Συγγραφέας του βιβλίου «Το προξενιό της Ιουλίας» – Εκδόσεις «Ψυχογιός»
«Σε μια εποχή που τα προξενιά ως πρακτική βασίλευαν, αφού τα δούναι και λαβείν μεταξύ των οικογενειών, προείχαν των συναισθημάτων», μας μεταφέρει το βιβλίο του Γιώργου Πολίτη. Η πρωταγωνίστριά του, η Ιουλία, ήθελε απλά να περνάει καλά. Να μην κουράζεται, να κάνει βόλτες στην πόλη, να διασκεδάζει. Κυρίως ήθελε να ζήσει μια άνετη ζωή στο πλευρό ενός πλούσιου άνδρα. Η ζωή όμως είχε άλλα σχέδια για εκείνη. Καταδικασμένη σε θάνατο για τη δολοφονία του συζύγου και της κόρης της περιμένει αμίλητη, αποδεχόμενη τη μοίρα, την εσχάτη των ποινών. Της έχουν απομείνει έξι μέρες. Μπορεί να αλλάξει κάτι σ’ αυτό το μικρό διάστημα; Όπως λέει στο Vivlio-life ο συγγραφέας «Αρκεί ένα λεπτό ίσως να μαθευτεί η αλήθεια κι ένα ακόμα για να χαθεί από τα μάτια των ηρώων για πάντα…»
Ένα ρομαντικό ψηλόλαιμο νυφικό, με δαντελένιες και σατέν μπεζ λεπτομέρειες στο εξώφυλλο, μου δίνει την αίσθηση πως μια τρυφερή ιστορία αγάπης θα ξετυλιχτεί στις σελίδες του βιβλίου σας. Όμως τα πράγματα είναι τόσο διαφορετικά…
Τα εύσημα για το εκπληκτικό αυτό εξώφυλλο, ανήκουν ξεκάθαρα στην ανάλογη ομάδα των εκδόσεων Ψυχογιός η οποία και το δημιούργησε… Πράγματι τα πράγματα είναι διαφορετικά από εκείνα που φανταζόταν η Ιουλία, κι αυτό δεν είναι περίεργο, καθόσον οι ελπίδες που τρέφουμε οι περισσότεροι για την εκπλήρωση του ονείρου, μιας άνετης δίχως προβλήματα ζωής, τις περισσότερες φορές μας απογοητεύουν.
Φυλακές Αβέρωφ, 6 μέρες πριν την εκτέλεση. Η Ιουλία κατηγορείται για τη στυγερή δολοφονία του συζύγου και της κόρης της. Παραμένει αμίλητη, αποδεχόμενη τη μοίρα της. Ποιες είναι οι σκέψεις της μελλοθάνατης ηρωίδας σας;
Η Ιουλία, όλες τις μέρες της κράτησής της, βρίσκεται βυθισμένη σ’ έναν κόσμο που δεν αναγνωρίζει, σ’ έναν κόσμο αποκλειστικά δικό της υφασμένο από εκείνη για τις δικές της ανάγκες. Προσπαθώντας να αποφύγει την πραγματικότητα του θανάτου του παιδιού της κλείνεται μέσα του και απλά ανασαίνει. Είναι ανίκανη για οποιαδήποτε σκέψη. Αναρωτήθηκε κάποια στιγμή «Και τι ‘ναι μια μάνα που έχει χάσει το παιδί της; Ένα τίποτα είναι». Μέσα σε αυτό το ‘τίποτα’ εξακολουθεί μονάχα να ανασαίνει κι ακόμα κι όταν ξεκινήσει να μιλά, το κάνει αποστασιοποιημένη από τη ζωή, σαν αυτή να μην έχει πια, το παραμικρό να της δώσει.
Πριν από όλα εκείνα που θα στιγμάτιζαν τη ζωή της, η Ιουλία ήταν μια κοπέλα που είχε όνειρα. Τι ζητούσε από τη ζωή ένα κορίτσι εκείνης της εποχής;
Οι επιδιώξεις των ανθρώπων δεν αλλάζουν με τις εποχές, θα έλεγα ούτε και με τους αιώνες… τα ίδια επιθυμούσαν παλιά, τα ίδια και τώρα. Πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν κορίτσια (και αγόρια) που σκέφτονται βαθιά και άλλα που το κάνουν λιγότερο. Η Ιουλίτσα ήταν από εκείνα που σκεφτόταν λιγότερο. Την ενδιέφερε κυρίως να περνάει καλά, να μην κουράζεται, να κάνει βόλτες στην πόλη, να διασκεδάζει. Η ζωή βέβαια της τα έφερε αλλιώς. Μέτα από τις δυσκολίες που συνάντησε κατάφερε και ξεχώρισε κάποιες αξίες αδιαπραγμάτευτες, όπως η δικαιοσύνη, η ελευθερία, το δικαίωμα του ανθρώπου σε κάθε είδους επιλογή. Κατάφερε να σταθεί με τον τρόπο της απέναντι σε κοινωνικές πρακτικές που δεν συμφωνούσε. Όλο αυτό θα έλεγα πως ήταν για εκείνη μια υπέρβαση, μια πορεία προς την αντικειμενική θεώρηση της αλήθειας.
Μιλήστε μας για το σπίτι, την οικογένειά της, τον εμφύλιο που όδευε προς το τέλος του…
Το σπίτι της, το περιβάλλον δηλαδή που ζούσε ήταν κάποιο τυπικό της εποχής, θα μπορούσε να είναι κάποιο τυπικό ακόμα και των ημερών μας, εξαιρουμένης της τεταμένης μετεμφυλιακής πολιτικής κατάστασης. Ένας καλός γάμος, με κύριο κριτήριο τα υλικά αγαθά, μια μάνα δεμένη στέρεα στις πρακτικές της αποκατάστασης των τότε κοριτσιών, ένας πατέρας κουρασμένος ψυχικά που δεν ανακατευόταν, που αντέδρασε αποσπασματικά και που έπαψε γρήγορα αρνούμενος να μπει σε μια αντιπαράθεση με την αυταρχική γυναίκα του…
Ήθελε και να σπουδάσει η Ιουλία. Μα, η μάνα της η Στάσα θεωρούσε πως η κόρη της θα γίνει τσούλα αν πάει για σπουδές. Την είχε για μεγάλα πράγματα. Για τον άρχοντα τον Γιωργίκη Προβιό από τον κάμπο της Λάρισας. Δώστε μας μια γεύση από την Ελλάδα εκείνης της εποχής και την οπτική της μάνας, που μάλλον δε διέφερε από την πλειοψηφία των γυναικών που είχαν κόρη για παντρειά.
Ήταν η πάγια τάση της εποχής, η καλή αποκατάσταση των κοριτσιών. Τα προξενιά ως πρακτική βασίλευαν, αφού τα δούναι και λαβείν μεταξύ των οικογενειών, προείχαν των συναισθημάτων. Τα συναισθήματα έπονταν παρόμοιων γάμων, οπότε η Στάσα, η μάνα της Ιουλίτσας, είδε τον άρχοντα Προβιό ως μια καλή τύχη. Η Ιουλίτσα που γνώριζε πως ήταν ακαμάτρα, πως απέφευγε τις δουλειές, που δεν άντεχε, υπέθεσε πως έβρισκε λύση σε όλα αυτά χάριν των χρημάτων του γαμπρού, αφού θα είχε πλάι της παραδουλεύτρες σωρό. Η καλή ζωή τα χρόνια εκείνα που το μεροκάματο έβγαινε με ιδρώτα, δουλειά από ανατολή σε δύση, ήταν όνειρο. Ο γάμος με κάποιο πλούσιο γαμπρό διέξοδος. Οι γονείς τότε γνωρίζοντας την πλευρά αυτή της ζωής που αντίκριζε κατάματα τον κόπο της επιβίωσης επεδίωκαν για τα παιδιά τους πρώτα τη σιγουριά. Τα αισθήματα ήταν η πολυτέλεια, το μικρό κόκκινο κερασάκι στην μεγάλη τούρτα.
Είχατε κάποιες μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν στους τόπους που περιγράφετε, κάποιες παλιότερες εποχές, τότε που εφαρμοζόταν η θανατική καταδίκη «διά τυφεκισμού»;
Είχα την τύχη να γνωριστώ προσωπικά με κάποιον αγωνιστή που έζησε στο πλευρό Άρη Βελουχιώτη. Είχε έρθει στη Αθήνα είχε ανοίξει κάποιο μαγαζί. Όλα του τα χρόνια κάθε μέρα (μέχρι και την πτώση της χούντας) τον πλησίαζε ο ίδιος αστυνόμος πριν ανοίξει το μαγαζί του και τον έπαιρνε στο τμήμα για εξακρίβωση. Στο τέλος έγιναν φίλοι… Θέλω να δώσω με αυτό ένα ελάχιστο στίγμα μιας εποχής. Από αυτόν τον άνθρωπο που είχε περάσει αρκετά χρόνια στην εξορία έμαθα πολλά πράγματα. Είναι αδύνατον να περιγραφεί το όνειδος των πρακτικών εκείνων των εποχών σε μερικές γραμμές.
Η Ιουλία στα 23, ο Προβιός τριάντα χρόνια μεγαλύτερος. «Τα γίδια στα ορεινά, τα κτήματα στα πεδινά και τα τάλιρα σωρό που περίσσευαν από τις κάσες», όπως γράφετε, θάμπωσαν την μάνα. Το ίδιο έγινε και με την Ιουλία που μεγάλωσε πλουσιοπάροχα, αλλά ήδη ένιωθε κάτι για τον Γρηγόρη;
Η Ιουλίτσα (όπως μου αρέσει να την αναφέρω, έχοντας περάσει μαζί της πολλά) την εποχή εκείνη δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει και πολλά. Το ένστικτό της την οδήγησε στην ανατολή ενός έρωτα, ενός έρωτα που βρέθηκε απέναντι στη λογική της μάνας της, η οποία λογική σε συνδυασμό με την επιρροή που ασκούσε στην κόρη της, υπερίσχυσε. Η Ιουλίτσα είδε την άλλη πλευρά των πραγμάτων εκείνη τη βολική όπου θα κατάφερνε να περνά της ζωή της δίχως κόπο. Υπό το πρίσμα αυτής της άνεσης έσβησε (έστω και προσωρινά) όσα αισθήματα άρχισαν να φυτρώνουν μέσα της για τον Γρηγόρη, άφησε μονάχα έναν απόηχο που τον θυμόταν κάθε φορά που τον είχε ανάγκη.
Ένας λαμπρός γάμος, μια περιπετειώδης πρώτη νύχτα, μια χαμένη παρθενιά, ένα σεντόνι που βάφτηκε… κόκκινο. Τελικά, πιστεύετε, πως η Ιουλία πληρώνει τα καμώματα και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της, με δεδομένο βέβαια ότι δείχνει να μην ξέρει τι θέλει;
Ισχύει για τον καθένα η ρήση πως: έλλειψη γνώσης δεν συγχωρείται. Η πραγματικότητα δεν συγχωρεί, είμαστε οι αποφάσεις, οι ιδέες, τα ποθημένα και οι λέξεις μας. Αναμφίβολα μια ώριμη κοπέλα θα μπορούσε να αποφασίσει αλλιώς, δεν θα έμπαινε καν στη λογική της μητέρας της ή κι αν το έκανε θα εξέταζε λεπτομερώς την κατάσταση στην οποία επρόκειτο να περιέλθει. Ο καθένας μας όμως είναι αλλιώς. Αλλιώτικη ήταν και η Ιουλίτσα οπότε με δεδομένη τη διαφορετικότητά της, την ελαφροσύνη της αν θέλετε, ακολούθησε τον δρόμο στον οποίο βρέθηκε αντικρίζοντας τα τοπία που αυτός της επεφύλασσε.
Η «μεγάλη» ζωή που ονειρευόταν μάνα και κόρη πλησίασε αλλά προσπέρασε την Ιουλία. Το μόνο υπέροχο που της συνέβη κλεισμένη σ’ ένα σπίτι, ήταν η γέννηση της κόρης της. Θα μπορούσε να τα αφήσει όλα πίσω της και να φύγει με το παιδί της;
Μια πιο ώριμη κοπέλα θα τα έκανε, το τόλμησε και η ίδια όταν πια είχε αντιληφθεί πλήρως την κατάσταση στην οποία βρισκόταν, όμως, οι κοινωνικές επιταγές, οι εκφρασμένες από το στόμα του πατέρα της πια την οδήγησαν στην επιστροφή. Το ποτήρι έπρεπε να αδειάσει. Τα πρέπει πάνω από τις επιθυμίες της. Το είπε ξεκάθαρα στους γονείς της. «Τι να τους κάνει κανείς τους νόμους που τον προστατεύουν…». Όμως οι νόμοι γνώριζαν καλύτερα… όσο λοιπόν τους ασπαζόταν και υπόγραφε η οικογένειά της, τόσο η φυγή της ήταν αδύνατη.
Ο Ρήγας, η Φιλιώ και ο Γρηγόρης ξεχωρίζουν ως προσωπικότητες στο μυθιστόρημά σας. Μιλήστε μας για τους δυο αυτούς δευτεραγωνιστές που πλαισιώνουν την Ιουλία αλλά και για τον Χρήστο Προβιό. Το πρόσωπο που θα παίξει καταλυτικό ρόλο στη εξέλιξη της ιστορίας.
Ο Ρήγας και ο Γρηγόρης ήταν δυό τυπικοί χαρακτήρες της εποχής. Δυό άντρες βολεμένοι. Ενταγμένοι πλήρως στα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα της εποχής. Ο πρώτος με κάπως πιο κατασταλαγμένες ιδέες, με εμμονές, με μίση και πάθη, ο δεύτερος κάπως πιο διαλλακτικός, με το συμφέρον του σε πρώτη μοίρα, δίχως οράματα, δίχως προσδοκίες πέρα από μια οικογένεια. Η Φιλιώ κόρη ενός ταγματασφαλίτη ναζιστή, ποτισμένη με τις ιδέες του, αδύναμη να ξεφύγει από τις διδαχές που είχε από μικρή υποστεί, διατράνωνε αναμασώντας τα ίδια επιχειρήματα. Και για τους τρεις η ζωή ήταν απλή εφ’ όσον υπήρχε εξασφαλισμένο ένα εισόδημα. Ο Χρήστος Προβιός στο έργο παρουσιάζεται ως η εναλλακτική λύση εκείνη που τέρπει αλλά και ορίζει. Είναι η φιγούρα που συμπαραστέκεται και που κατανοεί.
Αλεξάνδρα Γκίκα. Ζητά να πάρει συνέντευξη από την Ιουλία έξι μέρες πριν την εκτέλεσή της. Τι ήταν αυτό που έκανε τη δραστήρια νεαρή δημοσιογράφο να θέλει να κολυμπήσει σε βαθιά και θολά νερά;
Η ανάγκη για επαγγελματική ανέλιξη. Κανείς δεν πίστευε ή ακόμα και ενδιαφερόταν για το εάν η Ιουλίτσα ήταν αθώα ή ένοχη. Η κοινωνία είχε κρίνει, το δικαστήριο είχε αποφανθεί, η ίδια αρνούταν να μιλήσει. Η υπόθεση ήταν κλεισμένη. Βήμα το βήμα η δημοσιογράφος (όπως συνήθως γίνεται) άρχισε να βλέπει μια νέα διαδρομή, μια πλάγια που ξέκοβε του δρόμου που της προτεινόταν. Το δέλεαρ ήταν μεγάλο. Η περιέργεια η νεανική ορμή, η υποστήριξη του δικηγόρου στο πλάι της τη βοήθησαν να αναπτύξει μια δική της θεωρία…
Ένας δικηγόρος, ο Δημητρός Ατζαλίνας θα συνοδεύσει την Αλεξάνδρα στις φυλακές και είναι φανερό πως η δημοσιογράφος δεν τον θαυμάζει απλά. Το κυνήγι της αλήθειας μέσα από το ρεπορτάζ είναι ένας τρόπος να του δείξει πως έχει γοητευτεί από την προσωπικότητά του;
Θα έλεγα πως το ένα συντηρεί το άλλο. Το κάθε ένα, κάνει ένα βήμα μπροστά με τη σειρά του. Αναλύει τις σκέψεις της, βλέπει και απολαμβάνει τον θαυμασμό του. Βλέπει τον θαυμασμό του, βάζει το μυαλό της να εξακολουθήσει να σκέφτεται. Και τα δυο συμβαίνουν συγχρόνως. Ο ενθουσιασμός της συντηρεί την επιχειρηματολογία της κι η αλήθεια επικυρώνει την αποδοχή της στον εαυτό του.
Έξι μέρες είναι αρκετές άραγε για να ανατραπούν τα δεδομένα, να βγουν στην επιφάνεια οι αχνές μνήμες της και η καταδικασμένη σε θάνατο να αθωωθεί; Καλό θα είναι οι αναγνώστες να προετοιμάζονται για όλα τα ενδεχόμενα. Γιατί, όμως, η ηρωίδα σας βλέπει τη ζωή της να φεύγει μέσα από τα χέρια της και δέχεται μοιρολατρικά τα όσα της συμβαίνουν;
Σε έξι μέρες πολλά μπορούν να συμβούν. Αρκεί ένα λεπτό ίσως να μαθευτεί η αλήθεια κι ένα ακόμα για να χαθεί από τα μάτια των ηρώων για πάντα (στους αναγνώστες θα φανερωθεί στο τελευταίο κεφάλαιο). Τα πάντα ισορροπούν στο όριο. Οι αναγνώστες πράγματι θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για όλα τα ενδεχόμενα παρόλο που οι περισσότεροι θα μπουν στον κόπο να αποφασίσουν από πριν για το αποτέλεσμα με δεδομένες τις αποκαλύψεις που ακολουθούν η μία την άλλη. Η Ιουλίτσα είχε χάσει το παιδί της, αυτό είναι ένα γεγονός, με δεδομένο λοιπόν ότι όλη της η ύπαρξη ήταν αυτό το παιδί, και με δεδομένο τον ασταθή χαρακτήρα της, δεν είναι παράλογο που αρνείται να ζήσει. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν μπορούμε να αποφασίζουμε εμείς σύμφωνα με τη δική μας ασφαλή λογική για το τι θα μπορούσε να κάνει ή όχι, αλλά αφού έχουμε περάσει στην ψυχολογία της μέσα από τον δικό της εαυτό, θα πρέπει να δούμε τις λύσεις που μας απομένουν.
Λένε πως η αλήθεια είναι σαν το λιοντάρι και άρα δεν χρειάζεται να την υπερασπιστείς. Αν την αφήσεις ελεύθερη, θα υπερασπιστεί μόνη της τον εαυτό της. Ισχύει αυτό στην ιστορία σας;
Το πρώτο θύμα σε κάθε γεγονός είναι η αλήθεια. Αν δείξουμε για παράδειγμα μια εικόνα σε δέκα ανθρώπους και τους ρωτήσουμε τι πρόσεξαν και οι δέκα θα μας δώσουν αλλιώτικες απαντήσεις. Χονδροειδώς μπορούν να συμφωνήσουν, ειδικώς όμως όχι.
Αν θεωρούμε αλήθεια το χέρι που σηκώνει ένα μαχαίρι και το κατεβάζει στο σώμα του άλλου τότε ναι, μπορούμε να σταθούμε στο γεγονός υπό την υπόθεση της παρουσίας πλέον του ενός αμερόληπτων μαρτύρων.
Η κάθε ιστορία που περνά ως αφήγημα από το συγγραφέα στους αναγνώστες είναι κατά τη γνώμη μου η αλήθεια του. Είναι η πραγματικότητα του κάθε συγγραφέα για το διαδραματιζόμενο γεγονός κι ακόμα η ιδέα του για τον κόσμο. Θεωρώντας προσωπικά ότι το κάθε ζήτημα έχει τόσες αλήθειες όσες και άνθρωποι που το προσεγγίζουν και του προσάπτουν νόημα (για πολλούς και διάφορους λόγους που έχουν εξηγηθεί στο παρελθόν) θεωρώ ότι εν τέλει δεν είναι προϋπόθεση στους ήρωες του βιβλίου η αποκάλυψη της αλήθειας. Οι αναγνώστες όμως θα την έχουν ως τη μόνη λογική ερμηνεία των γεγονότων.
Η θανατική ποινή στην Ελλάδα καταργήθηκε τον Δεκέμβριο του 1993. Τι θα λέγατε σ’ εκείνους που ζητούν την επαναφορά της;
Θα έλεγα ξεκάθαρα ότι δεν έχουν μάθει να συγχωρούν. Ότι κανείς δεν έχει για κανένα λόγο το δικαίωμα να στερήσει τη ζωή οποιουδήποτε ζώντος οργανισμού. Όλοι εκείνοι που απαιτούν θανάτωση για οιονδήποτε λόγο είναι εκείνοι που κρίνουν εκ του ασφαλούς αγνοώντας ότι όλοι μπορούμε να γίνουμε κάτω από ορισμένες συνθήκες δράστες και άρα υποψήφιοι της εσχάτης των ποινών.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Το προξενιό της Ιουλίας Βένιου με τον μεγαλοκτηματία Γιωργίκη Προβιό έμελλε να γίνει το σπουδαίο νέο ολάκερου του κάμπου της Λάρισας. Έπειτα από μερικά χρόνια, ο επίλογος του γάμου της σφραγίζεται με τη δολοφονία του συζύγου και της τρίχρονης κόρης της. Η ίδια, έχοντας καταδικαστεί σε θάνατο, παραμένει αμίλητη, αποδεχόμενη τη μοίρα και, συνεκδοχικά, την ενοχή της.
Έξι ημέρες πριν από την εκτέλεσή της, η νεαρή δημοσιογράφος Αλεξάνδρα Γκίκα προσπαθεί να της πάρει μια συνέντευξη μέσα στις Φυλακές Αβέρωφ, όπου και κρατείται· στο πλευρό της ο δικηγόρος Δημητρός Ατζαλίνας.
Οι αχνές μνήμες της καταδικασμένης, που δείχνει να ξυπνάει από τον λήθαργο, θα τους γυρίσουν πέντε χρόνια πίσω, στη μετεμφυλιακή εποχή τον Δεκέμβριο του 1949. Η αφήγησή της γεννά και στους δύο ζωηρές υποψίες πως υπάρχει μια «πλάγια ιστορία», μια δεύτερη εξήγηση των γεγονότων που η αποδοχή και απόδειξή της μπορεί να την αθωώσει. Αλλά ο χρόνος που τους απομένει είναι λιγοστός.
Υποθέσεις, συνδέσεις γεγονότων, συνειρμοί, αποφάσεις κι ένας αγώνας δρόμου για να αποδείξουν την αθωότητά της, ενώ οι δείκτες του ρολογιού έχουν ξεκινήσει ήδη να μετρούν αντίστροφα. Τα γεγονότα δικαιολογούν κάθε ψήγμα αισιοδοξίας.
Η αλήθεια, όμως, δεν έχει φανερώσει την τελική της όψη…
Βιογραφικό
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Σ. ΠΟΛΙΤΗΣ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960. Σπούδασε αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων και ζωγραφική, και αργότερα παρακολούθησε επί δύο χρόνια σειρά σεμιναρίων φιλοσοφίας, ψυχολογίας και πολιτικής οικονομίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται αποκλειστικά με τη συγγραφή μυθιστορηματικών και θεατρικών έργων, ενώ συγχρόνως αρθρογραφεί στον περιοδικό Τύπο και στο Διαδίκτυο. Παράλληλα διδάσκει δημιουργική γραφή (μυθιστορηματική και θεατρική) στο εργαστήρι θεατρικών σπουδών της AnasaArt. Μυθιστορήματα του ιδίου: Ήφαες, Αδελαή; (2011), 24 στιγμές ακραίου πάθους (2017), Το γράμμα που δεν διαβάστηκε ποτέ (2018). Θεατρικά έργα που ανέβηκαν σε θεατρικές σκηνές των Αθηνών: Κορίτσι Διαμάντι, Το Λαχείο.
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.