Ποιο παιδί δεν θα ήθελε να έχει για παρέα ένα πιστό σκυλί, μια τεράστια αγελάδα και μια Ξωθιά; Ο μικρός Καλός ή Καλλίνικος ή Νίκος, τα έχει και τα τρία και μάλιστα από τα πρώτα δύσκολα χρόνια της ζωής του. Όμως δεν τα έχει για να παίζει, δεν γνωρίζει τι θα πει παιχνίδι. Ζει για να δουλεύει και να κάνει θελήματα για την κακιά μητριά, καθώς το χάδι της μάνας δεν πρόλαβε να το γευτεί, δεν το θυμάται καν. Μα και κείνο του πατέρα έχει χαθεί κάτω από το απλανές βλέμμα, το ακίνητο, ανήμπορο σώμα που βρίσκεται μόνιμα παρατημένο σε μια κουνιστή πολυθρόνα, η οποία μπορεί να έπεσε και από τον ουρανό, ποιος μπορεί να ξέρει;


Γράμματα δεν έμαθε, δεν είχε φίλους παρά μονάχα την Ξωθιά του, τη νεράιδα που μόνο εκείνος είχε τη δυνατότητα να βλέπει, να συνομιλεί και να τον συμβουλεύει ή να τον παρακινεί να προχωρήσει στη ζωή του, να μην αφήσει ούτε μέρα να περάσει άλλη άπραγος. Εκείνη του έκανε το πρώτο του δώρο, ένα παράξενο βιβλίο, κι ας μην ήξερε γράμματα, κι ας μην μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει τις εικόνες. Κι ένα κομμάτι από το φουστάνι της που θα γινόταν κάποτε ένα μαντίλι, ένα κόκκινο μαντίλι!


Αντέχει πολλά, δεν φοβάται και τολμάει να τα βάλει ακόμη και με την κακία προσωποποιημένη, τη μοχθηρή μητριά που τον έχει σαν δούλο και τον κακομεταχειρίζεται. Ώσπου αποφασίζει να πάρει τη ζωή στα χέρια του και ξεκινάει για ένα ταξίδι στην μεγάλη πόλη, την Κώμη με μόνη συντροφιά την μισότυφλη αγελάδα του, τον πιστό του σκύλο και φυσικά την Ξωθιά του, η οποία μόνιμα καπνίζει τα περίεργα τσιγάρα της, όπου μέσα στον καπνό της ο Καλός μπορεί να δει εικόνες από ένα μακρινό μέλλον, οι οποίες δεν καταλαβαίνει τι μπορεί να σημαίνουν. Πεινάει όμως κι έτσι αποφασίζει να κλέψει για να μπορέσει να γεμίσει όχι μόνο το δικό του στομάχι μα και του σκύλου του. Κι εκεί είναι που αλλάζει για τα καλά η ζωή του.


Οι δύο τεράστιες φιγούρες που βλέπει όταν ανοίγει τα μάτια του φαίνονται απειλητικές στο παιδικό του μυαλό, μα ακόμη δεν ξέρει να ξεχωρίζει ποιος θέλει το καλό του και ποιος όχι. Και αποδεικνύονται εκείνοι οι φύλακες άγγελοί του. Τον παίρνουν στο μαγαζί τους, του δίνουν δουλειά, ένα χώρο να κοιμάται, πάντα αγκαλιά με το σκύλο του και εκεί που έχει βρει τις ισορροπίες του, έρχεται να χτυπήσει ο έρωτας την πόρτα της καρδιάς του.
Συναντάει τη Λέλα, που θα γίνει η Λέλα του, η μόνη και παντοτινή αγάπη της ζωής του. Αποκτάει μια οικογένεια κοντά της, σεβασμό και αγάπη από όλους στην μικρή πόλη. Ανδρώνεται και ονειρεύεται να ζήσει για πάντα μαζί της, εκεί στο μικρό μπακάλικο, με τους δίδυμους φύλακές του. Δεν έχει μέσα του μίσος, δεν ξέρει από κακία κι ας ήταν τα μόνα που είχε γνωρίσει στα πρώτα χρόνια της ζωής του.


Κι όμως, πρέπει όλα αυτά να τα αφήσει πίσω του, το πεπρωμένο του είναι να πάει να προσφέρει ό,τι μπορεί, να πολεμήσει με όποιο τρόπο χρειαστεί στον Μεγάλο Πόλεμο μα και αργότερα, στη Σμύρνη. Πριν φύγει όμως, μόλις λίγες ώρες πριν μπει στο λεωφορείο που θα τον πάρει μακριά από τους αγαπημένους του, προλαβαίνουν να τον παντρέψουν με ένα δανεικό τεράστιο κοστούμι και να φωτογραφηθούν όλοι μαζί, έτσι για να μείνει στο χρόνο αυτή η στιγμή, να αιχμαλωτίσει όλες τις φιγούρες που θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην μετέπειτα πορεία του.


Και βρίσκεται στο μέτωπο με όπλο την μαγειρική του. Είναι αυτός που θα πρέπει να μαγειρεύει για τους ανήμπορους στρατιώτες, με όποιο μέσο διαθέτει, ακόμη και με το τίποτα να γεμίσει το καζάνι του και δεν αποχωρίζεται ποτέ την ποδιά που έχει τα εργαλεία της δουλειάς του μα και το δώρο της Ξωθιάς του, ένα βιβλίο μαγικό, διαφορετικό. Και ένα ακόμη δώρο, το μαχαίρι που του έδωσε πριν φύγει για τον πόλεμο ένας άνθρωπος που κανείς δεν ήξερε τίποτε γι’ αυτόν. Σημαντικά όλα αυτά τα ασήμαντα πράγματα για τον Καλλίνικο που το καθένα θα παίξει τον δικό του ρόλο όταν χρειαστεί και θα καταφέρει να του σώσει τη ζωή και να γυρίσει πίσω στην Λέλα του, στην κόρη που δεν είχε προλάβει να δει, στους δίδυμους που τον αγάπησαν περισσότερο και από τον εαυτό τους.


Περιγραφές σκληρές, τόσο αληθινές και συνάμα συγκλονιστικές οι σκηνές του πολέμου με το λόγο του συγγραφέα να συγκινεί βαθιά τον αναγνώστη. Σκηνές που θα στιγματίσουν τη ζωή του παιδιού που έγινε άντρας χωρίς να το καταλάβει, θα τον κυνηγάνε και θα τον κρατάνε ξύπνιο τη νύχτα και που η πένα του Κυριάκου Αθανασιάδη έχει αποτυπώσει με ιδιαίτερο τρόπο. Ώσπου κάποτε επιστρέφει πίσω, η ζωή του πλέον δεν απειλείται, στεριώνει για τα καλά, αποκτάει πολλά παιδιά, ζει με άνεση, κάνει σχέδια να μεγαλώσει την επιχείρηση που έγινε πια δική του. Όμως όταν κάποιος καταφέρνει να προχωρήσει μπροστά, να αφήσει πίσω του ό,τι τον βαραίνει δεν σημαίνει πως το ίδιο ισχύει και για τους άλλους. Η αγάπη ή η κακία είναι μέσα στον καθένα από τότε που γεννήθηκε. Κι εκείνος γεννήθηκε για να προσφέρει ό,τι μπορεί, ακόμη και σε ανθρώπους που δεν θα έπρεπε. Και ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί κάποιοι άνθρωποι είναι διαφορετικοί από αυτόν. Γιατί να θέλουν την καταστροφή και τον πόνο, να σπέρνουν το θάνατο.


Τι είναι άραγε αυτό που πονάει περισσότερο; Ο δικός σου πόνος, οι δικές σου άσχημες αναμνήσεις ή το να χάσεις όσους αγαπάς; Θα γευτεί πολλές χαρές μα και άπειρες λύπες, αλλά πάντα θα έχει τον δικό του μοναδικό τρόπο να προχωράει, να στηρίζει τα παιδιά του, όσους έχουν την ανάγκη του. Και σιγά σιγά, με την καρδιά του πλέον δοσμένη στην λατρεμένη του κόρη, την Άδα, θα δει ένα ένα τα βλαστάρια του να φεύγουν, να αναζητούν μια καλύτερη τύχη, μακριά από εκείνον.
Η Άδα θα είναι εκείνη που θα συνεχίσει τη δική του ιστορία και μέσα από το επόμενο βιβλίο του Κυριάκου Αθανασιάδη, θα προσμένουμε με λαχτάρα να δούμε και τη δική της, συγκλονιστική ζωή.
Γιατί το Κόκκινο μαντίλι μπορεί να είναι ένα ιστορικό, αισθηματικό, κοινωνικό μυθιστόρημα, μπορεί να μοιάζει με παραμύθι με νεράιδες και μάγισσες, όμως είναι πέρα για πέρα αληθινό, μια ιστορία που δεν μπορεί να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο!

Ο Καλλίνικος, ένα αγόρι γεμάτο περιέργεια για τα πάντα, γεννιέται στο έμπα του προηγούμενου αιώνα, το 1900, στους Αγίους Πάντοτε, κάπου κοντά στην Κώμη, ψηλά στο βουνό, σε μια περιοχή παλιά, χορτασμένη ιστορία και μυστικά Θα μεγαλώσει δύσκολα, δουλεύοντας από τα πέντε του χρόνια για να στηρίξει το σπιτικό του. Μέχρι που το σπιτικό του το ίδιο, στο πρόσωπο μιας σκληρόκαρδης μητριάς, θα τον αναγκάσει να φύγει…

Μπακαλόγατος πια, υιοθετημένος από δυο θεόρατους μπακάληδες, δυο πραγματικούς αγίους που θα τον λατρέψουν, θα δει τα χρόνια να περνούν με πολλή δουλειά και πολλή αγάπη, με ράψιμο, κέντημα και μαγειρική… και με λίγη μαγεία. Κι αν δεν κατάφερε ποτέ του να μάθει γράμματα, τουλάχιστον θα ερωτευτεί.

Όμως οι καιροί είναι παράξενοι, άγριοι, και θέλουν τον Καλλίνικο κοντά τους. Γιατί πρέπει να γίνουν πολλά πέρα στη Μακεδονία, στον μεγάλο αγώνα του έθνους, κι άλλα τόσα ακόμη πιο μακριά, στη Σμύρνη — κι ακόμα, ακόμα πιο βαθιά σ’ εκείνα τα αρχαία χώματα της Ανατολής. Και το αγόρι, ντυμένο μια στολή που δεν του ταιριάζει, θα πάει εκεί, ίσια στο κόκκινο μάτι όλων των πολέμων.

Μα η καρδιά του πάντα θα χτυπά για την Κώμη. Και για τη Λέλα — τη Λέλα του.

Ένα ταξίδι στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, πέρα για πέρα αληθινό.
Κι ας πρωταγωνιστεί, κοντά στον Καλλίνικο, στη Λέλα και σε όλους τους άλλους, μια νεράιδα με το μαντίλι της.