Συγγραφέας του βιβλίου «Το δάκρυ της αλεπούς» – «Εκδόσεις Α.Α.Λιβάνη»

Η αληθινή ιστορία που μας διηγείται η Φωτεινή Πανουργιά ξεκινά από την Καστοριά στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Είναι η ιστορία της γιαγιάς της και αυτή η διαπίστωση κάνει το μυθιστόρημά της πολύ ενδιαφέρον από την πρώτη του σελίδα. Δίπλα στη Στέλλα, λοιπόν, που της έδωσε την έμπνευση, ο Αλεξανδρής, που αποφασίζει να πάρει τον δρόμο της ξενιτειάς, πληγωμένος από έρωτα. Μαθαίνουμε πολλά από το «Δάκρυ της αλεπούς». Όχι μόνο για τη δύσκολη επιβίωση στη δυτική Μακεδονία τα μαύρα χρόνια της υποτέλειας στους Τούρκους αλλά και την επιβίωση από τις ανοιχτές πληγές των ληστρικών επιδρομών των Βούλγαρων. Αυτό, όμως, που σίγουρα μας μένει από την ανάγνωση είναι η έμφαση που δίνει η συγγραφέας στην αλληλεγγύη και την αλληλοϋποστήριξη, μέσα από την οποία όπως λέει στο Vivlio-life «μπορούν οι άνθρωποι να προχωρήσουν και να φτιάξουν καλύτερες κοινωνίες και η λέξη Άνθρωπος να αποκτήσει επίσημα το κεφαλαίο γράμμα και να γίνει κύριο όνομα».

«Μια αληθινή ιστορία» διαβάζουμε στο εξώφυλλο του βιβλίου σας. Πώς έφθασε σε σας και σε ποιο βαθμό χρησιμοποιήθηκε μυθοπλασία;
Δύο είναι οι βασικοί ήρωες του βιβλίου γύρω από τους οποίους κινούνται και άλλα φανταστικά ή πραγματικά ιστορικά πρόσωπα. Ο Αλεξανδρής και η Στέλλα. Η ιστορία της Στέλλας είναι η ζωή της γιαγιάς μου, ενώ ο Αλεξανδρής είναι ο φανταστικός μου ήρωας, αυτός που στην πραγματικότητα με πήρε από το χέρι και μου έμαθε ένα σωρό πράγματα, μου συμπλήρωσε κενά, με ξενάγησε σε ένα άγνωστο κόσμο, με σύστησε σε ανθρώπους που δεν γνώριζα, με έκανε να προβληματιστώ, να συγκινηθώ, να θυμώσω. Η Στέλλα μου συστήθηκε από την αρχή, καθώς στην προσπάθειά μου να βρω λεπτομέρειες που δεν γνώριζα για τη ζωή της, με έμαθε να την διαβάζω με διαφορετικά μάτια, όχι πια σαν μια ανήμπορη γριούλα όπως τη θυμόμουν στα τελευταία της, αλλά σαν μια δυναμική γυναίκα, που παρόλες τις αντιξοότητες, κατόρθωσε να ξεπεράσει τα στενά πλαίσια της εποχής της, με θάρρος και αποφασιστικότητα.


Αν η Στέλλα ήταν το σπίρτο για τη γέννηση αυτού του βιβλίου, ο Αλεξανδρής ήταν η φωτιά που το πυρπόλησε.
Ο Αλεξανδρής γεννήθηκε στην Καστοριά, και πληγωμένος από μια αγάπη που χάνει, φεύγει μετανάστης στην Αμερική. Ήταν ο μόνος λόγος αυτής της μεγάλης απόφασης;

Ο Αλεξανδρής από μικρός έδειχνε να δυσφορεί με τις αντίξοες συνθήκες που ζούσε και ένιωθε να πνίγεται υποταγμένος στις στερήσεις που του επέβαλε η ζωή του στην Καστοριά. Ο έρωτάς του για την κόρη του αφεντικού, τον έκανε από νωρίς να καταλάβει πως δεν θα είχε μέλλον μαζί της αν δεν κατάφερνε να ξεπεράσει τη θέση που τον είχε ρίξει η μοίρα του. Κανένα αφεντικό δεν θα ήθελε για την κόρη του έναν εργάτη και η αγάπη του δεν θα ήταν ποτέ αρκετή για να του επιτρέψουν να σταθεί δίπλα της. Με την αφέλεια της ηλικίας του σκέφτηκε ότι έπρεπε να βρει τρόπο να φτάσει στο ύψος των απαιτήσεων του πατέρα της. Στην Καστοριά δεν θα μπορούσε να τα καταφέρει. Ο μόνος δρόμος, ήταν να φύγει για έναν τόπο που φαινόταν να είναι η γη της επαγγελίας. Αυτός ο τόπος λεγόταν Αμερική.


Καστοριά αρχές του προηγούμενου αιώνα. Ενός αιώνα που σημαδεύτηκε από σπουδαία ιστορικά γεγονότα. Πώς ήταν η ζωή σ’ αυτή τη γωνιά της δυτικής Μακεδονίας τα χρόνια που νιώθει την πρώτη εσωτερική ανησυχία και αναζήτηση ο πρωταγωνιστής σας;
Το καθεστώς υποτέλειας στους Τούρκους και οι αβάσταχτοι φόροι, οι ληστρικές επιδρομές, οι αιματηρές συμπλοκές με τους Βούλγαρους που είχαν «διαφορετικές» απόψεις για το μέλλον της Μακεδονίας και το αίσθημα της απομόνωσης εξαιτίας της πολιτικής της ελεύθερης Ελλάδας και τα παιχνίδια των Μεγάλων Δυνάμεων που προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τις συνθήκες για τα δικά τους συμφέροντα, δημιουργούσαν ένα πλέγμα ανασφάλειας και τρόμου. Βία και τρομοκρατία ήταν η καθημερινότητα των φτωχών ανυπεράσπιστων ανθρώπων, ιδιαίτερα στα ορεινά απομονωμένα χωριά που η επιβίωση γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, κανένα όνειρο δεν μπορούσε να ανθίσει σε αυτά τα μέρη και τον Αλεξανδρή δεν τον χωρούσε ο τόπος του. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τη φτώχεια, τις μηδαμινές ευκαιρίες και την αδικία που ένιωθε από τότε που γεννήθηκε, τον οδήγησαν να πιστεύει ότι έπρεπε κάπου αλλού να αναζητήσει το μέλλον του. Η προδοσία ενός έρωτα ήταν το τελευταίο βαρίδι στη ζυγαριά, που τον όπλισε με δύναμη για να δραπετεύσει σε έναν άλλο τόπο όπου ίσως θα μπορούσε να κυνηγήσει τα όνειρά του. Ήταν το έναυσμα που του έδωσε την τελική ώθηση για να τολμήσει το πιο δύσκολο και παράλογο βήμα.


Εργάτης γούνας ο Αλεξανδρής. Και, εδώ, ανοίγετε ένα μεγάλο κεφάλαιο σχετικά με την παραγωγή γούνας που ανθίζει από τον 14ο αιώνα στην περιοχή. Ένα κεφάλαιο που δεν είναι τόσο λαμπερό, όσο κάποιοι πιστεύουν. Ποια είναι η πραγματικότητα πίσω από τη λάμψη;
Δεν είναι πολύ εύκολο να διακρίνει κάποιος ποια είναι η πραγματικότητα σε αυτές τις εποχές που αναφερόμαστε. Γιατί δεν μπορεί να κρίνει με τις σημερινές συνθήκες το χθες. Το σίγουρο είναι ότι οι εργάτες και γενικά ο φτωχός κόσμος, τότε, όπως και τώρα, είναι πάντα τελευταίοι στις απολαβές. Και αν μάλιστα τη φανταστούμε σε εκείνες τις εποχές που τα εργασιακά δικαιώματα ορίζονταν από την διάθεση των αφεντικών, μπορούμε να κάνουμε εικόνα το σκηνικό. Από τη μια, οι πλούσιοι έμποροι με τα πλούτη τους και τις εξαγωγές στο εξωτερικό που πριμοδοτούσε η καστοριανή τους φήμη και από την άλλη, οι φτωχοί εργάτες που ήταν καταδικασμένοι να ζουν μια ζωή με στερήσεις και μόχθο. Χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και ενδιάμεσες καταστάσεις. Εγώ επέλεξα να δώσω αυτή τη διάσταση στον ήρωά μου, δηλαδή του φτωχού εργάτη, γιατί με ενδιέφερε να δω μέχρι που μπορεί να φτάσει, ποια ήταν τα όριά του και που θα τον οδηγούσαν οι επιλογές του.


Ένας από εκείνους, λοιπόν, που πήραν το δρόμο της ξενιτειάς αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο είναι ο ήρωάς σας. Ποιο ήταν, όμως, το χθες και ποιο το σήμερα που αφήνει πίσω του φεύγοντας;
Η ζωή του Αλεξανδρή ήταν ένας συνεχής αγώνας επιβίωσης που δεν έδινε περιθώρια για να λοξοδρομήσεις από το δρόμο στον οποίο σε είχαν εξαρχής τοποθετήσει από τη γέννησή σου. Ήταν αυτός που ήταν, αλλά μέσα του ήξερε ότι θα μπορούσε να γίνει και κάποιος άλλος. Αυτός ήταν ο στόχος του όταν αποφάσισε να τα αφήσει όλα πίσω του και να ριχτεί στο άγνωστο. Η απογοήτευση από τον χαμένο του έρωτα, του άνοιξε απλώς την πόρτα, η τόλμη του όμως τον έκανε να περάσει το κατώφλι. Γιατί πια ήξερε ότι δεν είχε τίποτα άλλο να χάσει.


Κάποιοι του είπαν πως όταν κατέβει από το πλοίο θα βρει έναν νέο ονειρεμένο κόσμο. Ας δούμε αυτόν τον κόσμο μέσα από τα μάτια του ήρωά σας αλλά και τα συναισθήματα που τον κατακλύζουν.
Πάντα όταν γνωρίζει κανείς έναν καινούργιο τόπο, τα συναισθήματα είναι ανάμικτα. Φόβος και ενθουσιασμός ανακατεμένα στο ίδιο δοχείο. Φόβος για το άγνωστο, για το τι τον περιμένει, πώς θα καταφέρει να επιβιώσει, να βρει δουλειά, να βάλει το κεφάλι του κάτω από ένα κεραμίδι. Πώς θα τον υποδεχτούν, πώς θα του συμπεριφερθούν, αν βρει άλλους ανθρώπους να συναναστραφεί, αν θα υποφέρει από τη μοναξιά του ξένου. Ενθουσιασμός γιατί πλέον ορίζει τη ζωή του σαν ενήλικας, γιατί δεν έχει να απολογείται παρά μόνο στον εαυτό του, γιατί είναι ελεύθερος. Ο Αλεξανδρής βρίσκεται ξαφνικά σε μια πόλη που σε τίποτα δεν θυμίζει την Καστοριά, με τεράστια κτίρια που κρύβουν τον ήλιο, τεράστιους δρόμους, αμάξια, ανθρώπους με διαφορετικές συνήθειες, ντύσιμο, συμπεριφορές. Αλλά ίσως με ένα κοινό σημείο, γνώριμο και οικείο. Τη μυρωδιά και το χρώμα της φτώχειας, κρυμμένο στις φτωχογειτονιές της λαμπρής πόλης. Αυτά μπόρεσε να τα αναγνωρίσει, βρήκε αναπάντεχα μια κοινή ταυτότητα.


Στέλλα. Μια γυναίκα που κουβαλάει τη δική της ιστορία. Δίπλα της ο Αλεξανδρής, αν και πέρα από τον Ατλαντικό, θα βρει και πάλι τη ζεστασιά της αγάπης. Γίνεται λίγο πιο ανεκτή η ξενιτειά όταν ο ένας γίνονται δυο και αντιμετωπίζουν μαζί τα προβλήματα;
Σίγουρα η αγάπη είναι μια ζεστή φωλιά που σε προφυλάσσει. Είναι η μήτρα της μάνας. Και τα προβλήματα γίνονται πιο υποφερτά όταν μοιράζονται. Όταν τα πάντα γύρω σου καταρρέουν, είναι το μόνο στήριγμα όπου θα μπορέσεις να ακουμπήσεις για να μην σε παρασύρουν τα συντρίμμια.


Τι είναι αυτό που τον κάνει, ενώ η καρδιά του και πάλι φτερουγίζει από έρωτα να φύγει για την Ισπανία πολεμώντας ως εθελοντής;
Ο Αλεξανδρής έχει μάθει να ζει αγαπώντας. Δεν υποτάσσεται στο εγώ του αλλά μαθαίνει να ζει μέσα από τον αγώνα του για τους άλλους. Εκείνος πρώτα έμαθε να αγαπά τους άλλους και μετά τον εαυτό του. Και δεν δίστασε να θυσιάσει κομμάτι από τη ζωή του για να προσφέρει. Πιστεύει ότι η συμμετοχή του στον αγώνα κατά του φασισμού, είναι ένα δώρο στους ανθρώπους. Το τίμημα, δηλαδή ο εαυτός του, είναι μικρό σε σχέση με αυτό που μπορεί να προσφέρει στους συνανθρώπους του. Ένας επαναστάτης άλλωστε σαν τον Αλεξανδρή, δεν πιστεύει στην ήττα, θεωρεί την αναχώρησή του προσωρινή γιατί ακόμα έχει τη σιγουριά ότι το δίκιο είναι αυτό που τελικά θα επικρατήσει.


«Ένας συνηθισμένος, φοβισμένος άνθρωπος». Αυτό πριν από το Λάντλοου. Ίσως λίγοι αναγνώστες γνωρίζουν πως εκεί σημειώθηκε μία από τις πιο αιματηρές επιθέσεις στο συνδικαλιστικό κίνημα των Ηνωμένων Πολιτειών. Πώς εμπλέκεται σ’ αυτή την αληθινή ιστορία ο Έλληνας ήρωάς σας;
Μερικές φορές, όταν διαβάζω κάτι ενδιαφέρον, κατά τη δική μου άποψη φυσικά, επιδιώκω να το μεταφέρω και στον αναγνώστη που ίσως δεν το γνωρίζει. Μου αρέσει να το βρίσκω κι εγώ η ίδια σε βιβλία που διαβάζω, γιατί μου δίνουν ένα κίνητρο να ψάχνω βαθύτερα μια καινούργια πληροφορία. Έτσι, θέλησα να κάνω μια παράκαμψη και να στείλω τον ήρωά μου στα ορυχεία του Κολοράντο, όπου δούλεψαν κάτω από σκληρές συνθήκες πολλοί Έλληνες και να αποτίσω έναν μικρό φόρο τιμής στον Λούη Τίκα, αυτόν τον μεγάλο αγωνιστή που λίγοι γνωρίζουν και που έδωσε τη ζωή του στη αιματηρή απεργία των μεταλλωρύχων στο Λάντλοου. Ο Αλεξανδρής, απεγνωσμένος ζητάει δουλειά στα ορυχεία όπου μαθαίνει για άλλη μια φορά, πόσο φθηνή και ασήμαντη είναι η ζωή του εργάτη για τα αφεντικά του. Αλλά μαθαίνει και κάτι άλλο πιο σημαντικό παίρνοντας παράδειγμα από τον Λούη Τίκα. Ότι οι αγώνες για δικαιοσύνη και ισότητα, κερδίζονται με αλληλεγγύη και προσωπικές θυσίες.


«Πριν μετατραπεί απλά σε Άνθρωπο», γράφετε και θα ήθελα το τοποθετηθείτε στο επίρρημα «απλά» και στο κεφαλαίο «Α» στη λέξη άνθρωπο.
Όλοι γνωρίζουμε τα χαρακτηριστικά του Ανθρώπου με “Α” κεφαλαίο. Δεν είναι κάποιο παράξενο ανώτερο ον. Είναι αυτός που ζει με όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, που δεν φοβάται να το κάνει, που επιλέγει να το κάνει. Και αυτό στην πραγματικότητα είναι “απλό” όσο κι αν φαίνεται περίπλοκο. Φτάνει να μη θεωρούμε τους άλλους κατώτερους από μας. Και τότε θα τους φερόμαστε όπως ακριβώς και στον εαυτό μας. Ας μην ξεχνάμε ότι όταν γεννιόμαστε, είμαστε αγνοί, ηρωικοί και ριψοκίνδυνοι. Στην πορεία της ενηλικίωσης, ο φόβος μας κάνει να αλλάξουμε. Ο φόβος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός μας.


Κλείνοντας αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που στάθηκε αφορμή να μάθουμε πράγματα που ίσως οι περισσότεροι δε γνωρίζαμε, πείτε μας αν θα θέλατε να κρατήσουμε κάτι από τη διδακτική ιστορία του Αλεξανδρή και όλων των ανθρώπων που αγωνίστηκαν για τα εργασιακά τους δικαιώματα τι είναι αυτό;
Ο καθένας παίρνει αυτό που θέλει από ένα ανάγνωσμα. Και αυτό που έχει ανάγκη. Εξαρτάται από τα βιώματά του και τις ιδέες του για τη ζωή. Αυτό που εισέπραξα εγώ από αυτό το ταξίδι, είναι ότι δεν φτάνει να ζούμε μόνο με τους άλλους, αλλά να ζούμε και για τους άλλους. Μόνο μέσα από την αλληλοϋποστήριξη, την αλληλεγγύη μπορούν οι άνθρωποι να προχωρήσουν και να φτιάξουν καλύτερες κοινωνίες και η λέξη Άνθρωπος να αποκτήσει επίσημα το κεφαλαίο γράμμα και να γίνει κύριο όνομα.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ο Αλεξανδρής, γεννημένος στην Καστοριά, εργάτης γούνας, πληγωμένος από µια αγάπη που χάνει, φεύγει για την Αμερική για να βρει την τύχη του. Εκεί ένας καινούριος κόσμος θα ανοιχτεί μπροστά του, που θα τον ωριμάσει σταδιακά μέσα από τις αντιξοότητες της ζωής του Έλληνα μετανάστη. Θα χάσει πολλές φορές τη δουλειά του, θα βρεθεί στις δύσκολες μέρες των αιματοβαμμένων απεργιών στα ορυχεία των Ροκφέλερ στο Κολοράντο και θα επιστρέψει στο τέλος στη Νέα Υόρκη πιο φτωχός από ποτέ. Η αγάπη όμως θα ξαναμπεί στη ζωή του. Η Στέλλα, που έχει φτάσει στην Αμερική φεύγοντας από τη Σμύρνη µια ανάσα πριν από την Καταστροφή, κουβαλάει τη δική της ιστορία. Γνωρίζονται και ζουν ευτυχισμένοι. Μέχρι τη στιγμή που ο Αλεξανδρής θα φύγει για την Ισπανία, για να πολεμήσει εθελοντής εναντίον του Φράνκο.
Ένας συνηθισμένος, φοβισμένος άνθρωπος. Αυτό πριν από το Λάντλοου. Πριν μετατραπεί απλά σε Άνθρωπο. Με ό,τι αυτό περιλαμβάνει. Τις χαρές του, τις λύπες του, τη δύναμή του και τις αδυναμίες του. Τον φόβο και την αντρειοσύνη. Τα σωστά και τα λάθη. Όλα αυτά ήρθε η Στέλλα να του τα υπενθυμίσει. Η Στέλλα, που προσπαθούσε να αντεπεξέλθει σ’ έναν άγνωστο κόσμο αφότου την απέκοψαν βάναυσα από τις ρίζες της. Σαν ένα ξεριζωμένο λουλούδι. Η Στέλλα, που ήταν τρομαγμένο πουλί και φάνταζε κύκνος. Ένα ζεστό συναίσθημα τον κατέκλυσε κι ένιωσε έντονη την επιθυμία να την είχε μπροστά του για να μπορέσει να την κλείσει στην αγκαλιά του. Να απλώσει τα δικά του καρβουνιασμένα φτερά γύρω της και να την κάνει να νιώσει ασφαλής. Να της δώσει πίσω τη ζωή που µε βία τής είχαν αρπάξει…

Βιογραφικό
Η Φωτεινή Πανουργιά γεννήθηκε στη Νέα Ιωνία Αττικής και μεγάλωσε στην Κυψέλη, ενώ έζησε αρκετά χρόνια και στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Istituto Universitario Orientale στη Νάπολη της Ιταλίας και έκανε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στον Τομέα της Πολεοδομίας, με έμφαση στη γέννηση και εξέλιξη του προσφυγικού συνοικισμού της Νέας Ιωνίας. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Εργάστηκε για πολλά χρόνια σε διοικητικές θέσεις στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Ασχολήθηκε περιστασιακά με άρθρα και μεταφράσεις για περιοδικά. Είναι παντρεμένη και έχει τρεις κόρες. Πρώτο της βιβλίο, ο “Παράλληλος κόσμος”.