Δυο οικογένειες εγκλωβισμένες ανάμεσα στα πρέπει και τα θέλω και μια μεγάλη αγάπη που τολμά ν’ ανθίσει αψηφώντας τον άγραφο κώδικα τιμής, πρωταγωνιστούν στο μυθιστόρημα «Τα λαβωμένα σ’ αγαπώ», των εκδόσεων «Ψυχογιός». Η Θεσσαλονικιά συγγραφέας Θάλεια Ψαρρά μιλάει στο Vivlio-life.gr και μας μεταφέρει στα βουνά της Κρήτης μιας άλλης εποχής, τότε που οι κοινωνίες ήταν κλειστές και η προσωπική τιμή αποτελούσε την πιο υψηλή αξία για τους κατοίκους της. Τότε που η βεντέτα ήταν μια οικογενειακή υποχρέωση.

– Αν αναζητήσουμε την ιδέα του βιβλίου, θα βρεθούμε σε κάποια αληθινή ιστορία που σας διηγήθηκαν ή πρόκειται αποκλειστικά για μυθοπλασία;

Δεν πρόκειται για κάποια αληθινή ιστορία, όμως όσο έγραφα, έτυχε να βρεθούν στον δρόμο μου άνθρωποι από την Κρήτη όπου όταν τους ανέφερα πως γράφω ένα βιβλίο το οποίο έχει να κάνει με βεντέτα, ο καθένας τους, είχε να μου διηγηθεί και από μια συγκλονιστική ιστορία, που είτε είχε ζήσει ο ίδιος, είτε είχε ακούσει από μεγαλύτερούς του. Έμαθα πολλά περισσότερα από όσα συνήθως γράφονται στα βιβλία, όμως επέλεξα να μην τα εντάξω ούτε κι εγώ αυτούσια στην ιστορία μου· σκοπός μου άλλωστε ήταν να ταξιδέψω και όχι να σοκάρω κανέναν. Ωστόσο πρέπει να γνωρίζουν οι αναγνώστες, πως τίποτε από όσα θα διαβάσουν, ακόμη και αν τους θυμώσει κάποιες στιγμές, δεν είναι υπερβολικό.

– Το βιβλίο σας όπως η ίδια αναφέρετε στην περίληψή του είναι πολυπρόσωπο. Μπορείτε να σκιαγραφήσετε επιγραμματικά τους πρωταγωνιστές σας;

Είναι αλήθεια πως κατά την εξέλιξη της ιστορίας, διακρίνουμε αρκετές προσωπικότητες. Συναντούμε ανθρώπους που αψηφούν τον κίνδυνο προκειμένου να υπερασπιστούν τα συναισθήματά τους, αλλά και ανθρώπους εγκλωβισμένους στα πρέπει και τον ίδιο τους τον εαυτό. Ανθρώπους που υπηρετούν απόλυτα το δίκιο για χάρη της συνείδησής τους και άλλους που θρέφονται από την αδικία. Ανθρώπους που αγαπούν βαθιά και ανιδιοτελώς και άλλους που δεν έμαθαν ποτέ τι σημαίνει η λέξη αγάπη. Ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου, αναπνέει μια μικρή και απόλυτα ολοκληρωμένη κοινωνία.

– «Ένα μυθιστόρημα ποτισμένο με το άρωμα των βουνών της Κρήτης του παρελθόντος», διαβάζω στο οπισθόφυλλο. Αλήθεια σκεφτήκατε ποτέ να επισκεφθείτε την περιοχή που γνωρίστηκε ο Τζάκος και η Εριφύλη και να εισπράξετε αυτό το άρωμα;

Το άρωμα αυτό, το νιώθω ακόμη να με πλημμυρίζει μόλις ο Τζάκος και η Εριφύλη περάσουν από τη σκέψη μου, παρόλο που δεν έχω καταφέρει να βρεθώ στο μέρος που γεννήθηκε η ιστορία τους! Η επιθυμία μου ωστόσο να δω και να νιώσω αυτόν τον τόπο είναι τόσο μεγάλη, που θέλω να πιστεύω πως δεν θα αργήσει πραγματοποιηθεί.

– Η βεντέτα είναι ένα μελανό σημείο καλά ριζωμένο όχι μόνο στην κοινωνία της Κρήτης, ή της Μάνης, αλλά και σε άλλες μεσογειακές χώρες. Από πού αντλήσατε τις πληροφορίες σας γι αυτό;

Ακριβώς επειδή είναι ένα ιδιαίτερο σημείο, θεώρησα χρέος μου να είμαι προσεκτική και να το αντιμετωπίσω με τον σεβασμό που του αρμόζει. Αφιέρωσα πολύ χρόνο αναζητώντας πληροφορίες, τις οποίες εκτός από το διαδίκτυο που είναι πάντοτε ένας σύμμαχος, επέλεξα να αντλήσω και από κάποια βιβλία, τα οποία αναφέρονται στην βεντέτα και την ιστορία της, αναλύοντας και εμβαθύνοντας στην νοοτροπία αυτού του κώδικα τιμής. Ομολογώ πως έμαθα πολλά ενδιαφέροντα πράγματα και η διαδικασία της έρευνας, ήταν ένα από τα γοητευτικότερα κομμάτια του «ταξιδιού» μου.

– Είτε το συναντάμε ως «σκοτεινό έθιμο», είτε ως «νόμο της ανταπόδοσης», αφήνει πίσω του μόνο θύματα. Μπορεί, όμως ένας άγραφος κώδικας τιμής να νικήσει την αγάπη;

Αυτό νομίζω πως εξαρτάται αφενός από το τι είναι κανείς διατεθειμένος να ρισκάρει ή και να χάσει για χάρη της αγάπης και αφετέρου από το τι εννοούμε όταν λέμε πως μια αγάπη έχει ηττηθεί… Εννοούμε πως έπαψε να υπάρχει ή πως παρέμεινε ανεκπλήρωτη; Μια αγάπη που δεν έχει βρει έδαφος να ανθίσει, απλώνει στην καρδιά ρίζες τις οποίες ποτίζει με ελπίδα και όνειρα, προσμένοντας την στιγμή της λύτρωσης. Ακόμη και αν αυτή δεν έρθει μέσω της ένωσης των ανθρώπων, μπορούμε να μιλήσουμε για ήττα όσο οι καρδιές σκιρτούν; Και αντιστοίχως, όταν ένα εμπόδιο, ακόμη κι ένα τόσο ισχυρό όσο ο κώδικας τιμής, κατορθώνει να σβήσει οριστικά αυτό το συναίσθημα, τότε μπορούμε να μιλήσουμε πραγματικά για αγάπη; Η αντοχή της αγάπης μπροστά στο οποιοδήποτε εμπόδιο λοιπόν, είναι ένα πολύπλοκο θέμα και οι απόψεις σίγουρα διίστανται. Στα δικά μου μάτια, η πραγματική αγάπη μένει πάντα αήττητη, όποιος και αν είναι ο αντίπαλος.

– Ο αναγνώστης εισπράττει κάποιο μήνυμα όταν φθάσει στον επίλογο;

Το βιβλίο πραγματεύεται αξίες όπως η οικογένεια, η φιλία, η αγάπη και το πού θα μπορούσε κανείς να φτάσει προκειμένου να τις υπερασπιστεί, σίγουρα θα προβληματίσουν τον αναγνώστη, όσο θα βλέπει τον καθένα από τους ήρωες να παλεύει με τους δικούς του δαίμονες.
Νομίζω ωστόσο, πως δεν είναι από τα βιβλία που κρατούν φυλαγμένο για τον επίλογο το μήνυμά τους. Κάποιος που κρατά την πόρτα της ψυχής του ανοιχτή στα συναισθήματα, θέλω να πιστεύω πως θα έχει αποκομίσει αρκετά ώσπου να διαβάσει την λέξη «Τέλος».

– Πόσο μπορεί να ταυτιστεί ο συγγραφέας με την προσωπικότητα κάποιου από τους πρωταγωνιστές του;

Ο συγγραφέας, μπορεί είτε να ζήσει την απόλυτη ταύτιση με κάποιον ήρωα, είτε να νιώσει την πιο ακραία αντίφαση. Η δυνατότητα που του δίνεται όχι απλά να ταυτιστεί αλλά να σκορπίσει τον εαυτό του ανάμεσα στους ήρωες, είναι από τα στοιχεία που κάνουν την συγγραφή άκρως ενδιαφέρουσα και εθιστική.

– Η εξέλιξη και το τέλος της ιστορίας σας έχει σχέση με την κοινή λογική, με τα προσωπικά σας βιώματα ή με την έμπνευση της στιγμής;

Είναι ένας συνδυασμός όσων αναφέρατε. Τα βιώματα και η λογική του συγγραφέα είναι αδύνατο να μην επηρεάζουν την εξέλιξη της πλοκής. Απλώς πάντοτε «φιλτράρονται» από την έμπνευση και την φαντασία.

– «Τα λαβωμένα σ’ αγαπώ» ήταν η πρώτη σας συγγραφική δουλειά και μάλλον μια καλή αρχή για δημιουργία. Έχετε σκεφτεί το επόμενο συγγραφικό σας βήμα;

Πλησιάζω ήδη προς το τέλος του επόμενου βιβλίου. Είναι ένα εγχείρημα πολύ διαφορετικό από το προηγούμενο, που βίωσα ωστόσο με την ίδια συναισθηματική ένταση, την οποία εύχομαι να νιώσουν και οι αναγνώστες, όταν έρθει η στιγμή να ταξιδέψουν στις σελίδες του.