Συγγραφέας του βιβλίου «Οι αγάπες δεν κηδεύονται τις Τρίτες» – Εκδόσεις «Σαββάλας»

Ένας θυελλώδης έρωτας που αγγίζει το όριο της παράνοιας, μια αδιάφορη μέρα, ένα δύσκολο ξημέρωμα, κι ένα όπλο που ίσως φέρει την πολυπόθητη λύτρωση. Υμνώντας την παράφορη καρμική αγάπη, την οποία μιλώντας στο Vivlio-life χαρακτηρίζει αναπόφευκτο προορισμό, ο Χάρης Μαύρος μας συστήνει την Ανθή και τον Στέφανο. Το πάθος τους οδηγεί ένα βήμα πριν τον θάνατο βράδυ Δευτέρας, αλλά ίσως εκείνο το «δεν» στον τίτλο του μυθιστορήματος μας δώσει και την ανατροπή, καθώς σύμφωνα με τον Θεσσαλονικιό συγγραφέα οι αγάπες δεν κηδεύονται τις Τρίτες!

– Και γιατί να μην κηδεύονται οι αγάπες τις Τρίτες; Τι έχει η Τρίτη, δηλαδή; Μια χαρά μέρα δεν είναι;

Σαφώς και η Τρίτη είναι μια όμορφη μέρα σαν όλες τις άλλες, ωστόσο όπως αναφέρεται στο βιβλίο η Τρίτη έχει την ιδιαιτερότητα να μην είναι μια σημαντική μέρα. Αμέσως μετά τη Δευτέρα που οι περισσότεροι μισούν μιας και σημαίνει την εκκίνηση μιας εργασιακής εβδομάδας –ή σήμαινε τουλάχιστον προ κρίσης-, χωρίς να είναι αγαπημένη όπως η Παρασκευή ή το Σαββάτο, χωρίς να προκαλεί τη θλίψη της Κυριακής, η Τρίτη επιλέχθηκε σημειολογικά ως σημείο αναφοράς, αφού η ιστορία σε επίπεδο παρόντος εξελίσσεται Δευτέρα βράδυ προς Τρίτη ξημερώματα.

-Πάντως η λέξη «κηδεύονται» στο εξώφυλλο του βιβλίου μας παραπέμπει σε κάτι στενάχωρο.  Είναι έτσι; Θα στεναχωρηθούμε με τους πρωταγωνιστές σας;

Η λέξη είναι μεν στενάχωρη, ωστόσο προηγείται ένα «δεν» που αφήνει πιθανότητες αισιοδοξίας. Είναι ένας τίτλος που φέρει δύο λέξεις με ιδιαίτερη βαρύτητα, αν σκεφτούμε και τη λέξη «αγάπες». Κρύβει τη ζωή και τον θάνατο, τη χαρά και τη στεναχώρια, κάτι που θα σας μεταφέρουν και οι πρωταγωνιστές του βιβλίου συναισθηματικά, αφού σκοπός μου σε κάθε βιβλίο είναι ο κάθε ήρωας να φέρει μια αλήθεια ρεαλιστική και απτή. Και η στεναχώρια ως συναίσθημα είναι κομμάτι της ζωής του κάθε ανθρώπου.

-Ανθή. Μια 47χρονη γυναίκα ερωτευμένη μ’ έναν 25χρονο. Καθόλου ασυνήθιστο στις μέρες μας, ωστόσο για τους περισσότερους είναι μια σχέση ανάρμοστη. To μυθιστόρημά σας μήπως είναι αυστηρά ακατάλληλο για συντηρητικούς αναγνώστες;

Η δική μου τοποθέτηση είναι πως σαφώς όχι, αν κρίνω και από την ιδιαίτερα θετική αποδοχή που έλαβε το μυθιστόρημα από το αναγνωστικό κοινό. Ο συντηρητισμός είναι μια έννοια σχετική εξάλλου. Η σχέση των δύο ερωτευμένων αυτών ανθρώπων αποδίδεται με τέτοιον τρόπο, ώστε ο αναγνώστης να κατανοήσει όλες τις παραμέτρους και να του καλλιεργηθεί η ενσυναίσθηση ως προς τις επιλογές του κάθε προσώπου.

-Όπως διευκρινίζετε στο οπισθόφυλλο, το βιβλίο αυτό είναι ύμνος στην παράφορη καρμική αγάπη. Πόσες λέξεις χρειάζεστε για να μας δώσετε τον ορισμό αυτής της αγάπης; (Εννοώ φυσικά τις λιγότερες που σας δίνει η δυνατότητα της ελληνικής γλώσσας). Ιδανικά θα προτιμούσα μια έως δυο λέξεις.

Αναπόφευκτος προορισμός.

-Μια καρμική αγάπη χρειάζεται δύναμη για να σηκώσει στις «πλάτες» της ψυχής της, τις πίκρες, την αγωνία, την πλήρη συναισθηματική εξάρτηση. Όλη αυτή η περίπλοκη και συνήθως ακραία κατάσταση μήπως αγγίζει τα όρια της παράνοιας; Τι θα μας έλεγαν άραγε ο Στέφανος και η Ανθή αν κάθονταν τώρα απέναντί μας;

Η Ανθή, ένα πρόσωπο γνώριμο, αντιπροσωπεύει τη μέση γυναίκα που έχει αγγίξει τα πενήντα. Περισσότερο λογική, παλεύει με τα συναισθήματα που της ξυπνά ο παρορμητικός και παράλογα για την εποχή αισιόδοξος Στέφανος. Αν κάθονταν απέναντί μας τώρα, σίγουρα ο Στέφανος θα γελούσε και η Ανθή θα κοκκίνιζε, ενώ θα ήταν πιασμένοι χέρι – χέρι. Ο μεν Στέφανος θα υπερασπιζόταν τις κινήσεις του ως απόλυτα φυσιολογικές κινήσεις ενός ερωτευμένου, η δε Ανθή θα σας επιβεβαίωνε ότι η υπερβολή αυτή του Στέφανου, που όντως ξεπερνούσε τα όρια της λογικής, πολλές φορές ήταν ίσως και ένα από τα προτερήματά του, ένα από εκείνα τα στοιχεία που υποσυνείδητα την έφεραν κοντά του.

-Όταν η συγγραφική σας έμπνευση οδήγησε τα βήματα του ενός στο κατόπι του άλλου είχατε σκεφτεί ήδη το τέλος της ιστορίας σας;

Πάντα γνωρίζω το τέλος της ιστορίας από την αρχή της συγγραφής ενός έργου. Είναι πολύ πιθανόν στην πορεία της συγγραφής κάποια ενδιάμεσα γεγονότα να διαφοροποιηθούν με τρόπο μαγικό, ωστόσο ποτέ δεν έχω ξεφύγει από τέλος που έχω σκεφτεί αρχικά για την ιστορία μου.

-Πολεμήσατε μέσα σας για το τέλος; Σκεφθήκατε κάθε πιθανή επιλογή για να καταλήξετε στη συγκεκριμένη;

Το τέλος έρχεται στα βιβλία μου ως μορφή πεπρωμένου. Όσο και αν σκέφτηκα άλλες εκδοχές για τους δύο ήρωες, ήταν αδύνατον να ξεφύγω όπως σας προείπα απ’ την αρχική μου τοποθέτηση για την πορεία της σχέσης τους.

-Η μοίρα αυτών των δυο ανθρώπων ήταν προδιαγεγραμμένη. Άλλωστε συνωμότησε το σύμπαν για να συναντηθούν και να χαθούν στη δίνη του έρωτα. Εσείς πιστεύετε στο κάρμα;

Πιστεύω στο κάρμα, φυσικά. Όχι ακριβώς με τη στενή θρησκειολογική του έννοια, αλλά περισσότερο με την έννοια που το χρησιμοποιούμε όλοι μας, την έννοια του πεπρωμένου. Η πίστη μου για τη ζωή είναι πως όλα είναι μια μίξη πεπρωμένου και τύχης, όπου οι επιλογές έχουν τελικά μηδαμινό ρόλο. Το θέμα της επιλογής αποτελεί συχνά θέμα προβληματισμού στα βιβλία μου.

-Η προσωπική σας άποψη γι’ αυτήν τη σχέση, γίνεται εμφανής στο κείμενό σας; Κατευθύνετε, δηλαδή, τον αναγνώστη ν’ αποδεχτεί ή να απορρίψει αυτή τη σχέση; Τι μηνύματα αναγνωστών έχετε λάβει;

Οι αναγνώστες με χαροποιούν πάντα όταν μου λένε ότι ένιωσαν ελεύθεροι να αποδεχτούν ή όχι τους ήρωες, να τους συμπαθήσουν ή να τους αντιπαθήσουν. Μέχρι στιγμής δεν έχω τοποθετηθεί ποτέ υπέρ ή κατά κάποιου ήρωα, αν και στο βιβλίο που γράφω τώρα είναι η πρώτη φορά που θα είμαι αυστηρός με τους ήρωές μου.

-Χωράνε σε μια παθιασμένη αγάπη οι κοινωνικοί συμβιβασμοί και τα ηθικά διλήμματα;

Αν υπάρχουν κοινωνικοί συμβιβασμοί και ηθικά διλήμματα, τότε σίγουρα δε μένει χώρος για πάθος.

-Άραγε δικαιούμαστε να ζήσουμε τουλάχιστον μια φορά, ο καθένας από εμάς, μια τόσο μεγάλη αγάπη;

Δε δικαιούμαστε απλά, είναι υποχρέωση απέναντι στους εαυτούς μας να ζήσουμε κάτι τόσο θυελλώδες.

-Πάμε, τώρα, στο πρώτο σας βιβλίο: «Μέχρι {τις} τέσσερις». Αυτό που καλείστε να μας διευκρινίσετε είναι, όχι το αισθησιακό σύμπλεγμα με τα τέσσερα πρόσωπα του εξωφύλλου αλλά οι αγκύλες στον τίτλο. Μήπως όλη η ουσία κρύβεται εκεί μέσα…;

Ίσως η ουσία να κρύβεται έξω από αυτές στο «μέχρι τέσσερις», έτσι ώστε ο τίτλος σημειολογικά να υποδείξει πως οι μεγάλοι έρωτες δεν μπόρεσαν και δε θα μπορέσουν ποτέ να στριμωχτούν σε οποιεσδήποτε αγκύλες –κοινωνικές, ατομικές, χρονικές, γεωγραφικές.

-Πρέπει να σας ομολογήσω, πως ένας λόγος που θεώρησα ότι ήταν πρόκληση μια συνέντευξη μαζί σας ήταν όταν διάβασα κάπου ότι σας κουράζουν τα σύντομα βιογραφικά σημειώματα και πως σας αρέσουν τα άσπρα γλυκά (τα βρίσκω υπέροχα και τα δυο). Ας ξεκινήσω από το δεύτερο; Αν σας πρόσφερα τώρα μια «κολασμένη» σοκολατένια απόλαυση θα λέγατε όχι;

Φυσικά και θα τη δεχόμουν, ωστόσο οι προτιμήσεις είναι προτιμήσεις και παραμένω σταθερός σε αυτές, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι δεύτερες επιλογές είναι απορριπτέες. Εξάλλου, ένα σοκολατένιο γλυκό είναι καλύτερο από ένα ανύπαρκτο γλυκό.

-Το ότι σας κουράζουν τα σύντομα βιογραφικά σημαίνει πως στο «αυτί» των βιβλίων σας όσο και να θέλουμε να μάθουμε από πού είστε και από πού κρατά η… σκούφια σας δε θα βρούμε τίποτε;

Τα βιογραφικά σημειώματα με κουράζουν, ακριβώς όπως θα με κούραζε κάποια θορυβώδης εγωιστική δήλωση. Ωστόσο, όλο αυτό δεν έχει να κάνει με μια διάθεση απόκρυψης στοιχείων για τη ζωή μου, αλλά με την αξία που θέλω να δώσω στο βιβλίο ως προτεραιότητα: ό,τι έχω να πω, το λέω με τη γραφή μου. Αυτό θεωρώ πως πρέπει να αφορά τον αναγνώστη και όχι η προσωπική μου ζωή.

-Διαπίστωσα πως έχετε μια πολύ καλή επαφή με τους διαδικτυακούς σας φίλους. Θεωρείτε πως το internet και οι δυνατότητές του είναι ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια των συγγραφέων;

Είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας, καλώς ή κακώς στις μέρες μας και διαφήμισης. Δε θεωρώ ωστόσο πως το δίκτυο μπορεί να μετατρέψει ένα ανειλικρινές βιβλίο σε ειλικρινές, όσο digital marketing και αν το στηρίζει.

-Μιας και μιλάμε για διαδίκτυο… Καθώς σας γράφω τις ερωτήσεις στην οθόνη μου «πετιούνται» από το πουθενά διάφορες διαφημίσεις – ειδήσεις – ανοησίες. Το ίδιο συμβαίνει και όταν γράφω γενικά. Τι κάνετε όταν το βλέπετε να συμβαίνει σε κάποια στιγμή που είστε αφοσιωμένος στο συγγραφικό σκηνικό που έχετε στήσει;

Γράφω συνήθως σε χαρτί, οπότε είναι λίγο απίθανο να μου συμβεί κάτι τέτοιο. Επίσης, στον υπολογιστή μου έχω αποκλείσει όλου του είδους τις ειδοποιήσεις, οπότε το ίδιο θα συμβούλευα φιλικά και σε εσάς.

-Αυτό το «πονηρό θηλυκό, κατεργάρα γυναίκα» – η γατούλα σας εννοώ που εσείς την αποκαλείτε έτσι – είναι μέρος της διαδικασίας ανάμεσα σε σας και τους ήρωές σας; Είναι πηγή έμπνευσης; Είναι καλή συντροφιά όταν συνομιλείτε με τους πρωταγωνιστές σας;

Η γατούλα μου ίσως είναι το μοναδικό πράγμα που αποζητά την προσοχή μου όσο γράφω, αλλά το κάνει τόσο διακριτικά που απλά λαμβάνω τη θετική της αύρα -και αυτό κάνει την όλη διαδικασία ακόμη πιο ευχάριστη. Όχι, δεν αποτελεί πηγή έμπνευσης, τουλάχιστον σε παροντικό επίπεδο.

-Μετά από δυο βιβλία με ιδιαίτερους τίτλους και εξώφυλλα τι ετοιμάζετε για τους φίλους αναγνώστες σας;

Έχουν πέσει οι υπογραφές για ένα βιβλίο με πολύ ιδιαίτερο τίτλο και αυτό, ωστόσο με αρκετά διαφορετικό περιεχόμενο απ’ τα άλλα δύο. Προσωπικά, νομίζω πως έχει μια δυναμική που γκρεμίζει κατεστημένα και αποδομεί την εικόνα που έχουμε για την κοινωνία γενικότερα. Ελπίζω να το έχουμε σύντομα στα χέρια μας -με ένα επίσης ιδιαίτερο εξώφυλλο.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Βράδυ Δευτέρας. Ο ένας απέναντι στον άλλον, παγωμένες εκφράσεις, τη στιγμή που η κρύα κάννη ενός όπλου ανάμεσά τους προκαλεί αμφιβολίες αν η Τρίτη θα ξημερώσει και για τους δύο.
Κάποτε, τα λιγοστά βράδια που έμεναν μαζί ξημέρωναν αλλιώς. Τα κορμιά τους μπλέκονταν μεταξύ τους και οι καυτές ανάσες τους μύρωναν τον έρωτά τους. Δεν υπήρχε καμιά θέση για πόνο και αμφιβολία. Η αγκαλιά τους ήταν ο πιο ασφαλής τόπος του κόσμου.
Εκείνη μια γυναίκα παντρεμένη, με δύο παιδιά, λίγο πριν τα πενήντα της χρόνια. Ένας γάμος χωρίς το χάδι του έρωτα πια, παρά μόνο με συμβιβασμούς και τεράστια οικονομικά προβλήματα, που την είχαν οδηγήσει στο όριο της φτώχειας.
Εκείνος μόλις είκοσι πέντε, άνεργος, αναγκασμένος να ζει με τη μικρή –παράξενη– αδελφή του και έναν πατέρα που γνωρίζει καλά πώς να τους δυναστεύει, μέσω της οικονομικής του κυριαρχίας.

Ένας ύμνος στην παράφορη καρμική αγάπη, στην αγάπη που αγγίζει το όριο της παράνοιας, στην αγάπη που φτάνει ένα βήμα πριν τον θάνατο.

Βιογραφικό
Ο Χάρης Μαύρος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1983. Τον κουράζουν τα βιογραφικά σημειώματα, γιατί δεν έχει καταλάβει μέχρι σήμερα τι αποδεικνύουν. Του αρέσει η ζωγραφική, η μουσική και η συγγραφή – αναρωτιέται αν τους αρέσει κι εκείνος. Έχει αδυναμία στα λευκά γλυκά και στα ταξίδια.