Σκέψεις για το μυθιστόρημα της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου «Από ξύλο και ασήμι» από την Ιουλία Ιωάννου
Η λαχτάρα για έρωτα, η δίψα για ελευθερία, η ανάγκη για πίστη και ο αγώνας για υψηλά ιδανικά μπλέκονται σε έναν ατέρμονο κύκλο ζωής και θανάτου με την ελπίδα να μένει αλώβητη και επιτακτική.
«Με αυτά τα λόγια του είχε εμπιστευτεί την προδοσία του. Ήθελε να συνεργαστεί με τον εχθρό, για να γλιτώσει το τομάρι του – ίσως και των υπολοίπων. Τι αξία όμως έχει μια ζωή ατιμασμένη;»
Ένα ιστορικό μυθιστόρημα που φέρνει στο φως άγνωστες πτυχές της ελληνικής ιστορίας που αφορούν το αγαπημένο νησί της Ρόδου. Το κατακτημένο από τους Τούρκους πολύπαθο νησί, αντιμετωπίζει την αγριότητα σε όλο της το μεγαλείο. Η απώλεια της ζωής δεν έχει καμία απολύτως σημασία, οι αποτρόπαιες σκηνές βίας και θανάτου που περιγράφονται, η αντίσταση των ανίσχυρων απλών ανθρώπων που πολεμούν με ό,τι μέσο διαθέτουν, η καθημερινότητά τους αναπαρίσταται με τόσο γλαφυρό τρόπο που συγκλονίζει τον αναγνώστη.
Ένα ιστορικό θρησκευτικό κειμήλιο, η εικόνα της Παναγίας της Φιλέρημου κινδυνεύει από τους άθεους κατακτητές και πρέπει πάση θυσία να διασωθεί. Όταν το Τάγμα των Ιπποτών παραδίδει τη διακυβέρνηση του νησιού στον Σουλεϊμάν το Μεγαλοπρεπή, άλλοι υποτάσσονται στη μοίρα τους ή εξολοθρεύονται με απίστευτη βαναυσότητα και άλλοι διασκορπίζονται, αφήνοντας τον τόπο τους με πίκρα και απογοήτευση.
Τετρακόσια χρόνια αργότερα η Ελλάδα παραμένει υπό κατοχή. Μπορεί το γεγονός της απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό να τους χαροποίησε για λίγο, αυτή όμως ήταν η αρχή της ιταλικής κατοχής και η αρχή της μάχης ανάμεσα στην Ορθόδοξη και την Καθολική Εκκλησία.
Με υποχρεωτικό νόμο προσπαθούσαν να τους πείσουν να αλλάξουν την υπηκοότητά τους, παρέχοντας προνόμια σε όσους δέχονταν και αφήνοντας τους υπόλοιπους στην κακή τους μοίρα.
Είναι πολλοί εκείνοι που με αυταπάρνηση και αγάπη συμβάλλουν μέσα από συλλόγους, από δωρεές και συσσίτια τους πρόσφυγες και τους αδύναμους συνανθρώπους τους. Προσπαθούν να ζήσουν μέσα σε μια κατάσταση που συνεχώς επιβαρύνεται, που συνεχώς οδεύει σε μια νέα καταστροφή, σε έναν ακόμη πόλεμο.
Ο έρωτας ακόμη και μέσα σε δύσκολες και επώδυνες καταστάσεις βρίσκει χώρο να ανθίσει, όπως η καλοσύνη και η πίστη στο καθήκον της διάσωσης της ελληνικής γλώσσας, της ελληνικής κουλτούρας.
Σε μια πορεία προς τον τελικό σκοπό -αυτόν της απελευθέρωσης- της ελευθερίας από κάθε μορφή σκλαβιάς, παρακολουθούμε την κατασκοπευτική δράση ατρόμητων νέων ανθρώπων, τον τρόπο επίλυσης των άπειρων προβλημάτων που η πείνα και η εξαθλίωση δημιουργούν. Την προδοσία και το θάνατο που λίγο πριν την επίτευξη του στόχου, πονάει ακόμη περισσότερο όσους έχουν την ατυχία να χάσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Η πίστη στην Παναγία οδηγεί τα βήματα προς την ανεύρεση της πολύτιμης εικόνας που κανείς δεν γνωρίζει την ύπαρξή της. Είναι και ο συνδετικός κρίκος των δύο τόσο μακρινών εποχών, που με έξοχο τρόπο η συγγραφέας παραθέτοντας πραγματικά ιστορικά στοιχεία δένει το μυθιστόρημά της.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
1522. Μέσα στο απόρθητο κάστρο της Ρόδου, κάτω από την απειλή των πολυάριθμων Τούρκων, η ζωή δεν κοστίζει τίποτα. Ο κόσμος, ιππότες και απλοί πολίτες, ξεκινούν τη μέρα τους χωρίς να ξέρουν αν θα τους βρει η νύχτα, συνεχίζουν όμως να ζουν και να ερωτεύονται, παρά την αγριότητα που ξεχύνεται καταπάνω τους σαν καταιγίδα. Ενώ η πείνα, η προδοσία και ο θάνατος κυριαρχούν, φέρνοντας την ήττα των χριστιανών, ένας καλόγερος προσπαθεί να διαφυλάξει μια πολύτιμη εικόνα της Παναγίας, αγνοώντας τον κίνδυνο που τον περικυκλώνει. Τέσσερις αιώνες αργότερα. Τώρα, οι κάτοικοι του όμορφου νησιού ανεβαίνουν έναν διαφορετικό γολγοθά – αυτόν του φασισμού. Η ανηφόρα είναι δύσκολη, αλλά αντέχουν, αν και ζουν σε μια ζοφερή αβεβαιότητα. Ο κλοιός όλο και σφίγγει, σαν ένα μουσικό ρόντο, που ενώ είναι το ίδιο, η έντασή του αυξάνει μέχρι να φτάσει στην κορύφωση.
Ένα μυθιστόρημα γεμάτο συγκινήσεις, ανατροπές και αλήθειες. Η καθημερινότητα ανακατεύεται με την αντίσταση και την κατασκοπεία και γίνεται αβάσταχτη, αποπνικτική, με την προδοσία να κυριαρχεί τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο μέρος, με το θάνατο να καραδοκεί, με την ελπίδα για ζωή να ξεθωριάζει, αλλά να μη χάνεται, μέχρι που το τέλος έρχεται αδυσώπητο αλλά λυτρωτικό.