Συγγραφέας του βιβλίου «Παράξενα Πλάσματα» – Εκδόσεις «Ανάτυπο»

Συνήθως οι ανατροπές είναι εκείνο το συστατικό που γοητεύει τους αναγνώστες φανταστικής λογοτεχνίας και τους κρατά σε εγρήγορση. Όταν όμως ο συγγραφέας φροντίζει να έχει ακόμη και ανατροπές μέσα στις ανατροπές και μια σοκαριστική ανατροπή των πάντων ως επίλογο, τότε τα πράγματα αποκτούν άλλο ενδιαφέρον. Αυτό ακριβώς έκανε ο Πέτρος Ευαγγελόπουλος στα «Παράξενα Πλάσματά» του. Όπως λέει στο Vivlio-life, ένας σκοτεινός εφιάλτης έδωσε τροφή στην φαντασία του να πλάσει μια ιστορία με μυστήριο, δράση, αγωνία και σασπένς. Μια ιστορία που από τις πρώτες κιόλας λέξεις της μοιάζει με λαβύρινθο, ο οποίος όσο προχωρά η ανάγνωση «θα επεκτείνεται και θα πάρει επιστημονικές, εγκληματολογικές, ψυχολογικές, ακόμη και μεταφυσικές διαστάσεις…»!

Κεντρικός πρωταγωνιστής του μυθιστορήματός σας είναι ένας άντρας κουρασμένος και καταθλιπτικός, που αποφασίζει να κάνει μια βόλτα στο βουνό τη λάθος νύχτα και το… χειρότερο τη λάθος στιγμή! Ποιος είναι ο Gabriel και πώς συνθέσατε αυτή την προσωπικότητα;
Στην αρχή ο Gabriel δεν είχε όνομα. Δεν είχε παρελθόν ή μέλλον. Δεν υπήρχε καν στο μυαλό μου! Ξεπήδησε ένα βράδυ από έναν σκοτεινό εφιάλτη. Θεώρησα πως το όνειρο που είδα περιείχε ενδιαφέρουσα ατμόσφαιρα και υλικό για μια ιστορία. Συγκεκριμένα, αποτελούσε την πρώτη σκηνή του βιβλίου, όπου το παλιό λεωφορείο ανεβαίνει βασανιστικά αργά, μέσα σε μια αλλόκοτη, έρημη νύχτα, στο βουνό έξω από την πόλη. Καταγράφοντας την επόμενη μέρα το όνειρο στο αρχείο μου, διαπίστωσα πως ήταν κατάλληλο για κάτι πολύ μεγαλύτερο. Και ιδού: Ένα ολόκληρο μυθιστόρημα!

«Ο οποίος έχει ήδη από τα παιδικά του χρόνια εμπειρίες από το παραφυσικό. Ή μήπως είναι τρελός;», διαβάζω στις σημειώσεις σας για τον ήρωά σας. Μπορείτε να μας δώσετε μια γεύση από αυτές τις εμπειρίες;

Σας δίνω ένα απόσπασμα από την Επιστολή Νο. 167, την πέμπτη κατά σειρά από το πακέτο των επιστολών που συνοδεύουν το βιβλίο. Γράφει ο Gabriel σε μια φίλη του – η οποία δε θα παραλάβει ποτέ αυτή την επιστολή:
Το φως αναβόσβησε ξανά στο δωμάτιο. Στα πιο αδύναμα σημεία του τοίχου ο σοβάς ξεκολλά αυτή τη στιγμή και πέφτει. Σαν λεπτή, αρχαία βροχή. Συμβαίνει και σε σένα, αγαπημένη; Το σπίτι σου είναι και σένα ζωντανό; Ανταποκρίνεται μερικές φορές στα αισθήματά σου; Εχθές το απόγευμα ένα μαχαίρι σηκώθηκε και πέταξε προς το μέρος που σκέφτηκα. Το έβλεπα να στέκεται για μια αιώνια στιγμή ακίνητο στον αέρα, βυθίστηκα στην απύθμενη παρατήρηση του γεγονότος, ενόσω κάθε μόριό του δονούνταν μέσα σε τρομερή ένταση. Κι ύστερα εκσφενδονίστηκε με απίστευτο κρότο στον απέναντι τοίχο. Ήμουν θυμωμένος. Δεν μπορώ να θυμηθώ γιατί ήμουν τόσο πολύ θυμωμένος. Συμβαίνουν και σε σένα τέτοια πράγματα, καλή μου φίλη; Ξεχνάς τόσο πολύ; Ίσως τελικά να μην πέταξε εκείνο το μαχαίρι. Ίσως να το πέταξα εγώ και αργότερα πίστεψα ότι…
Ξεχνάω. Δεν πιστεύω πλέον καμιά από τις αναμνήσεις μου.

Ο πρωταγωνιστής σας εν μέσω κινηματογραφικών καταδιώξεων, συγκλονιστικών γεγονότων και δολοφονιών συνειδητοποιεί πως δεν είναι τυχαίος κάτοικος της πόλης που ζει. Περιγράφοντας αυτές τις δυνατές σκηνές, ο αναγνώστης παίρνει απαντήσεις στα ερωτήματα που του δημιουργούνται;
Στο μυθιστόρημα αυτό ο αναγνώστης δεν ακούει τη διήγηση ενός παντογνώστη αφηγητή, αλλά του ίδιου του Gabriel, ο οποίος προσπαθεί να καταλάβει τι του συμβαίνει. Αναπόφευκτα, δεν μπορεί να είναι σίγουρος πόσα από όσα διαβάζει είναι ορθά. Στο Β΄ Μέρος του βιβλίου, με τίτλο «Νέος Κόσμος», θα έχουμε τη συζήτηση άλλων προσώπων και θα ακούσουμε πληροφορίες που δεν ξέραμε. Η απάντηση στο ερώτημά σας είναι Ναι και Όχι: Παίρνει απαντήσεις και λίγο πιο μετά διαπιστώνει πως η πραγματικότητα είναι πολύ πιο πολύπλοκη και μυστηριώδης… Το ταξίδι όμως δε σταματά στο βιβλίο: Συνεχίζεται στις 15 Επιστολές, αλλά και ύστερα στο σίκουελ (το οποίο ήδη γράφεται).

Η επιλογή μιας παραλιακής πόλης του δυτικού Καναδά ήταν τυχαία ή μήπως είχατε τους λόγους σας να τοποθετήσετε εκεί τους πρωταγωνιστές της ιστορίας σας;
Το όνειρο, πάνω στο οποίο βασίστηκε το μυθιστόρημα, δεν ανέφερε κάποιον συγκεκριμένο τόπο. Όμως, λόγω διαφόρων θεμάτων την ιστορίας, δεν μπορούσε η υπόθεση να διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη ή γενικά στην Ελλάδα. Έψαξα κάποιο μέρος στη Βόρεια Ευρώπη, όμως λίγο πιο ύστερα μου ήρθε η ιδέα για τον Καναδά. Γιατί όμως συγκεκριμένα στον Δυτικό; Επειδή ο ανατολικός δε διαθέτει τη μορφολογία του εδάφους ή το κλίμα που περιγράφεται στην ιστορία.

Έρχεται η στιγμή που ο Gabriel αναρωτιέται μήπως όλα συμβαίνουν από τις δικές του κακές σκέψεις. Μιας και στο μυθιστόρημά σας υπάρχει κι ένας ψυχολόγος, τι θα μπορούσε άραγε να μας πει σήμερα; Μπορούν οι κακές σκέψεις να ανατρέψουν τη ζωή μας;
Εννοείται. Οι κακές –και οι καλές– σκέψεις οδηγούν τον άνθρωπο. Βέβαια, οι σκέψεις του Gabriel δεν είναι ακριβώς… σαν τις δικές μας. Μοιάζουν να έχουν άλλη δύναμη και αποτέλεσμα. Φυσικά, όλο αυτό μπορεί να είναι απλά η ιδέα του, καθώς έχει απεγνωσμένη ανάγκη να πιστέψει πως κι αυτός αξίζει. Όσο για τον ψυχολόγο της ιστορίας, αρχίζει ως κλασικός αναλυτής και καθοδηγητής του ασθενή, στη συνέχεια όμως παρασύρεται και πιστεύει τις παράξενες διηγήσεις του…

Το βιβλίο συνοδεύουν δεκαπέντε επιστολές και στο σημείωμά σας προτρέπετε τους αναγνώστες να τις διαβάσουν. Μήπως εκεί κρύβονται οι απαντήσεις που ψάχνουμε;
Οι Επιστολές διευρύνουν τις γνώσεις μας, συζητούν κάποια περιστατικά από άλλες οπτικές γωνίες, εισάγουν νέα πρόσωπα και προφανώς μας δίνουν κάποιες απαντήσεις. Ωστόσο, όπως ισχύει και για το βιβλίο, δημιουργούν νέα ερωτήματα. Ο αναγνώστης θα συναντήσει, ήδη από τον πρόλογο, την έννοια του «λαβύρινθου». Η έννοια αυτή κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης σιγά-σιγά θα επεκτείνεται, θα πάρει επιστημονικές, εγκληματολογικές, ψυχολογικές, ακόμη και μεταφυσικές διαστάσεις. Μάλιστα, με αυτήν την έννοια του Λαβύρινθου θα κλείσει η δέκατη πέμπτη επιστολή, την οποία έστειλε ένας συνταξιούχος δασονόμος, λίγο προτού κάνει την τελευταία του επίσκεψη, νύχτα, στο βουνό, μαζί με τα δύο όπλα του, ώστε να βρει απαντήσεις. Κάτι άλλο βρήκε ωστόσο, και δεν μπόρεσε ποτέ να πει τι…

Τα «Παράξενα πλάσματα», ωστόσο, είναι αυτά που θα μονοπωλήσουν το ενδιαφέρον μας σ’ αυτό το βιβλίο και θα ήθελα να μας τα περιγράψετε.
Τα Παράξενα Πλάσματα παραμένουν απερίγραπτα, ακόμη και ως έννοιες. Στο σίκουελ του μυθιστορήματος θα γίνει μια προσπάθεια. Εξάλλου, δε γνωρίζουμε, ούτε καν ο Gabriel, ο πρωταγωνιστής, αν υπάρχουν καν οποιαδήποτε τέτοια πλάσματα. Μάλιστα ο ίδιος εισάγει κάπου μια παράξενη υπόθεση: Πως η πόλη είναι τελικά το μοναδικό παράξενο πλάσμα, πως έχει ξεχωριστή οντότητα και πως εγκλωβίζει όποιον κατοικεί εκεί…

Ο δολοφόνος (ή οι δολοφόνοι) δεν είναι συνηθισμένος άνθρωπος. Ίσως δεν είναι καν άνθρωπος, κι εδώ πια τα «Παράξενα πλάσματα» θα μπουν για τα καλά στην… ανάγνωση. Καλείστε τώρα εσείς να μας καθησυχάσετε ή να μας κάνετε να τρομάξουμε…
Το να σας καθησυχάσω είναι κάτι που δεν ήταν ποτέ σκοπός μου! Όσο για το αν είναι τρομακτικά όλα αυτά, όσο κι αν το επιθυμώ, νομίζω πως τελικά ο μέσος αναγνώστης, εκτός κι αν δεν έχει διαβάσει άλλα τέτοια κείμενα, μάλλον δε θα τρομάξει. Όμως, αν προσέξει την κάθε λέξη και βυθιστεί στα γραφόμενα, θα πάθει κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον: Θα εγκλωβιστεί σε έναν λαβύρινθο –του δάσους, του νοσοκομείου, της πόλης, τον ψυχικό, τον εξωτερικό, του κόσμου όλου– και θα περιπλανηθεί εκεί επί αιώνες…

Πραγματικά με έκπληξη διάβασα πως τα πλάσματα αυτά δεν ήταν άλλα από τις φιγούρες στις κουρτίνες του σπιτιού του ή στα κεντήματα της μητέρας του Gabriel, τα οποία κοιτούσε μέσα στη μοναξιά του κι έπλαθε ιστορίες για αυτά… Να υποθέσω πως αυτή η έμπνευση ήρθε από δικά σας βιώματα; Ότι κάποια κεντήματα με φιγούρες σας οδήγησαν τη σκέψη σας σ’ αυτήν την πρωτότυπη και ευρηματική, πραγματικά, προσέγγιση;
Πολύ όμορφη ερώτηση! Χαίρομαι που το σκεφτήκατε και το ρωτάτε! Από μικρός πρόσεχα τα κεντήματα της μητέρας μου, όπως περίπου έκανε και ο Gabriel με της δικής του. Πρόσεχα επίσης τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα ή ατέλειες σε δάπεδα, τοίχους ή ταβάνια χώρων στους οποίους έπρεπε να παραμείνω για κάποιο διάστημα. (Η περιπλάνηση του δεκάχρονου τότε Gabriel στην κρυμμένη άβυσσο του νοσοκομείου, έχει κάτι από δικά μου βιώματα.) Ωστόσο η συγγραφική ιδέα προήλθε από ένα διήγημα ενός άλλου συγγραφέα του Ανάτυπου, και φίλου μου, του Κυριάκου Χαλκόπουλου. Νομίζω ήταν ένα, ανέκδοτο ακόμη, κείμενό του που μου έστειλε να διαβάσω και όπου ένας ντετέκτιβ μελετά τις λεπτομέρειες σε μια ταπετσαρία στον τοίχο ενός δωματίου. Εγώ πήρα την ιδέα, την ανέπτυξα πολύ σε ένα άλλο μυθιστόρημά μου (το οποίο ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί) και έπειτα την έφερα και στα «Παράξενα Πλάσματα».

«Αυτή η νύχτα είναι η σπουδαιότερη απ’ όλες τις νύχτες», διαβάζω στο οπισθόφυλλο και θα ήθελα να μας πείτε τι είναι εκείνο που την κάνει διαφορετική από τις άλλες.
Αυτή η νύχτα καλύπτει όλο το Α΄ Μέρος του βιβλίου, με τίτλο «Ανάβαση στο Βουνό της Αιωνιότητας». Σε αυτήν ο Gabriel, και μαζί του κι εμείς, θα καταλάβει πολλά πράγματα από το παρελθόν του και θα κληθεί να επαναπροσδιορίσει τη θέση του απέναντι στη ζωή – αλλά και στον θάνατο…

Σε κάποιες παλαιότερες ταινίες, αλλά και μυθιστορήματα φανταστικού, το 2021 φάνταζε πολύ μακρινό! Τώρα το βλέπουμε πολύ κοντά μας. Λέτε στα χρόνια που μεσολαβούν να ζήσει ο πλανήτης μας ανάλογα γεγονότα και αντί να μιλάμε για φανταστική λογοτεχνία οι συγγραφείς να περιγράφουν αληθινά γεγονότα…;

Αυτό που λέτε, ότι φάνταζε πολύ μακριά ο 21ος αιώνας, είναι και δικό μου βίωμα! Πάντα γοητευτικό φυσικά! Ωστόσο, καθώς διατρέχουμε ήδη αυτόν τον αιώνα, παρατηρούμε, ίσως με κάποια απογοήτευση, όλοι εμείς που κάποτε λατρέψαμε τη λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας, πως τελικά και αυτός ο αιώνας είναι μια επέκταση της γνωστής ζωής των ανθρώπων. Ούτε εξωγήινοι ήρθαν, ούτε απίστευτες εφευρέσεις που κάποτε διαβάζαμε ή βλέπαμε σε εικονογραφημένα περιοδικά έγιναν. Ακόμη τουλάχιστον. Όσο για τα γεγονότα του βιβλίου, δεν πιστεύω –κι ούτε το εύχομαι!– ποτέ να συμβούν…

Η παράταση της αγωνίας και οι ανατροπές είναι το αλατοπίπερο της λογοτεχνίας φανταστικού. Πώς τις διαχειριστήκατε κατά τη συγγραφή;
Προσπαθώ να μη δίνω εύκολα απαντήσεις. Την ίδια ώρα που τις δίνω όμως. Ο αναγνώστης θα πρέπει να επανέλθει και να ξαναδιαβάσει κάποια τμήματα του βιβλίου. Ή να τα ξαναθυμηθεί. Μου αρέσει πάρα πολύ αυτό που λέτε, για την παράταση της αγωνίας, το «σασπένς» με άλλα λόγια. Όσο για τις ανατροπές, φροντίζω να έχω ακόμη και ανατροπές των ανατροπών! Το τέλος του μυθιστορήματος, ας πούμε, είναι μια σοκαριστική ανατροπή των πάντων από μόνο του.

Ποιο άλλο συστατικό χρειάζεται αυτό το είδος για ένα άρτιο συγγραφικό αποτέλεσμα, ώστε να μας κρατήσει σε «επιφυλακή» μέχρι την τελευταία λέξη του επιλόγου;
Εύστοχη ερώτηση! Θα απαντήσω πως υπάρχει κάτι ακόμα, ή μάλλον πολλά ακόμη, τα οποία φροντίζω κι αγωνίζομαι να περιέχει ένα τέτοιο κείμενο: 1) Να διαθέτει την αντίστοιχη υψηλή λογοτεχνία, σαν ένα είδος μεταφυσικού άρματος, το οποίο θα μας μεταφέρει μακριά, στην αλλόκοτη και αιθέρια ατμόσφαιρα της διήγησης. Βλέπετε, δε φτάνει να υπάρχει μια καλή ιστορία∙ χρειάζονται και τα ανάλογα εκφραστικά μέσα. Δε γνωρίζω κατά πόσο το πετυχαίνω. Επιθυμώ ωστόσο ο αναγνώστης μου να μη διαβάζει απλά, αλλά μάλλον να ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ στον χώρο όπου συμβαίνουν όλα. 2) Θα προσθέσω όμως πως προσπαθώ να έχει το κείμενο, εκτός όλων αυτών, και σπουδαία μηνύματα ή νοήματα, για όποιον επιθυμεί να εμβαθύνει σε αυτά.

Έχει να ζηλέψει κάτι η ελληνική φανταστική λογοτεχνία από εκείνη του εξωτερικού;

Ναι. Την αποδοχή! Στο εξωτερικό η λογοτεχνία του Φανταστικού έχει κοινό και απολαμβάνει τον σεβασμό. Ακόμη και όσοι δε διαβάζουν Στίβεν Κινγκ ή Λάβκραφτ ή Τόλκιν, τους θεωρούν σπουδαίους και άξιους για μια θέση στην παγκόσμια ιστορία της Λογοτεχνίας. Στην Ελλάδα όμως, είτε απλά τους αγνοούν είτε, χειρότερα, τους θεωρούν παράξενους. Αυτό το αρνητικό κλίμα έχει επηρεάσει και τον όγκο της παραγωγής του συγκεκριμένου λογοτεχνικού είδους. Παρ’ όλα αυτά, νομίζω ότι οι Έλληνες συγγραφείς έχουν και ταλέντο και ιδέες, ενώ και η Ελλάδα με τις ιδιαιτερότητές της μπορεί να αποτελέσει ένα γοητευτικό σκηνικό για ανάλογες ιστορίες!

Παρατηρώντας το βιογραφικό σας βλέπουμε πως εξαρχής μπήκατε στον συναρπαστικό κόσμο της μυθοπλασίας, ακολουθώντας το μονοπάτι του μυστηρίου, της δράσης και του φανταστικού. Ποια θεματολογία είχε το πρώτο σας βιβλίο;
Το πρώτο μυθιστόρημα λέγεται «Περίπτερο», από τις Εκδόσεις Πηγή, και κινείται κι αυτό στον χώρο του μυστηρίου, του Φανταστικού και του θρίλερ. Πρόκειται για μια μεγάλη και παράξενη ιστορία, η οποία αυτή τη φορά δε διαδραματίζεται σε κάποιον μακρινό τόπο αλλά στην αγαπημένη μου Θεσσαλονίκη. Η ιστορία εκτυλίσσεται με πολλές ανατροπές, καθώς ο πρωταγωνιστής ανακαλύπτει πως γύρω του εξυφαίνονται διάφορες συνωμοσίες και πως κανείς και τίποτε δεν είναι όπως εξαρχής φαινόταν!

Ακριβώς στην ίδια πρόταση διαβάζω πως εξίσου αγαπάτε να κατασκευάζετε σατιρικά κείμενα. Θα μπορούσατε να δουλεύατε δυο αρχεία συγχρόνως; Να επιστρατεύετε δηλαδή το χιούμορ σας ή την ειρωνεία σας από τη μια και από την άλλη να δίνετε μια σκηνή που κόβει την ανάσα μ’ έναν μανιακό δολοφόνο;
Για μένα δεν είναι υποθετική αυτή η πρόταση: Το κάνω ήδη εδώ και χρόνια, να δουλεύω ένα κείμενο με δράση και μυστήριο από τη μια, ενώ ταυτόχρονα γράφω ένα σατιρικό και ανάλαφρο διήγημα ή μια ιστορία με πραγματικά γεγονότα. Μάλιστα κάποτε πήγα το θέμα και πιο μακριά: Έγραψα ένα ολόκληρο μυθιστόρημα (ανέκδοτο ακόμα), όχι ακριβώς μαύρου χιούμορ, αλλά θα έλεγα τρόμου και χιούμορ μαζί, όπου την ώρα που ο αναγνώστης έχει σκάσει στα γέλια, συμβαίνει ξαφνικά κάτι ανατριχιαστικό και του κόβει τη διάθεση!

Τα τελευταία χρόνια διαπιστώνουμε πως τέτοιου είδους βιβλία αποκτούν φανατικούς αναγνώστες αλλά και οι συγγραφείς που τολμούν να τα γράψουν αυξάνονται συνεχώς. Θα μπορούσαμε να πούμε πως τα βιβλία φανταστικού είναι καθαρά αντρική υπόθεση;
Για κάποιον λόγο που δε γνωρίζω, οι γυναίκες συγγραφείς, εκτός κάποιων εξαιρέσεων, δεν προτιμούν να γράφουν κείμενα που να κινούνται στον χώρο του Φανταστικού. Όσο για τους αναγνώστες, συμβαίνει πάλι κάτι παρόμοιο, δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία που τα διαβάζει είναι άντρες. Ωστόσο εγώ επιθυμώ να συνδυάζω στα κείμενά μου, μαζί με τη δράση ή τη σουρεαλιστική φαντασία, τη λογοτεχνία και τα έντονα αισθήματα, οπότε οι γυναίκες, κυρίως εκείνες που δεν είναι «αναγνώστριες της παραλίας» (καταλαβαίνετε τι εννοώ), αγαπούν τα κείμενά μου και με παρακολουθούν!

Τι να περιμένουμε, λοιπόν, στο μέλλον από εσάς;
Αυτή είναι μια ερώτηση που την κάνω κι εγώ συχνά στον εαυτό μου. Η απάντηση που δίνω, αν και δεν ξέρω φυσικά το μέλλον, είναι ότι θα συνεχίσω να γράφω. Και η απόφαση που έχω πάρει πλέον σταθερά, είναι ότι θα γράφω και θα προσφέρω στη λογοτεχνία εκείνο που εκφράζει εμένα, που είναι το όραμά μου, και όχι ό,τι είναι εύκολο ή του συρμού. Ακόμη κι αν κάτι τέτοιο έχει επιπτώσεις…

Λίγα λόγια για το βιβλίο

Έτος 2021. Σε μια παραλιακή μεγαλούπολη του δυτικού Καναδά. Μια σειρά από ανατριχιαστικά εγκλήματα έχει αναστατώσει την πόλη και ολόκληρη τη χώρα. Παράξενα εγκλήματα, σχεδόν μεταφυσικά. Κανένα στοιχείο δεν έχει βρεθεί για τους δράστες. Κι ο πρωταγωνιστής, καταθλιπτικός, κουρασμένος, ανεβαίνει με το τελευταίο λεωφορείο της γραμμής για μια σύντομη βόλτα στο βουνό που υψώνεται πλάι στην πόλη. Αφού κατέβει από το λεωφορείο και βρεθεί ολομόναχος στο έρημο δάσος, θα αντιληφθεί -πολύ αργά- πως έκανε μεγάλο λάθος.
Διότι αυτή τη νύχτα, τη σπουδαιότερη από όλες τις νύχτες, θα κληθεί να παλέψει με μια παράξενη δύναμη που βρίσκεται πέρα από τις ανθρώπινες ικανότητες και γνώσεις. Και να επιλέξει: Αν δέχεται να συμπορευτεί στο έργο της. Ή… να πεθάνει.

Βιογραφικό
Ο Πέτρος Ευαγγελόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1970. Μεγάλωσε και ζει μόνιμα εκεί. Όσον αφορά τη ενασχόλησή του με τη συγγραφή, ποτέ του δε φαντάστηκε ότι πρόκειται να γράψει κάποτε κάτι πέρα από τις εκθέσεις του σχολείου. Πρόκειται οπωσδήποτε για μια απρόσμενη και -αέναα συναρπαστική- εξέλιξη των πραγμάτων. Αν εξαιρέσουμε αρχικά μια πρόσκαιρη, και μάλλον μέτρια, «σταδιοδρομία» του στην ποίηση, η διαδρομή του στην πεζογραφία αποδείχτηκε σαφώς πιο εντυπωσιακή: Δύο σχεδόν δεκαετίες πάλης με τις λέξεις και αρκετές χιλιάδες σελίδες κειμένων, που αγάπησαν οι περισσότεροι από όσους τα διάβασαν. Το 2011 συμμετείχε με ένα διήγημά του στη συλλογή του Φανταστικού με τίτλο «Ακροβάτες δύο κόσμων». Το μυθιστόρημα μυστηρίου «Περίπτερο» κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2012. Προτιμά να γράφει ιστορίες μυστηρίου και δράσης, ωστόσο αγαπά εξίσου να κατασκευάζει σατιρικά κείμενα, αυτοβιογραφικές διηγήσεις, κριτικές καλλιτεχνικών έργων – αλλά κυρίως, και παράλληλα με όλα αυτά, να εξερευνά, ή και να διανοίγει ακόμη, συνεχώς νέα μονοπάτια στον απέραντο κόσμο της συγγραφικής δημιουργίας!