Στην αρχή των αδελφών Καραµαζώφ ο Ντοστογιέφσκι αναφέρεται σε µια
κοπέλα, “απόγονο της τελευταίας ροµαντικής γενιάς” η οποία αυτοκτόνησε
πέφτοντας σε έναν γκρεµό “µόνο και µόνο για να µιµηθεί την Οφηλία του
Σαίξπηρ”. Φυσικά, µε την φαντασία της, είχε πλάσει την Οφηλία σαν κάτι που
δεν ήταν. Με την σειρά µου δίνω στην κοπέλα αυτή ζωή µε έναν χαρακτήρα που
δεν της ανήκε ποτέ.

Εάν διαβάζεις αυτές τις λέξεις σηµαίνει πως είµαι νεκρή.
Δεν θελω να πιστέψεις πως δεν ήµουν ευχαριστηµένη µε την ζωή µου ή πως κάποιος
µε πλήγωσε. Δεν είναι κανενός το λάθος παρά δικό µου, και χρησιµοποιώ την λέξη
λάθος γιατί αυτό θα σκεφτείς.

Η νεαρή γυναίκα άφησε το βλέµµα της να ταξιδέψει στα ορµητικά νερά και τις
µυτερές, γκρι πέτρες.
Δεν ήταν λυπηµένη ή σε απόγνωση αλλά αρκετά ευχαριστηµένη. Επιτέλους, είχε
συνειδητοποιήσει.

Αποφάσισα να αυτοκτονήσω πέφτοντας στον γκρεµό, τσακίζοντας το σώµα µου στα
βράχια, βυθιζόµενη στα κρύα νερά. Αναρωτιέστε τον λόγο. Μα γιατί πρέπει πάντα να
υπάρχει λόγος; Και επέτρεψέ µου να σου θέσω ένα ερώτηµα. Γιατί ζεις; Όσο απλό κι
αν φαίνεται, δεν είναι.”

Έσπρωξε πίσω τα µαλλιά της, πήρε το βιβλίο στα χέρια της και χαµογέλασε. Ήξερε
πως κανείς ποτέ δεν θα µπορούσε να κατανοήσει την ίδια ούτε τον θάνατό της, ήξερε
πως απλά θα αντιδρούσαν φυσιολογικά.
Αχ, αυτό το φυσιολογικά, πόσο το µισούσε.

Έχεις ένα ένστικτο επιβίωσης, γι’ αυτό ζεις. Η απάντηση είναι τόσο απλή. Χωρίς αυτό
το ένστικτο, τα πάντα θα έχαναν το νόηµά τους. Και άφησέ µε να σε ρωτήσω και κάτι
ακόµη, έχεις καλύτερο λόγο να είσαι ζωντανός από το ποιο ζωώδες κοµµάτι του
χαρακτήρα σου;
Πιστεύεις αλήθεια πως είσαι ‘κάποιος’; Όχι, δεν είσαι. Ζούµε σ’ εναν πλανήτη σαν
εκατοµµύρια άλλους πλανήτες, σ’ ενα σύµπαν που είναι τεράστιο, ατέλειωτο, ίσως.
Γιατί είµαστε εδώ;

Η γυναίκα ανέπνευσε βαθειά την µυρωδιά του καθαρού αέρα.
Ένιωθε πως βρισκόταν σε µια παράξενη αρµονία µε τις σκέψεις της και τον κόσµο
αυτό. Σαν σε όνειρο, µε βλέµµα υπνωτισµένο κοίταξε πέρα από τον γκρεµό.

Χωρίς λόγο. Έχουµε δηµιουργηθεί χωρίς λόγο. Δεν ξέρουµε την αρχή, δεν ξέρουµε το
τέλος. Θα καταστραφούµε, όλα πεθαίνουν, όλα τελειώνουν. Και µετά το τέλος µας τι θα
είµαστε; Τίποτα. Τίποτα δεν θα µείνει, όλα θα συντριβούν και θα ξεχαστούν. Τίποτα
δεν θα µείνει να θυµίζει στο σύµπαν το ότι κάποτε υπήρχαµε. Και γιατί να το ένοιαζε το
σύµπαν;

Έσφιξε το βιβλίο πάνω της και άφησε το σώµα της να πέσει στον γκρεµό.
Ο άνεµος ούρλιαζε στ’ αυτιά της, δεν µπορούσε ούτε να ακούσει τα νερά από κάτω.
Το τέλος πλησίαζε, το ήξερε. Αλλά ήταν το τέλος; Η µόνο η αρχή;

Το σύµπαν δεν το νοιάζει. Το σύµπαν δεν το νοιάζει για τίποτα και ω – τι ειρωνεία.
Όλα τα µικρά δράµατα, όλα τα δάκρυα, όλη η χαρά. Τι είναι αυτά στο σύµπαν;
Απολύτως τίποτα. Είναι παγωµένο, άκαρδο και άδικο.
Και εάν είχε συνείδηση θα παρακολουθούσε µε ένα ειρωνικό χαµόγελο, συντρίβοντάς
µας ακόµη περισσότερο, µόνο για να νιώσει την ευχαρίστηση ενός καλού δράµατος.

Το νερό άγγιξε το πρόσωπό της, προσπάθησε να µην αφήσει το βιβλίο να πέσει.
Μπορούσε τώρα να καταλάβει την ειρωνεία.
Πόσο ήταν ειρωνικό το σύµπαν, αλήθεια!

Όλες οι µικρές ζωές µας, όλοι οι µικροί φόβοι µας, όλες οι µικρές ελπίδες και τα
όνειρα. Τι είναι; Τίποτα. Απολύτως τίποτα. Αλλάζουµε κάτι; Όχι, όχι δεν αλλάζουµε.
Απλά ζούµε και πεθαίνουµε, όπως κάθετί άλλο. Καταστρώνουµε όλοι σχέδια,
πιστεύουµε πως έχουµε τον έλεγχο των πραγµάτων.
Και µετά, κάτι ξεφεύγει λίγο από το πρόγραµµα. Μπουµ! Πανικός! Όλοι τρελαίνονται!
Όλα γίνονται χάος!
Ω, και ξέρεις τι είναι ωραίο µε το χάος;
Είναι δίκαιο.

Σκεφτόταν όλους τους ανθρώπους που πίστευαν πως τους ανήκε. Τους ανθρώπους
που την διέταζαν. Τώρα ήταν µόνο αυτή και ο µανιασµένες άνεµος.
Μόνο αυτή και τα ορµητικά νερά. Μόνο αυτή και οι πέτρες από κάτω της.
Όσο δυνατά κι αν φυσάει ο άνεµος, το βουνό δεν µπορεί να υποκύψει.

Γιατί ζούµε, τότε; Γιατί κάνουµε σχέδια; Γιατί ζούµε όλο αυτό το δράµα;
Είµαστε προγραµµατισµένοι να το κάνουµε; Φτιάχνουµε ιστορίες, σκεφτόµαστε.
Φιλοσοφία, Μαθηµατικά, Φυσική. Να κάνουµε τι; Να κατανοήσουµε τι;
Για να ελέγξουµε πράγµατα; Δεν µπορούµε, αγαπητέ µου, κανείς δεν µπορεί.

Η νέα γυναίκα πλησίαζε τώρα στο τέλος της διαδροµής, δεν αισθανόταν τον πόνο
που προκαλούσε ο δυνατός άνεµος. Σκέφτηκε την ζωή που άφηνε πίσω της,
σκέφτηκε πόσο µάταια ήταν όλα αυτά. Αλλά δεν µπορούσε να πετάξει, φτερούγες
δεν θα ξεδιπλώνονταν για να την σώσουν. Δεν είχε καταλάβει µέχρι τώρα. Ήταν
αργά, όµως. Πέθαινε για µια ιδέα, για µια σκέψη. Το σώµα της τσακίστηκε σ’ ένα
βράχο, αίµα ανάβλυσε. Κόκκινο σαν το πάθος και τον θυµό. Ακόµη κι αυτό,
σκέφτηκε, ακόµη και η αυτοκτονία µου, πρέπει να είναι ένα τόσο ειρωνικό δράµα.
Ένα τόσο… περιττό γεγονός.

Όλα είναι ασήµαντα. Τα πάντα είναι µικρά, βαρετά και άχρηστα.
Δεν µπορείτε να καταλάβετε, το ξέρω. Η οµορφιά της ζωής, λένε. Όχι, δεν είναι. Απλά
είναι δραµατική. Είναι απλά ειρωνική. Κι όσο για την κοινωνία; Τίποτα παραπάνω
από ένα παιχνίδι. Ένα τρελό, αρρωστηµένο, παιχνίδι µίµησης.

Φυσικά, δεν µπορούσαν να καταλάβουν. Γνώριζε πως θα προσπαθήσουν όλοι να
βρουν το κίνητρό της για την αυτοκτονία. Μα γιατί πρέπει πάντα να υπάρχει ένα
κίνητρο;
Κάποιοι θα στεναχωρηθούν, άλλοι όχι. Τι ειρωνικό.
Το σώµα της έπεσε στα βράχια ξανά, ο πόνος ήταν τώρα µεγαλύτερος.
Δεν ούρλιαξε, δεν έκανε τίποτα. Απλά κρατούσε το βιβλίο και έπεφτε, σκεφτόταν,
κατανοούσε…

Πέφτω στα νερά σαν µια άλλη Οφηλία του Σαίξπηρ. Αφήνω τον εαυτό µου να
πεθάνει, όχι εξαιτίας του δράµατος, αλλά εξαιτίας της ειρωνίας. Κι αυτό είναι. Αυτό
είναι το τέλος.
Τι σκέψεις άραγε περνούν απ’το µυαλό σου, αναρρωτιέµαι. Όχι, όχι, δεν αναρωτιέµαι.
Τώρα δεν κάνω τίποτα. Απλά κοίτοµαι εκεί, στα νερά, µε το βιβλίο δίπλα µου. Τον
Άµλετ του Σαίξπηρ στα χέρια µου. Για πάντα παγιδευµένη.

Έπεσε στο ποτάµι, το σώµα της συντρίφθηκε, το αίµα ανακατεύτηκε µε τα καθάρια,
κρύα νερά.
Το βιβλίο ήταν εκεί, µαζί της, µέχρι το τέλος. Γιατί, τι είµαστε στο τέλος;
Μονάχα δραµατικές, ειρωνικές ιστορίες.
Ονειρευτές, σε ένα ατελείωτο, σκληρόκαρδο σύµπαν.