Με έντονη τη μυρωδιά του καπνού να πλανιέται στον αέρα, στις αισθήσεις όλες, διάβασα το βιβλίο του συγγραφικού διδύμου Λίας Ζώτου και Θοδωρή Καραγεωργίου. Αυτό που μένει έντονο σαν συναίσθημα είναι ένα συνεχές κυνήγι ευτυχίας, δόξας, πλούτου, γαλήνης που όμως οι πρωταγωνιστές δεν αντιλαμβάνονται εγκαίρως, αφήνοντας τα χρόνια να κυλούν, τη ζωή να φεύγει μέσα από τα χέρια τους, μέσα από τα μάτια τους.
Είναι τόσα πολλά αυτά που σε συγκινούν, όλο αυτό το άδικο που βιώνεις μαζί με τους ήρωες, που σου μένει μια πικρή γεύση όταν συνειδητοποιείς πόσο εύκολα, πόσο ξαφνικά οι καταστάσεις σε κάνουν από πρώτο τελευταίο και από άνθρωπο σκλάβο.
Το συμφέρον κυρίαρχο παντού, σε όλες τις σκέψεις και τις συναλλαγές, όχι μόνο υλικών αγαθών μα και ηθικών αξιών. Σε πονάει να βλέπεις την ιστορία να επαναλαμβάνεται, να σε κυνηγάει το άδικο, να προσπαθείς να το πολεμήσεις και να φτάνεις να το ξεχνάς, να κάνεις και συ το ίδιο που σου κάνανε, να πονάς και να επιλέγεις σύμφωνα με αξίες που κάποτε απέρριπτες, δεν καταλάβαινες.
Πώς μπορεί ένα παιδί να καταλάβει τον πατέρα που θέλει μόνο να κερδίζει, να δοξάζετε, να ζητάει περισσότερα, με πρόσχημα πάντα το καλό του, πως ό,τι κάνει το κάνει για να το εξασφαλίσει, οικονομικά, κοινωνικά;
Κι αυτό που ο φτωχός πλην τίμιος Νικόλας έζησε, τον πόνεσε, τον εξευτέλισε και προσπάθησε να πολεμήσει, ήρθε η ώρα που το έκανε με τη σειρά του και στο δικό του παιδί, του επέβαλε να ζει χωρίς αυτόν, του έμαθε να αναζητάει πάντα ένα αντάλλαγμα σε ό,τι ψάχνει, ακόμη και στην επιλογή του συντρόφου.
Κι αυτό που ο ίδιος είχε πάντα ως σκέψη, ως απωθημένο, να επιστρέψει αντάξιος πια (ποιου άραγε) να βρει τη χαμένη του αγάπη, το αφήνει να το ξεθωριάσει ο χρόνος, ο ανήλεος αυτός κριτής που καταφέρνει και αλλάζει κατά πώς τον συμφέρει τα γεγονότα, τα αισθήματα, τα θέλω και τα πρέπει με τις πράξεις μας.
Ίσως είναι λίγο ουτοπικό να πιστεύουμε πως κάποιος άλλος φταίει πάντα για τις δικές μας πράξεις, επιλέγουμε πάντα να φορτώνουμε τις δικές μας κακές επιλογές, τις δικές μας αδυναμίες σε κάποιον που μας οδήγησε εκεί που φτάσαμε.
Όμως, υπάρχουν και άνθρωποι που παραμένουν πιστοί στις αξίες τους, σε ό,τι αγάπησαν με πάθος, σε ό,τι ορκίστηκαν για μια ζωή, και το τήρησαν. Πόσοι τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν άραγε σήμερα;
Και όλα αυτά με φόντο πάντα τον καπνό, τα φύλλα του που μοιάζουν τόσο με τη ζωή, με τα χρώματά της, με την πορεία που ακολουθούμε, με την κατάληξη που έχουμε, με το άρωμα που παραμένει ανεξίτηλα στη μνήμη.
Η πανέμορφη Καβάλα αποκτά στα μάτια μας μια τόσο μαγευτική διάσταση, όλες οι λεπτομέρειες από τις περιγραφές στα καπνοχώραφα και τον τρόπο ζωής εκείνων των ανθρώπων έρχονται να θυμίσουν, σε όσους τα έζησαν, άλλες εποχές, τόσο μακρινές μα και τόσο γνώριμες.
Είναι τόσο ωραία δοσμένες οι αγροτικές εργασίες, που φτάνεις να ζηλεύεις τον τρόπο που ζούσαν, την ανεμελιά, το δέσιμο της οικογένειας, των γειτόνων, όσων είχαν την ίδια τύχη κυνηγημένοι πάντα από το άδικο.
Για μας εδώ στην περιοχή του Αγρινίου είναι ιδιαιτέρως γνωστά όσα περιγράφει, με μόνη διαφορά τις περίεργες ομολογώ, λέξεις, που πρώτη φορά άκουσα, γιατί απλά εμείς τους δίναμε άλλη περιγραφή, άλλη ονομασία. Όμως το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, όλη αυτή η ατμόσφαιρα, η μυρωδιά του καπνού, παραμένει έντονη μέχρι και σήμερα.
Τι αξίζει τελικά στη ζωή, να ξέρεις τι επιθυμείς, να παλεύεις να το αποκτήσεις, να κυνηγάς το «μεγάλο ψάρι» χωρίς να αντιλαμβάνεσαι το κόστος, χωρίς να νοιάζεσαι τι χάνεις στην πορεία, και φτάνοντας να το πιάσεις, τι έχει μείνει τελικά, μια πικρή ανάμνηση ότι δεν σου φτάνει πια ο χρόνος να πραγματοποιήσεις αυτό για το οποίο αρχικά ξεκίνησες;
Να βλέπεις τη ζωή να χάνεται, μια ζωή που έζησες χωρίς ουσία, χωρίς τη γλύκα της απόλαυσης ότι τα κατάφερες, μα με τη στυφή γεύση του ανικανοποίητου στα χείλη;
Και φτάνοντας πια στο τέλος, να ανακαλύπτεις ότι ο μόνος εχθρός σου είσαι εσύ, κανένας άλλος, προσπαθούσες να κυνηγήσεις μια σκιά, που στο τέλος σε κατάπιε, σου ξέφυγε, ξεράθηκε και διαλύθηκε, θρυμματίστηκε, σαν τα φύλλα του καπνού!

Ιουλία Ιωάννου