Συγγραφέας του βιβλίου «Ο καιρός του χρόνου» – Εκδόσεις «Επίκεντρο»

Ήταν άνοιξη του 1959, όταν τραβήχτηκε η ασπρόμαυρη φωτογραφία που επέλεξε για το εξώφυλλο του νέου του βιβλίου ο Χρίστος Ζαφείρης. Όσοι τον γνωρίζουμε από τη σημαντική πορεία του στη δημοσιογραφία, εύκολα τον αναγνωρίζουμε ανάμεσα στην εφηβική παρέα, που απολαμβάνει το φτωχικό γεύμα της σχολικής εκδρομής. Πολλά από αυτά τα οποία κατέγραψε στη μνήμη από εκείνα τα ανέμελα χρόνια μέχρι σήμερα, τα συμπεριέλαβε στην έκδοσή του, αντιμετωπίζοντας τον εγκλεισμό της καραντίνας ως αντικαταθλιπτική ενασχόληση του νου και των χεριών. «Δεν έκανα όμως ξεκαθάρισμα βιωμάτων από την πληθώρα της μνήμης. Τα ίδια τα βιώματα κανόνισαν την ιεραρχία και ποια θα βγουν στην επιφάνεια. Απλώς εγώ τα έβαλα σε έναν χρονολογικό άξονα για να διευκολύνω την εξέλιξη της αφήγησης και τον αναγνώστη». Με κάποιους από τους φίλους της φωτογραφίας, συνεχίζει να έχει επαφές, με κάποιους χάθηκε. «Ελπίζω να είναι καλά και το βιβλίο να γίνει αφορμή να συναντηθούμε και πάλι σε ένα απολαυστικό πικνικ γερόντων, πριν μας καταπιεί ο βύθιος δράκων… Κάνω και από τον ιστότοπό σας έκκληση για μια προσεχή συνάντησή μας», λέει στο Vivlio-life και ευχόμαστε η επιθυμία του αυτή να πραγματοποιηθεί σύντομα.

Αναζητώντας πληροφορίες για τον ιδιαίτερο τίτλο του βιβλίου σας βρέθηκα να διαβάζω τη δική σας διευκρίνιση πως «έχει την αφετηρία του σε επιγραφή αλληγορικής τοιχογραφίας του 18ου αιώνα, γεμάτης πικρή ειρωνεία για τη μοίρα του ανθρώπου, σε εκκλησία της Τσαριτσάνης Ελασσόνας, όπου εικονίζεται ο τροχός της ανθρώπινης ζωής». Θέλετε να μας δώσετε κάποια περισσότερα στοιχεία για τον αλληγορικό αυτό τίτλο;
Η παράσταση αυτή απεικονίζει τον τροχό της ανθρώπινης ζωής, από τη γέννηση του ανθρώπου ως τον θάνατό του. Στην τοιχογραφία ο άνθρωπος ανεβαίνει με νεανικές μορφές ως τα σαράντα, όπου εικονίζεται να κάθεται σε θρόνο σαν βασιλιάς με σκήπτρο, και μετά παίρνει τον κατήφορο και φτάνει ως γέροντας στον δράκοντα που τον καταπίνει, στον θάνατο. Είναι χαρακτηριστική η φράση στην τελευταία μορφή της εικόνας πριν από το τέλος της ζωής του: «ούτε ήμουν ούτε εφάνηκα», που εξηγεί τη ματαιότητα του βίου. Η λέξη «καιρός» στα αρχαία και βυζαντινά χρόνια σήμαινε την ευκαιρία, την κατάλληλη στιγμή που είχε ο άνθρωπος για να αξιοποιήσει όσο γίνεται καλύτερα τον χρόνο για τον εαυτό του. Έτσι όλες οι παράμετροι και οι σημασίες του τίτλου της τοιχογραφίας και του βιβλίου ταιριάζουν και στα δικά μου μέτρα, στον δικό μου χρονοτροχό, πώς έζησα και τι ευκαιρίες συνάντησα. Το νόημα της εικόνας είναι παρόμοιο με το βιογραφικό περιεχόμενο του βιβλίου μου.

Ας έρθουμε στο εξώφυλλο. Παρατηρώντας τα πρόσωπα της φθαρμένης φωτογραφίας, εκείνοι που σας γνωρίζουν καταλαβαίνουν πως είστε το αγόρι της πρώτης σειράς που ακουμπά στο δεξί του αγκώνα. Πότε και πού τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία;
Τραβήχτηκε την άνοιξη του 1959, όταν ήμουν στη Β΄ τάξη του Γυμνασίου Ελασσόνας, σε μια ημερήσια εκδρομή του σχολείου, σε ένα μπαΐρι τρία χιλιόμετρα ανατολικά της πόλης. Την έβγαλε ο Φάνης Μελεμενάκης, ο καλός φωτογράφος της Ελασσόνας στη εικοσαετία του 1950-1970. Ο Φάνης ακολουθούσε τις σχολικές εκδρομές και φωτογράφιζε παρέες, πρόσωπα και στιγμιότυπα. Στο φωτογραφείο του έβγαζε και ωραία μαθητικά πορτρέτα. Διατηρώ και εγώ μια «εβδομαδιαία» φωτογραφία του με μαθητικό πηλήκιο που μου θυμίζει τα μαθητικά μου χρόνια.

Ένας πλανόδιος φωτογράφος, ένα υπαίθριο πικνικ, έξι νεαρά αγόρια, που με κάνουν να θέλω να μάθω περισσότερα για εκείνη τη μέρα εκδρομής. Όπως, τι περιλάμβανε το γεύμα σας στην εξοχή, ποιο θέμα συζήτησης κυριαρχούσε, πού βρισκόταν όλα αυτά τα χρόνια η φωτογραφία και τι σας έκανε να την επιλέξετε για εξώφυλλο.
Όπως δείχνει και η φωτογραφία, το γεύμα ήταν απλό και λιτοδίαιτο, τα συνήθη διαθέσιμα τρόφιμα της φτώχειας: τυρί, ψωμί, αυγά, σαλάμι και ίσως κεφτέδες. Και οι έξι καταγόμαστε από χωριά και δεν είχαμε τη μάνα μας για να μας ετοιμάσει το ζεμπίλι της εκδρομής. Όσο για τη συζήτηση, μην περιμένεις κάτι ιδιαίτερο στο κεφάτο κλίμα της εκδρομής, ήταν κουβέντες επικαιρότητας πασπαλισμένες με πλάκες και χιούμορ που κάναμε μεταξύ μας. Η φωτογραφία ήταν για χρόνια ξεχασμένη στο αμπαλαρισμένο φωτογραφικό αρχείο μου. Την ανακάλυψα πρόσφατα ψάχνοντας για την εικονογράφηση του εξωφύλλου του «Καιρού του Χρόνου». Με συγκίνησε το νοσταλγικό θέμα της, ενδεικτικό μιας άλλης εποχής, και την επέλεξα.

Οι νεαροί της φωτογραφίας σίγουρα είχαν όνειρα και προσδοκίες. Αλήθεια ποια ήταν τα όνειρα ενός έφηβου την εποχή που οι φωτογραφίες ήταν ακόμη ασπρόμαυρες;
Να αποτινάξουν τη φτώχεια και τη μιζέρια με όχημα τη μόρφωση και τις σπουδές. Αυτό ήταν το όνειρο των συμμαθητών μου, των νέων της ελληνικής επαρχίας κατά την εικοσαετία 1950-1970, να αλλάξουν τη ζωή τους. Και το κατάφεραν. Με χίλιες στερήσεις των ίδιων και της οικογένειας πραγματοποίησαν το νεανικό τους όνειρο.

Τα πρόσωπα της φωτογραφίας συνεχίζουν να υπάρχουν στη ζωή σας;
Δυστυχώς χαθήκαμε στους διαφορετικούς δρόμους που πήραμε. Μόνο με δύο από τους συμπατριώτες της φωτογραφίας, που ήταν μεγαλύτεροί μου, τον Νίκο Φαρμάκη, γιατρό, αντιστασιακό κατά της δικτατορίας και υπουργό στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ (ο πρώτος αριστερά) και τον Θόδωρο Ζέρβα, δάσκαλο (πίσω στη μέση) είχα ως πριν από λίγα χρόνια κάποιες συμπτωματικές συναντήσεις. Πέρασαν άλλωστε 62 χρόνια (!) από το κλικ της φωτογραφίας και …«μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται». Ελπίζω να είναι καλά και το βιβλίο να γίνει αφορμή να συναντηθούμε και πάλι σε ένα απολαυστικό πικνικ γερόντων, πριν μας καταπιεί ο βύθιος δράκων… Κάνω και από τον ιστότοπό σας έκκληση για μια προσεχή συνάντησή μας.

«Τα πιο πολλά κείμενα του βιβλίου γράφτηκαν στη διάρκεια της δίχρονης καραντίνας ως αντικαταθλιπτική ενασχόληση του νου και των χεριών κατά της μάστιγας του κορονοϊού», γράφετε. Τελικά τα κατάφερε ο covid; Δημιούργησε για σας θετικό περιβάλλον και τις προϋποθέσεις για ψυχική και σωματική υγεία;
Ναι. Στις μέρες της μάστιγας και του εγκλεισμού μας, ο αναστοχασμός για την ανασύνταξη της ζωής μου και η πειθαναγκαστική διεργασία της μνήμης να θυμηθεί απωθημένα στη λήθη γεγονότα και βιώματα, ήταν σωτήρια επιλογή. Γράφοντας τις ενθυμήσεις μου με γαλήνευαν και μου έδιναν κουράγιο. Στάθηκαν επίσης παρήγορες για μένα και επικοινωνιακές με τους συνέγκλειστους, καθώς τα κείμενα τα έστελνα σε φίλους ως μηνύματα καλώς έχειν και ευψυχίας με αμοιβαίες συνέπειες υπομονής και θάρρους. Ναι, η ανάκληση της μνήμης και η καταφυγή στο απωθημένο παρελθόν μου με κράτησε νηφάλιο.

«Σπαράγματα με γεγονότα, μνήμες και βιώματα από τον δικό μου χρονοτροχό της ζωής περιλαμβάνουν τα 18 αφηγήματα της συλλογής», διαβάζω. Με ποιο κριτήριο καταλήξατε στα συγκεκριμένα, πόσα αφήσατε εκτός και αν σας δινόταν σήμερα η ευκαιρία ποιο αφήγημα θα προσθέτατε;
Ήταν όπως γράφω «σπαράγματα (κομμάτια) και σπαραγμοί της ξοδεμένης ζωής», δεν συνιστούν συνολική αυτοβιογραφία. Δεν έκανα όμως ξεκαθάρισμα βιωμάτων από την πληθώρα της μνήμης. Τα ίδια τα βιώματα κανόνισαν την ιεραρχία και ποια θα βγουν στην επιφάνεια. Απλώς εγώ τα έβαλα σε έναν χρονολογικό άξονα για να διευκολύνω την εξέλιξη της αφήγησης και τον αναγνώστη. Με στροβιλίζουν και άλλα «παραπονεμένα» σπαράγματα στο μυαλό μου, ίσως ωριμάσει στο μέλλον μια δημοσιοποίησή τους.

«Τα φίδια που με ζώνουν», είναι ο τίτλος του τρίτου σας αφηγήματος. Άλλος ένας αλληγορικός τίτλος;
Στο συγκεκριμένο αφήγημα μιλώ για τα φυσικά φίδια που μπλέχτηκαν στη ζωή μου. Έξω από τις σελίδες του βιβλίου όμως δεν παύουν να «με ζώνουν τα φίδια», όχι άνθρωποι βέβαια, αλλά σκέψεις της γεροντικής ηλικίας για το θαύμα της ανθρώπινης ύπαρξης και το αναπότρεπτο τέλος της, για το επέκεινα της ζωής και του κόσμου…

Αλήθεια πώς ήταν τα «Φοιτητικά δωμάτια του Εξήντα», ώστε να αποκτήσουν τη δική τους θέση στο βιβλίο σας;
Ήταν ένας μικρός κύκλος ζωής με μνήμες και εμπειρίες που προεικόνισαν τον μεγάλο κύκλο της. Ήταν παράλληλα μια τοπογραφία της Θεσσαλονίκης με τα παραδοσιακά σπίτια και τα ελκυστικά νεόδμητα που απώθησαν τις παλιές αξίες της ανοιχτής γειτονιάς και της ανθρώπινης συγκατοίκησης. Δεν νοσταλγώτα φοιτητικά δωμάτια, αλλά με συγκινούν ακόμη γιατί μαζί με μένα στέγασαν έρωτες, χαρές, όνειρα και στερήσεις που με άνδρωσαν.

«Η δημοσιογραφική θητεία επί χούντας», σίγουρα ενδιαφέρει ως αφήγημα τους ανθρώπους του Τύπου σήμερα. Δώστε μας μια εικόνα αυτής της θητείας και της λογοκρισίας που τη συνόδευε, όπως τη βιώσατε εσείς.
Οι δημοσιογράφοι στην περίοδο της χούντας, όσοι τουλάχιστο τίμησαν τη δεοντολογία του επαγγέλματος να υπηρετήσουν την αλήθεια και την αντικειμενική ενημέρωση, αντιμετώπισαν σκληρή μεταχείριση από το δικτατορικό καθεστώς, που οδηγούσε σε συλλήψεις και παραπομπή στα στρατοδικεία. Προσωπικά απειλήθηκα αρκετές φορές, κρατήθηκα σε απομόνωση πάνω από ένα μήνα και τελικά, με πίεση των χουντικών προς τον εκδότη, απολύθηκα από την εφημερίδα ‘’Θεσσαλονίκη’’ όπου δούλευα. Όμως πέρα από την τραυματική εμπειρία, υπήρξε η προσωπική ικανοποίηση ότι η αξιοπρεπής επαγγελματική στάση μου κατά της στυγνής δικτατορίας βοήθησε, κατά δύναμη, το λαϊκό συμφέρον, τη δημοκρατία και την ελευθερία.

«Μισός αιώνας φιλίας με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο». Και μόνο ο τίτλος του αφηγήματος λέει πολλά. Θέλετε να μοιραστείτε με τους φίλους του Vivlio-life κάποια στιγμή μαζί του και να μας πείτε ποιο απ’ τα αποφθέγματά του επηρέασε τη ζωή σας;
Τη χαρά που ένιωσα όταν πείστηκε, με τους δικούς του όρους, να κατέβει στην Αθήνα, για πρώτη φορά, στην παρουσίαση του τεύχους του λογοτεχνικό περιοδικού «Παρατηρητής» που ήταν αφιερωμένο στο έργο του. Στη συνέντευξη γοήτευσε τους δημοσιογράφους που του αφιέρωσαν εκτενή και αποθεωτικά ρεπορτάζ από τα λεγόμενά του και τα καυστικά σχόλια για πρόσωπα και πράγματα της λογοτεχνικής επικαιρότητας. Ταξιδέψαμε νύχτα οδικώς –δεν έμπαινε σε αεροπλάνο- με οδηγό τον εκδότη Πέτρο Παπασαραντόπουλο, φτάσαμε ασφαλείς στην ώρα μας και επιστρέψαμε αυθημερόν στη Θεσσαλονίκη… Όσο για τα αποφθέγματά του που με τσιγκλούν είναι το περίφημο μανιφέστο του «Εναντίον» (Είμαι εναντίον κάθε τιμητικής διάκρισης απ’ όπου κι αν προέρχεται, και άλλων πολλών) και αυτό που χαράχτηκε στον τάφο του: «Και τι δεν κάνατε να με θάψετε,/ όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος».

Το τελευταίο σας αφήγημα έχει τον τίτλο «Έτσι έζησα κι ονειρεύτηκα: μια ραδιοφωνική βιογραφία». Κάνοντας έναν απολογισμό ζωής θεωρείτε πως τελικά εκείνο το αγόρι της ασπρόμαυρης φωτογραφίας έζησε ό, τι ονειρεύτηκε;
Ναι, παρά τα δύσκολα χρόνια και τις στερήσεις, σπούδασα, έζησα καλά κι έφτασα στα γεράματα με αγωνιστική και αισιόδοξη διάθεση, με αξιοπρέπεια, χωρίς υποχωρήσεις και συμβιβασμούς. Κρατήθηκα με καλή υγεία, επαγγελματική πληρότητα και οικογενειακή ευτυχία. Ναι, το φτωχόπαιδο από την Κρανιά Ελασσόνας στο τέλος του χρονοτροχού του δικαιούται να αισθάνεται περήφανο για την πορεία της ζωής του.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Τα πιο πολλά κείμενα του βιβλίου γράφτηκαν στη διάρκεια της δίχρονης καραντίνας ως αντικαταθλιπτική ενασχόληση του νου και των χεριών κατά της μάστιγας του κορονοϊού. Τα έγραφα και τα έστελνα με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο σε φίλους ως χαιρετίσματα και σήματα ζωής. Έτσι βγήκαν από τα πακτωμένα πηγάδια της ψυχής μνήμες, εμπειρίες και βιώματα από τα παιδικά χρόνια στο χωριό, το σχολείο, τον στρατό, το πανεπιστήμιο, τη δικτατορία, τη δημοσιογραφία, τη συγγραφή, τις περιπέτειες της ζωής. Το σώμα τους δεν συνιστά αυτοβιογραφία, αλλά σκόρπια σπαράγματα και σπαραγμούς της ξοδεμένης ζωής. Θεωρώ πως τα κείμενα αυτά δεν περιορίζονται μόνο σε προσωπικές και αδιάφορες για τον πολύ κόσμο βιογραφικές αναφορές, αλλά καταγράφουν μέσα από το προσωπικό βλέμμα και βίωμα τον κοινωνικό και πολιτικό περίγυρο της εποχής που διατρέχει το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Ο τίτλος του βιβλίου έχει την αφετηρία του σε επιγραφή αλληγορικής τοιχογραφίας του 18ου αιώνα, γεμάτης πικρή ειρωνεία για τη μοίρα του ανθρώπου, σε εκκλησία της Τσαριτσάνης Ελασσόνας, όπου εικονίζεται ο τροχός της ανθρώπινης ζωής. Σπαράγματα με γεγονότα, μνήμες και βιώματα από τον δικό μου χρονοτροχό της ζωής περιλαμβάνουν τα 18 αφηγήματα της συλλογής Ο καιρός του χρόνου που κρατάτε στα χέρια σας.

Βιογραφικό
Ο Χρίστος Ζαφείρης γεννήθηκε το 1945 στην Κρανιά Ελασσόνας και ζει από το 1963 στη Θεσσαλονίκη. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Αρχαιολογίας και Τέχνης του ΑΠΘ, δημοσιογράφος, μέλος της ΕΣΗΕΜ-Θ. Εργάστηκε στις εφημερίδες “Θεσσαλονίκη”, “Εγνατία”, “Βήμα” και “Νέα”. Διατέλεσε διευθυντής σύνταξης στον “Αγγελιοφόρο της Κυριακής” και αναπληρωτής διευθυντής της κυριακάτικης έκδοσης και του “Αγγελιοφόρου”. Αρθρογραφούσε ως τον Απρίλιο του 2010 στον “Αγγελιοφόρο της Κυριακής”, στον οποίο έγραφε και μια σελίδα με ιστορικά θέματα και πρόσωπα της Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε επίσης στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο (ΕΡΤ, ΕΤ3, “95,8 FΜ”, “Ράδιο-Παρατηρητής”) με εκπομπές λόγου και ντοκιμαντέρ για τον ελληνισμό της διασποράς, τη Βόρεια Ελλάδα και ιδιαίτερα τη Θεσσαλονίκη. Ασχολείται ιδιαίτερα με τη μελέτη της τοπιογραφίας, ιστορίας και προσωπογραφίας της Θεσσαλονίκης. Για τη Θεσσαλονίκη και το μείζονα ελληνισμό. Γνωστό βιβλίο του, που έγινε και τηλεοπτική σειρά ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ, είναι ο “Βαλκάνιος πραματευτής”. Έχει συνδικαλιστική συμμετοχή στον επαγγελματικό του χώρο (μέλος Δ.Σ. ΕΣΗΕΜ-Θ και ΠΟΕΣΤ) και σήμερα είναι αντιπρόεδρος του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΜ-Θ, όπου έχει επιμεληθεί τρεις μεγάλες εκθέσεις του για τους πρώτους Έλληνες δημοσιογράφους Μαρκίδες Πούλιου και τον παράνομο Τύπο της Εθνικής Αντίστασης και της Δικτατορίας. Το 2005 πήρε το βραβείο του Ιδρύματος Μπότση. Εργάστηκε επίσης στη μέση εκπαίδευση ως φιλόλογος και στον τομέα των εκδόσεων. Συνταξιοδοτήθηκε το 2006 και συνεχίζει με τη συγγραφή.