Συγγραφέας του βιβλίου «Άγραφος νόμος» – Εκδόσεις Ψυχογιός

Μικρές ηρωίδες της καθημερινότητας χαρακτηρίζει η Σόφη Θεοδωρίδου τις γυναίκες της ιστορίας της, που επέλεξαν να μη σκύψουν το κεφάλι και να αποτινάξουν όλα όσα περικλείει ο «Άγραφος νόμος». Με την ιστορία της, μας μεταφέρει σε μια επαρχιακή πόλη, όπου άνδρας και πεθερά είναι οι απόλυτοι κυρίαρχοι της οικογένειας. Εκεί, θα γνωρίσουμε πολλές γυναίκες. Άλλες σκύβουν το κεφάλι και αποδέχονται την απόφαση του άντρα – αφέντη, κάποιες άλλες έχουν τα κότσια να αντιδράσουν αλλά το πληρώνουν ακριβά και κάποιες άλλες περνούν δια της… πλαγίας οδού αυτό που θέλουν. Μιλώντας στο Vivlio-life η συγγραφέας, δίνει μία γεύση από τον απαράβατο άγραφο νόμο: «Η γυναίκα δεν μπορούσε να αντιμιλήσει στον άντρα, ούτε επιτρεπόταν να χαϊδέψει τα παιδιά της μπροστά στα πεθερικά της. Υπήρχε επίσης το έθιμο – άλλοι το κρατούσαν και άλλοι όχι- ότι δε γινόταν να απευθυνθεί στον πεθερό ή στην πεθερά λεκτικά, παρά μόνο με παντομίμες».

  • Σε «μια μικρή επαρχία, όπου κυριαρχούν ο άντρας και η πεθερά», θα βρεθούμε μαζί με τους ήρωες του μυθιστορήματός σας. Η κυριαρχία της πεθεράς συνήθως εξαρτάται από τον «αέρα» που δίνει ο γιος. Συμβαίνει αυτό στην ιστορία σας;
    Εκείνα τα χρόνια ήταν διαφορετικά. Δεν εξαρτιόταν απ’ τον «αέρα» που έδινε η πεθερά στον γιο της. Ο άντρας ήταν κυρίαρχος και δύσκολα τον επηρέαζε η μητέρα του. Η κυριαρχία της πεθεράς απέναντι στη νύφη της ίσχυε διαχρονικά, ή, όπως θα έλεγαν οι άνθρωποι εκείνο τον καιρό, «αναντάμ παπαντάμ». Έτσι το είχαν βρει, έτσι πορεύονταν και δεν διανοούνταν καν να διεκδικήσουν κάτι καλύτερο οι γυναίκες για τον εαυτό τους.
  • Ήταν 1937 όταν η Αιμιλία άφησε πίσω της την Αθήνα, για να ακολουθήσει τον αγαπημένο της στο χωριό του. Ποια ήταν η θέση της γυναίκας στην πρωτεύουσα που άφησε πίσω και ποια θέση την περίμενε στην ελληνική επαρχία, λίγο πριν το τέλος του Μεσοπολέμου;
    Στην πρωτεύουσα και γενικώς στις μεγαλουπόλεις υπήρχαν γυναίκες που αντιδρούσαν στη γυναικεία υποβάθμιση και πάλευαν για ένα καλύτερο μέλλον για κάθε γυναίκα. Ας μην ξεχνάμε την Καλλιρρόη Παρέν ή, αργότερα, την Ελένη Σκούρα, την πρώτη Ελληνίδα που εξελέγη βουλευτής. Αλλά σε γενικές γραμμές για τη μεγάλη μάζα των γυναικών παρόμοια ήταν η κατάσταση και στις μεγαλουπόλεις. Στην επαρχία ήταν απλώς κατά τι πιο υποβαθμισμένη. Υπήρχαν, βέβαια, άντρες στην επαρχία ή στις μεγαλουπόλεις- κατά την άποψή μου ήταν περισσότεροι στις μεγαλουπόλεις- που υπολόγιζαν και σέβονταν τη γνώμη της συζύγου τους, μα αυτοί δεν αρκούσαν για να κάνουν τη διαφορά.
  • Δάμος και Αιμιλία, λοιπόν. Μια μεγάλη αγάπη ή ένα χλιαρό συναίσθημα που οδήγησε σε γάμο;
    Εκ μέρους του Δάμου ήταν όντως μεγάλη αγάπη. Εκ μέρους της Αιμιλίας δε θα το έλεγα. Είχε άσχημη εμπειρία από τον γάμο της Θυμίας και δεν ήθελε να παντρευτεί, αλλά η ευγνωμοσύνη που ένιωθε στο πρόσωπο του Δάμου την έκανε ν’ αλλάξει γνώμη. Το συνειδητοποίησε αυτό όταν ήρθε ο μεγάλος έρωτας.
  • Ανάμεσα στα πρόσωπα που γνωρίζει στη νέα της πατρίδα η Αιμιλία είναι και η Νίνα. «…που έχει τα κότσια να ζήσει τη ζωή της όπως θέλει», γράφετε για κείνη. Η λέξη «κότσια» ποιες έννοιες περιλαμβάνει;
    Με τη λέξη «κότσια» εννοώ θάρρος, τόλμη, γενναιότητα, αποφασιστικότητα. Ακόμη κι όταν της γυρίζουν την πλάτη οι συγχωριανοί της εξαιτίας της συμπεριφοράς της, δεν πτοείται, μα συνεχίζει τη ζωή της όπως κρίνει ότι έπρεπε να είναι. Δυστυχώς, η Νίνα το πληρώνει κάποια στιγμή.
  • Σε μια κοινωνία κλειστή και στενόμυαλη πως μπορεί να επιβιώσει μια γυναίκα, όπως η Σόνια, η Κατινούλα, η Αννίτα και κάθε κορίτσι που έχει όνειρα;
    Θα επιβιώσει συμβιβασμένη και υποταγμένη, αν δεν αντιδράσει. Οι γυναίκες κι οι κοπέλες εκείνης της εποχής συνήθιζαν να μην αντιδρούν, αλλά να σκύβουν το κεφάλι. Η Αννίτα κάποια στιγμή αποτίναξε τα δεσμά της με τη βοήθεια της Αιμιλίας, η οποία θεωρούνταν επαναστάτρια από τους συγχωριανούς της. Η Κατινούλα πάλι περνούσε δια της… πλαγίας οδού στον άντρα της αυτό που ήθελε, όπως έκαναν εκείνα τα χρόνια και πολλές άλλες γυναίκες.
  • Οι γυναίκες ηρωίδες σας, είχαν την τόλμη να υψώσουν το ανάστημά τους και να διεκδικήσουν το αυτονόητο: τη ζωή τους. Πόσο δυνατή αποδείχτηκε η φωνή και η θέλησή τους;
    Εκ του αποτελέσματος, πολύ δυνατή θα έλεγα. Μα υπήρξε και τίμημα. Όπως συνέβη και με τη Νίνα, οι συγχωριανοί τους τους φέρονταν περιφρονητικά και με απαξία. Όμως οι περισσότερες γυναίκες του περίγυρού τους δεν είχαν την τόλμη να διεκδικήσουν το αυτονόητο, όπως λέτε, και να ζήσουν τη ζωή τους όπως την ήθελαν. Και είναι κρίμα που χάθηκαν δίχως να βιώσουν αυτήν την ικανοποίηση που αισθάνεσαι όταν οι επιλογές σου ορίζουν τη ζωή σου.
  • Πόσο δεσμευτική ήταν η ισχύς του άγραφου νόμου την περίοδο που πραγματεύεστε;
    Πολύ μεγάλη. Μην ξεχνάτε ότι ο άγραφος νόμος όριζε να είναι ο άντρας κυρίαρχος κι η γυναίκα να σκύβει το κεφάλι και να αποδέχεται αναντίδραστα την όποια απόφασή του. Παρόλα αυτά, υπήρχαν κάποιες σύζυγοι, όπως η Αιμιλία, που αντέδρασαν σ’ αυτόν τον νόμο, που αποτίναξαν τα δεσμά τους, γυναίκες τις οποίες αποκαλώ «μικρές ηρωίδες της καθημερινότητας».
  • Δώστε μας έναν απαράβατο κανόνα του νόμου που επικρατεί στην επαρχία την οποία επέλεξε να ζήσει η Αιμιλία σας, τη συγκεκριμένη στιγμή.
    Η γυναίκα δεν μπορούσε να αντιμιλήσει στον άντρα, ούτε επιτρεπόταν να χαϊδέψει τα παιδιά της μπροστά στα πεθερικά της. Υπήρχε επίσης το έθιμο – άλλοι το κρατούσαν και άλλοι όχι- ότι δε γινόταν να απευθυνθεί στον πεθερό ή στην πεθερά λεκτικά, παρά μόνο με παντομίμες.
  • Η επόμενη ερώτηση, νομίζω, πως έρχεται αυθόρμητα: Αν μία γυναίκα «παρανομούσε» κι αδιαφορούσε για τους νόμους που επέβαλε η οικογένειά της, με ποια τιμωρία ερχόταν αντιμέτωπη;
    Το σύνηθες ήταν να την εξοστρακίσουν από την κοινωνία τους. Κάποιοι άντρες έδερναν τις γυναίκες τους, για να… βάλουν μυαλό. Υπήρχαν κι οι περιπτώσεις που αυτόν τον ρόλο- να βάλει δηλαδή μυαλό στη νύφη- τον αναλάμβανε ο πεθερός. Όταν συναντούσαν μια γυναίκα που θεωρούσαν, κατά τη γνώμη τους πάντα, ότι δεν τήρησε τον άγραφο νόμο, της γύριζαν την πλάτη, την έφτυναν, την έβριζαν κτλ.
  • Άνδρας εξουσιαστής τη δεκαετία του ΄30 και του ’40. Μήπως δεν μας είναι άγνωστος ο άντρας κυρίαρχος του σπιτιού και μήπως ο «Άγραφος νόμος» τηρείται πίσω από πολλές πόρτες ακόμη και σήμερα;
    Ασφαλώς και υπάρχουν ακόμη τέτοιες περιπτώσεις. Το διαπιστώνουμε όταν παρακολουθούμε τα δελτία ειδήσεων και φρίττουμε. Μην ξεχνάμε και τις γυναίκες που δολοφονούνται από τους συζύγους τους, γιατί θέλουν να τους χωρίσουν. Αλλά σε γενικές γραμμές έχει αλλάξει η κατάσταση.
  • Ανάμεσα σε μικρά και μεγάλα ιστορικά γεγονότα, ανώνυμους κι επώνυμους ήρωες ξεπετάγονται πάντα γυναίκες εποχής που εσείς τις κάνετε πρωταγωνίστριες. Γιατί επιθυμείτε να είναι πάντα έντονο το άρωμα γυναίκας στα μυθιστορήματά σας;
    Σας απαντώ: Γιατί είμαι γυναίκα. Είναι φυσικό να επικεντρώνομαι περισσότερο στους γυναικείους χαρακτήρες, μα δεν πιάνουν διόλου αμελητέο χώρο στα βιβλία μου και οι αντρικοί. Έχω γράψει και τα «Αχνάρια των ξυπόλυτων ποδιών», όπου οι ήρωες είναι άντρες, πατέρας με γιο, και πλαισιώνονται από γυναίκες.
  • Αφιερώνετε το βιβλίο σας «σε όλες τις απλές ανώνυμες γυναίκες που έβαλαν το δικό τους λιθαράκι, ώστε να αλλάξει η κατάσταση». Πιστεύετε πως η λογοτεχνία βάζει το δικό της «λιθαράκι», ώστε να συνδράμει σ΄αυτή την αλλαγή;
    Πιστεύω ότι όντως βάζει το δικό της λιθαράκι η λογοτεχνία. Μην ξεχνάτε ότι οι αναγνώστες ταυτίζονται με τους ήρωες. Και στην περίπτωση που αντιμετωπίζουν παρόμοιες καταστάσεις, πιθανόν να επιλέξουν να αντιδράσουν όπως και οι ήρωες του βιβλίου. Εξάλλου, η λογοτεχνία ως παράγοντας παιδείας «παιδεύει», διαμορφώνει ανθρώπους, γι’ αυτό και καταλαμβάνει ένα σεβαστό χώρο στα εκπαιδευτικά προγράμματα των κρατών.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Μια μικρή επαρχία, όπου κυριαρχούν ο άντρας και η πεθερά. Κορίτσια, που από μικρά ονειρεύονται τον γάμο και εξελίσσονται σε γυναίκες καταπιεσμένες, εξουθενωμένες απ’ τη δουλειά και πικρόχολες. Σ’ αυτή την κοινωνία θα βρεθεί η Αιμιλία, αφήνοντας την πρωτεύουσα το 1937, όταν δέχεται να παντρευτεί τον μουσικό και τραγουδοποιό Δάμο. Στο χωριό του, όπου συμβιώνουν μετά την Ανταλλαγή ντόπιοι και πρόσφυγες, οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους θα την αντιμετωπίσουν με καχυποψία και θα την αποκαλέσουν «η Πρωτευουσιάνα». Εκεί θα γνωρίσει και θα δεθεί με τη Σόνια, τη διάσημη μοδίστρα νυφικών, την προδομένη απ’ τον αρραβωνιαστικό της Κατινούλα, τη νεαρή Αννίτα, που για μια νεανική αμυαλιά υποχρεώνεται να παντρευτεί έναν άντρα που δεν αγαπά, και τη Νίνα, που έχει τα κότσια να ζήσει τη ζωή της όπως θέλει.
Είναι μια εβδομάδα παντρεμένη, όταν η φωτιά, που αφάνισε τις αδελφές της στον Πόντο, της καταστρέφει ξανά τη ζωή. Ο Δάμος την εγκαταλείπει στους γονείς του και πηγαίνει στη Σαλονίκη. Ωστόσο, ο πόλεμος που θα έρθει θα αλλάξει τις ζωές όλων τους καταλυτικά και θ’ ανατρέψει πολλά κατεστημένα.

Τα πρώτα σκιρτήματα αντίστασης γυναικών
που ασφυκτιούν μες στην επαρχιακή κοινωνία στην οποία ζουν,
όπου ο λόγος του άντρα είναι
ΑΓΡΑΦΟΣ ΝΟΜΟΣ.

Βιογραφικό
Η ΣΟΦΗ ΘΕΟΔΩΡΙΔΟΥ κατάγεται από την Αλμωπία, μια μικρή επαρχία του Νομού Πέλλας. Σπούδασε νηπιαγωγός στη Θεσσαλονίκη κι εγκαταστάθηκε κατόπιν στην περιοχή καταγωγής της, όπου διαμένει μέχρι σήμερα με την οικογένειά της. Λατρεύει τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία, και πιστεύει πως η αγάπη της για την τελευταία την οδήγησε τελικά στη συγγραφή