Γράφει: Ο Κώστας Α. Τραχανάς


Σε ένα χωριό της Πιερίας, στους πρόποδες του Ολύμπου, υπήρχε ένα σπίτι δίπλα στο ποτάμι. Ήταν το σπίτι του Γεράσιμου και της Θεοδώρας.
Ο Γεράσιμος πέθανε νωρίς και η Θεοδώρα έμεινε μόνη όταν όλα τα κορίτσια της φύγανε. Σκορπίσανε όλα τα κορίτσια στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι είναι η ψυχή της οικογένειας, είναι η γιαγιά -Θεοδώρα που είχε πέντε κορίτσια (την Μελισσάνθη, την Ασπασία, την Ιουλία, την Πολυξένη την θεατρίνα και την Μαγδαληνή).
Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι αποτελεί ένα σταθερό σημείο αναφοράς για τα πέντε κορίτσια, που τους δένει με τον τόπο που γεννηθήκανε και μεγαλώσανε. Αν και ακολουθήσανε ξεχωριστούς δρόμους (άλλη κυνήγησε τη δόξα, άλλη τον έρωτα άλλη το χρήμα, άλλη…), δεν αποκόψανε τον κορμό από τις ρίζες του, στο σπίτι δίπλα στο ποτάμι ξαναεπιστρέψανε και στη μητέρα τους την Θεοδώρα.


Σαν δωρική κολόνα στητή, αγέρωχη, η Θεοδώρα περίμενε τα παιδιά της να επιστρέψουν και χρειάστηκε να περιμένει είκοσι ολόκληρα χρόνια για να δει το σπίτι της να γεμίζει πάλι από ζωή. Όταν έφυγαν ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω τους όλες, έμεινε ολομόναχη, με τη γιαγιά Ιουλία μόνο στο πλευρό της. Είχε πάψει να ελπίζει στον γυρισμό τους ήταν βέβαιη πως ο θάνατος μόνο θα την αντάμωνε φτηνή παρηγοριά της μοναξιάς της. Γύρισαν όμως, μία μία, με τις ζωές τους ρημαγμένες και μόνο όταν βρέθηκαν στον τόπο τους, μόνο όταν επέστρεψαν στη μήτρα που τις γέννησε και στο σπίτι που τις ανάστησε, κατάφεραν να βρουν τις ισορροπίες τους, να σταθούν και πάλι γερά στα πόδια τους.
Πίσω από τις κόρες, τα εγγόνια. Κυρίως κορίτσια. Η γενιά τους δεν είχε τύχη με τ΄ αρσενικά…
Τώρα και τα παιδιά των κοριτσιών θα σκορπίσουνε και αυτά στους πέντε ανέμους αλλά θα κουβαλάνε μέσα τους το σπίτι δίπλα στο ποτάμι και το ποτάμι.


Η ιστορία πάλι από την αρχή ξεκίνησε…
Το ποτάμι είναι αυτό που κουβαλάνε μέσα τους τα εγγόνια. Ό,τι σκεφτήκανε, ό,τι αποφασίσανε είναι ποτάμι… Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι δεν είναι πέτρες και ξύλα μόνο. Είναι πολύ περισσότερα και όσα βρίσκονται στην ψυχή τους.
Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι έκλεινε μέσα του όλη την αγάπη της γιαγιάς Θεοδώρας…
Όλη η επόμενη γενιά πίστευε ότι μακριά από το σπίτι δίπλα στο ποτάμι δεν υπήρχε καλή ζωή…
Η επόμενη γενιά είναι τρία αγόρια: ο Νικόλας, θετός γιος της Μελισσάνθης από τον γάμο της με τον Δημοσθένη και τα δίδυμα ο Ηλίας και ο Γεράσιμος, παιδιά της Πολυξένης και του Κωνσταντή και τα κορίτσια: η Θεοδώρα της Μαγδαληνής ή Ντόρα, η γιατρός, η Θεοδώρα της Ασπασίας ή Δώρα, η Θεοδώρα της Ιουλίας ή Ρούλα, η Ευανθία της Ιουλίας, η Χαρά της Ιουλίας, η Βασιλική η θετή κόρη της Πολυξένης, η θετή κόρη της Ιουλίας, η Φάϊντα.


Η Ρούλα της Ιουλίας θα παντρευτεί τον Λουκά, ένα τρελό…
Η Ευανθία η τρίτη κόρη της Ιουλίας θα γίνει διάσημη φωτογράφος μόδας.
Η Βασιλική θα γίνει σχεδιάστρια κοσμημάτων.
Ο Αντώνης θα παντρευτεί την Δώρα.
Η Χαρά της Ιουλίας θα ασχοληθεί με ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και θα παντρευτεί τον διάσημο ζωγράφο Ανδρέα.
Μια παρένθετη μητρότητα.
Θα παντρευτούν δύο ξαδέλφια, αλλά δεν υπάρχει συγγένεια εξ αίματος.
Ο θάνατος της Ασπασίας τους διέλυσε όλους. Όσα δεν κατάφεραν τα χρόνια που και οι πέντε κόρες της Θεοδώρας είχαν σκορπίσει το κατάφερε εκείνη η απώλεια. Η αλυσίδα σαν να έσπασε, χώρισαν οι κρίκοι ξεχαρβαλωμένοι. Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι αφετηρία, κάποτε εφαλτήριο και σίγουρα σημείο αναφοράς τους. Όταν, όμως, η γη του Ολύμπου δέχτηκε την Ασπασία, ένας κακόβουλος άνεμος σάρωσε το σύμπαν τους. Καμιά δεν ήθελε να βλέπει την άλλη γιατί δεν άντεχε τον πόνο.
Η γιαγιά Θεοδώρα ήταν η γυναίκα που αναμετρήθηκε με τη μοναξιά και τον θάνατο τόσες φορές, κουβαλώντας με περηφάνια τον σταυρό της. Κι έπρεπε να έρθει η μοίρα να της δώσει τη χαριστική βολή για να ηττηθεί το μυαλό της…


Μια ζωή έδωσε η Θεοδώρα για τα παιδιά της και πέντε έχασε όταν εκείνες την ξέχασαν…
Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι τις τιμώρησε και τις πέντε…
Όλες οι κοπέλες της Θεοδώρας αναζητήσανε έναν παράδεισο που όμως ήδη είχανε. Δεν είναι να απορεί κανείς που έγιναν έτσι οι ζωές τους…
Η γενιά της Θεοδώρας και του Γεράσιμου είχε ριζώσει τώρα πλέον οριστικά και αμετάκλητα. Τα εγγόνια της, αν όχι όλα, τα περισσότερα, εδώ, σε τούτη τη γη, θα συνέχιζαν. Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι θα έστεκε πάντα όρθιο.
Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι ήταν πάντα εκεί. Για πόσο ακόμη;
Σχεδόν δίπλα στο σπίτι ένα ποτάμι κυλούσε ράθυμα χωρίς να βιάζεται, κουβαλώντας κοκκινοκάστανα νερά, ανταριασμένο κι αυτό όπως η φύση. Το ποτάμι κυλά και δεν μπορείς να το σταματήσεις ούτε να του αλλάξεις δρόμο!
Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι ήταν τελικά η μάνα και γιαγιά -Θεοδώρα.
Οι ρίζες του δέντρου πάνε βαθιά στο χώμα. Λίγα κλαριά που έσπασαν δεν μπόρεσαν να ρίξουν ολάκερο το δέντρο…
Το δέντρο του Γεράσιμου και της Θεοδώρας…
Ένα εξαιρετικό βιβλίο που μεταμορφώνει τον εσωτερικό κόσμο του αναγνώστη φυτεύοντας στην ψυχή του βολβούς ομορφιάς, αθωότητας, περίσκεψης και αναζήτησης… Που ξεσηκώνει μέσα του τις πιο οξυδερκείς δυνάμεις, με λέξεις, ήχους, χρώματα, εικόνες, συνθέσεις, σιωπές…
Διαβάστε το.


Η ΛΕΝΑ ΜΑΝΤΑ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη αλλά ήρθε στην Ελλάδα σε μικρή ηλικία. Σπούδασε νηπιαγωγός χωρίς ποτέ να θελήσει να ασκήσει το συγκεκριμένο επάγγελμα. Επί τρία χρόνια είχε δικό της θίασο κουκλοθέατρου, με έργα δικής της συγγραφής. Έχει δημοσιεύσει άρθρα σε τοπικές εφημερίδες και για δύο χρόνια διετέλεσε διευθύντρια προγράμματος σε ραδιοφωνικό σταθμό των βορείων προαστίων. Είναι παντρεμένη, έχει δύο παιδιά και μένει μόνιμα στο Καπανδρίτι. Βραβεύτηκε «Συγγραφέας της Χρονιάς» το 2009 και το 2011 από το περιοδικό Life & Style. To 2016 της απονεμήθηκε το Βραβείο Κοινού των βιβλιοπωλείων PUBLIC, στην κατηγορία «Ηρωίδα-Έμπνευση», για το μυθιστόρημά της ΜΙΑ ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ. Βιβλία της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, στα ιταλικά, στα ισπανικά, στα τουρκικά, στα κινεζικά, στα αλβανικά, στα σερβικά και στα βουλγαρικά, ενώ συνολικά έχουν πουλήσει περισσότερο από 2,3 εκατομμύρια αντίτυπα.