελα απλώς να δει μια άλλη οπτική και να στοχαστεί πάνω σε αυτή».

  • Οι «Κομμένες γλώσσες» δεν αποτελούν μόνο τον γενικό τίτλο του βιβλίου σας. Τις συναντούμε και ως τίτλο σε μία από τις εννιά ιστορίες σας. Πρόκειται για αλληγορικό τίτλο;
    Στο ομώνυμο διήγημα, οι ήρωες κόβουν στην πραγματικότητα τις γλώσσες τους. Αναζητώντας εναγωνίως μια διέξοδο και έχοντας εξαντλήσει κάθε άλλη εναλλακτική, προβαίνουν σε αυτή την ενέργεια, που σε πρώτο επίπεδο μπορεί να μοιάζει παράλογη. Ωστόσο, πριν τους κρίνουμε, καλό θα ήταν να αναλογιστούμε τι θα κάναμε εμείς αν όλα γύρω μας κατέρρεαν. Θα μπορούσαμε να λειτουργήσουμε με βάση τη λογική;
    Για να απαντήσω, ωστόσο, και στην ερώτησή σας, τον συγκεκριμένο τίτλο τον επέλεξα και ως τίτλο του βιβλίου μου, επειδή ήθελα ο αναγνώστης να αναρωτηθεί το εξής: Γιατί προτιμάει κάποιος να κόψει τις γλώσσες του αντί να τις χρησιμοποιήσει για να μιλήσει για όσα του κατατρώνε τη ζωή; Γιατί δεν τις χρησιμοποιεί για να αντιδράσει απέναντι σε όσα τον πνίγουν, αλλά και να παλέψει για όσα ονειρεύεται;
    -«Εννιά ιστορίες κοινωνικού ρεαλισμού, που ακροβατούν ανάμεσα στην αμείλικτη πραγματικότητα και στο μεταφυσικό». Έτσι χαρακτηρίζετε τα κεφάλαια του βιβλίου σας. Σε πόσες από αυτές συμμετέχετε ως πρωταγωνιστής ή δευτεραγωνιστής;
    Σε όλες τις ιστορίες συμμετέχω λίγο ως πολύ ως πρωταγωνιστής ή δευτεραγωνιστής, με την έννοια πως οι αφορμές με τις οποίες ξεκίνησαν να γράφονται είναι πράγματα που είδα, άκουσα ή παρατήρησα εκεί έξω – και τα οποία μου φάνηκαν και συνεχίζουν να μου φαίνονται εξωφρενικά.
    Οι ιστορίες μου εκκινούν από πραγματικά γεγονότα. Αναφέρω ενδεικτικά ορισμένα: Η δολοφονία του Ζακ, η εκμετάλλευση μεταναστών από ΜΚΟ, καθώς και οι δεκάδες νεκροί πρόσφυγες στο Αιγαίο, φαντάροι που αμείβονται με ψίχουλα, οικογένειες που κρατούν νεκρούς μέσα στο σπίτι τους για να συνεχίσουν να παίρνουν τη σύνταξη, καθαρίστριες και γενικότερα εργαζόμενοι που αντιμετωπίζονται απαξιωτικά από τους εργοδότες, κεραίες κινητής τηλεφωνίας που σε κάποιους εξασφαλίσουν εισόδημα, ενώ σε άλλους αυξάνουν τον κίνδυνο δημιουργίας βλαβερών συνεπειών για την υγεία τους.
  • «Το μυστικό νήμα που συνδέει όλες τις ιστορίες είναι το στοιχείο του παραλόγου», εξηγείτε στο οπισθόφυλλο. Άραγε καθετί που δεν εξηγείται με την κοινή λογική πως μπορεί να δέσει τις μοίρες του Κωστή, της Φανής, του Μάκη, της Σουζάνας ή του Διονύση;
    «Είναι στη φύση του ανθρώπου να σκέφτεται λογικά και να ενεργεί παράλογα», είχε πει ο Γάλλος συγγραφέας, βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, Ανατόλ Φρανς. Μπορεί, λοιπόν, να έχουμε οι περισσότεροι ως κατευθυντήρια γραμμή στη ζωή μας τον ορθολογισμό, ωστόσο συμβαίνουν πολλές φορές πράγματα που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Θάνατοι, αρρώστιες, κρίσεις, μας αποδιοργανώνουν, αλλάζοντας τελείως οποιοδήποτε προγραμματισμό έχουμε κάνει. Πανικοβαλλόμαστε και συμπεριφερόμαστε με τρόπο που δεν εξηγείται με την κοινή λογική. Όταν επανακτούμε τα πατήματά τους, προσπαθούμε να διορθώσουμε επιλογές και αποφάσεις που είχαμε κάνει, όμως μπορεί να είναι πλέον αργά και να μην υπάρχει γυρισμός.
  • Είχατε την τύχη να προλογίσει το βιβλίο σας η Σεμίνα Διγενή και να γράψει το επίμετρό του η Έρη Ρίτσου. Πόσο σας άγχωσαν, κατά τη συγγραφή, τα δυο αυτά ονόματα στην αρχή και στο τέλος του βιβλίου σας;
    Η Σεμίνα Διγενή και η Έρη Ρίτσου, εκτός από πολυσχιδείς προσωπικότητες και εξαιρετικά ικανές και ταλαντούχες, είναι δύο υπέροχοι άνθρωποι, που με τιμούν με τη στήριξη και τη φιλία τους. Ωστόσο, ο Πρόλογος και το Επίμετρο γράφτηκαν αφότου είχα ολοκληρώσει το βιβλίο. Τότε το διάβασαν, τους άρεσε και αποφάσισαν να βάλουν την υπογραφή τους. Συνεπώς, δεν υπήρχε άγχος κατά τη συγγραφή, αλλά καθώς περίμενα να το ολοκληρώσουν και να μου πουν τη γνώμη τους.
  • «Σκηνοθετεί -αριστοτεχνικά- την απελπισία, και μάλιστα, σε εννέα πράξεις», γράφει η Σεμίνα. Πως το καταφέρατε αλήθεια να σκηνοθετήσετε το τόσο βαρύ συναίσθημα της παντελούς έλλειψης ελπίδας;
    «Σκηνοθετώντας την απελπισία» είχα ως στόχο να παρουσιάσω όψεις και εκφάνσεις της πραγματικότητας που είτε δεν είναι εύκολα ορατές είτε πολλές φορές γίνεται προσπάθεια να αποσιωπηθούν και να υποβαθμιστούν. Ωστόσο, αυτό το έκανα όχι για να παρουσιάσω μια εικόνα «παντελούς έλλειψης ελπίδας», αλλά μέσα από τη συνειδητοποίηση του τι πραγματικά συμβαίνει στην κοινωνία, να φωτίσω τον δρόμο στον οποίο βρίσκεται η πραγματική ελπίδα.
  • «Οι πρωταγωνιστές σας… είναι άνθρωποι με ανεπαρκείς, δηλητηριασμένες, διαλυμένες και πεθαμένες ζωές», προσθέτει η κυρία Διγενή. Γιατί επιλέξατε ήρωες που κουβαλούν στις πλάτες τους τόσο βαριά συναισθήματα;
    Ο κάθε άνθρωπος κουβαλάει στην πλάτη του τις δικές του εικόνες από τη ζωή και τον κοινωνικό του περίγυρο. Ωστόσο, νιώθω πως τα τελευταία χρόνια, με τις απανωτές κρίσεις και τις ξαφνικές αλλαγές που έχουν επέλθει στη ζωή μας, οι περισσότεροι άνθρωποι έχουμε παραπλήσιες εμπειρίες. Οι άνθρωποι που «κουβαλούν βαριά συναισθήματα» αποτελούν πλέον τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Ξεκινώντας να γράφω για τους τελευταίους, έπεσα πάνω στους πρώτους.
  • Από την άλλη, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός πως οι εννιά ιστορίες σας δεν απέχουν καθόλου από τη δύσκολη καθημερινότητά μας. Μήπως, τελικά, είναι καλύτερα να μάθουμε να αντιμετωπίζουμε τη ζωή μας γυμνή;
    Απέναντι στη ζωή οφείλουμε να συμπεριφερόμαστε με ειλικρίνεια. Δεν ωφελεί σε τίποτα να κρύβουμε τα προβλήματα κάτω από το χαλί ή να παρουσιάζουμε μια ωραιοποιημένη πραγματικότητα, διαφορετική από αυτή που υπάρχει εκεί έξω. Οι ψευδαισθήσεις προσφέρουν μόνο προσωρινή ανακούφιση, ενώ μακροπρόθεσμα λειτουργούν αποχαυνωτικά.
  • «Τελειώνοντας το διάβασμα, έμεινα με μια πικρή γεύση στον ουρανίσκο», σημειώνει η Έρη Ρίτσου και η αλήθεια είναι πως αυτή τη δυσάρεστη γεύση τη γευτήκαμε όσοι διαβάσαμε το βιβλίο σας. Πόσο και γιατί θέλατε να μας πικράνετε με τα διηγήματά σας;
    Στόχος μου δεν ήταν να σας πικράνω, αλλά να πραγματοποιήσω το καρδιογράφημα μιας κοινωνίας σε βαθιά κρίση. Πιστεύοντας πως οι περισσότεροι δεν έχουμε απόλυτη συνείδηση όλων όσων έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια γύρω μας, επιχείρησα να ταρακουνήσω τον αναγνώστη, χωρίς να του κουνήσω το δάχτυλο ή να του πω τι πρέπει να κάνει. Ήθελα απλώς να δει μια άλλη οπτική και να στοχαστεί πάνω σε αυτή.
  • Έχετε πει πως για τις «Κομμένες γλώσσες» δουλέψατε σκληρά, κάνοντας ίσως για πρώτη φορά αυτό που έπρεπε: αφουγκραστήκατε τους χαρακτήρες σας. Πόσο χώρο σας έδωσαν και πόσο βαθιά στις ψυχές τους σας επέτρεψαν να διεισδύσετε;
    Δεν είναι πόσο χώρο μου έδωσαν εκείνοι ή πόσο βαθιά μου επέτρεψαν να διεισδύσω, αλλά μέχρι πού άντεχα εγώ να φτάσω. Είμαι σίγουρος πως μπορούσα να πάω και πιο μακριά, όμως δεν το άντεχα. Γι’ αυτό και έβαλα τα δικά μου όρια, κάποια στιγμή είπα φτάνει, ως εδώ. Ευελπιστώ, ωστόσο, την επόμενη φορά να προχωρήσω ένα βήμα πιο κάτω.
    -Αφιερώνετε τις «Κομμένες γλώσσες» στην κόρη σας. Τι θα της λέγατε αν σας ζητούσε να της περιγράψετε μια σκηνή από τις εννιά ιστορίες σας, η οποία να δίνει ελπίδα και να προσφέρει ευχάριστα μηνύματα;
    Ελπίδα δίνει μια ζεστή αγκαλιά, ένα χαμόγελο, ένα βλέμμα γεμάτο κατανόηση. Κι από αυτά υπάρχουν μπόλικα μέσα στο βιβλίο, ακόμα κι αν δεν είναι αρκετά για να αλλάξουν τη μοίρα των ηρώων μου.
    Παρατηρώντας την λίγων μηνών κόρη μου, έχω την εντύπωση πως τα ίδια πράγματα δίνουν και σε αυτήν ελπίδα: μια ζεστή αγκαλιά των γονιών της, ένα χαμόγελο, ένα βλέμμα που εκπέμπει στοργή και αγάπη. Και, φυσικά, να βλέπει τον εαυτό της να μεγαλώνει, να αρχίζει να μιλάει, να στέκεται σιγά σιγά όρθια μόνη της. Η προοπτική της εξέλιξης–προσωπικής και κοινωνικής–, είναι αυτή που μας δίνει γενικότερα δύναμη για να σηκωθούμε κάθε πρωί από το κρεβάτι και να συνεχίσουμε να παλεύουμε για μια καλύτερη ζωή.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Εννιά ιστορίες κοινωνικού ρεαλισμού, που ακροβατούν ανάμεσα στην αμείλικτη πραγματικότητα και στο μεταφυσικό, στο ορατό και το αόρατο. Ιστορίες για αυτόκλητους υπερασπιστές του νόμου και της τάξης, για στόματα που πρέπει να μείνουν οπωσδήποτε κλειστά, για κεραίες κινητής τηλεφωνίας που γεννούν ελπίδες και εφιάλτες, για σχέδια που είναι εξαρχής καταδικασμένα να αποτύχουν. Για ανθρώπους που συντρίβονται, ενώ πασχίζουν να κάνουν μια καινούργια αρχή, ή αυτοκαταστρέφονται για να αποδείξουν ότι αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία. Για φαντάρους που δεν υπηρετούν την πατρίδα τους και για πατρίδες που δεν τους αξίζουν οι φαντάροι. Για τραυματικές οικογενειακές σχέσεις, για μετανάστες που αναζητούν μερίδιο στην κανονικότητα και για μπαλκόνια που δονούνται από συνθήματα και συναισθήματα. Για τον ανίερο εναγκαλισμό του πόθου της ιδιοκτησίας και του πόθου για ένα νεαρό κορμί, έστω και νεκρό. Για άλματα στο κενό και για φυτά που καταλαβαίνουν περισσότερα από τους ανθρώπους. Για την ευτυχία και την εκμετάλλευση, δύο έννοιες τόσο διαφορετικές, που απέχουν όμως πολύ λίγο μεταξύ τους.
Το μυστικό νήμα που συνδέει όλες τις ιστορίες είναι το στοιχείο του παραλόγου. Παράλογη, όμως, δεν είναι και η πραγματικότητα γύρω μας; Θύτες και θύματα εναλλάσσουν διαρκώς ρόλους, παλεύοντας να λυτρωθούν ή να ξεχάσουν για να συνεχίσουν να ζουν.

Βιογραφικό
O Παναγιώτης Κολέλης γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε Λογιστική και Χρηματοοικονομικά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, από όπου απέκτησε το μεταπτυχιακό του στη Δημόσια Πολιτική και Διοίκηση· ωστόσο, δραστηριοποιείται επαγγελματικά στο χώρο της επικοινωνίας και των δημοσίων σχέσεων. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας και αρθρογραφεί σταθερά σχετικά με το βιβλίο, το θέατρο και την πολιτική. Οι Κομμένες γλώσσες είναι το τρίτο του βιβλίο, μετά το Επτά χρόνια στο αμόνι (Εκδόσεις Εντύποις, 2018) και την Εξαπάτηση της Δημοκρατίας (Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή, 2017). Αγαπάει τη θάλασσα.