Συγγραφέας του βιβλίου «Ροδανθός» – Εκδόσεις «Ψυχογιός»

Αναζητώντας τη μυρωδιά του «Ροδανθού», καθώς ή συνταγή του αρώματος θα περνάει από γενιά σε γενιά, θα διατρέξουμε εβδομήντα πέντε χρόνια παρέα με τους πρωταγωνιστές της Σόφης Θεοδωρίδου. Στο νέο της μυθιστόρημα θα ταξιδέψουμε μαζί με τη Σμαράγδα από την Κωνσταντινούπολη στη Σύμη και τη Ρόδο και θα γίνουμε μέρος όχι μόνο της συγκλονιστικής νεότερης ιστορίας, όπως με μελανά γράμματα γράφτηκε η πολύχρονη ξένη κατοχή στα Δωδεκάνησα, αλλά και της καθημερινότητας που ήθελε τη Συμιά γυναίκα να κυριαρχεί στην οικογένεια. Αναμνήσεις ενός μακρινού παρελθόντος, από ανθρώπους που τις κράτησαν ζωντανές, για να τις μοιραστούν με τη συγγραφέα. Όπως λέει στο Vivlio-life, μια Ροδίτισσα αρχόντισσα μοιράστηκε μαζί της στιγμές ζωής «…παρέχοντάς μου το σπίθισμα της αληθινής ζωής που έχω ανάγκη κάθε φορά για να εμπνευστώ ένα καινούργιο μυθιστόρημα».

Από την Τουρκοκρατία στην Ιταλοκρατία και από τον Ιταλικό φασισμό στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον μεγάλο λιμό από τον οποίο δοκιμάστηκαν οι κάτοικοι των Δωδεκανήσων. Είναι ο «Ροδανθός» ένα ιστορικό βιβλίο;
Προσωπικά θα το χαρακτήριζα κοινωνικό – ιστορικό. Το ιστορικό στοιχείο υπάρχει κυρίως ως φόντο, ενώ στο προσκήνιο βρίσκονται οι επιλογές ζωής των ηρώων μου. Τουλάχιστον αυτό συμβαίνει, μέχρι τη στιγμή που τα ιστορικά γεγονότα επιδρούν καταλυτικά στις ζωές τους και τους παρασύρουν, μοιάζοντας με τα φουσκωμένα νερά ενός ποταμού που παρασέρνουν τα πάντα στο κύλισμά τους.

Κωνσταντινούπολη – Σύμη. Ένα ταξίδι που θα αλλάξει για πάντα τη ζωή της ηρωίδας σας. Μιλήστε μας για τα κοριτσίστικα όνειρα της Σμαράγδας και αν είχε συμπεριλάβει σ’ αυτά το πέρασμα στην Ελλάδα.
Η Σύμη ήταν ο τόπος καταγωγής του παππού της, τον οποίο είχε χάσει πρόσφατα, ωστόσο δεν είχε περάσει στιγμή απ’ το μυαλό της να αναζητήσει την τύχη της στο νησί, παρότι είχε απομείνει μόνη και πάμφτωχη, μια κι ο παππούς της είχε χάσει λίγο πριν τον θάνατό του όλη του την περιουσία. Ήταν υποχρεωμένη, συνεπώς, να δουλέψει για να κερδίσει τα προς το ζην. Τότε ήρθε η συνάντηση με τον Μόσκοβο κι η πρότασή του να εργασθεί στο νησί διδάσκοντας ξένες γλώσσες, μια συνάντηση που άλλαξε τελείως τη ρότα ζωής της. Όπως λέει σε κάποιο σημείο στον γιο της χρόνια αργότερα, «υπάρχουν άνθρωποι που, όταν η ζωή τούς ρίχνει μπροστά σου, όλα βαδίζουν διαφορετικά απ’ ό,τι πρόσμενες να βαδίσουν». Για κείνη αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Μόσκοβος.

Γυναικεία μορφή που θα αποτελέσει τον συνδετικό κρίκο της πολυκύμαντης και ταραχώδους ιστορίας μιας οικογένειας στη Σύμη και στη Ρόδο χαρακτηρίζετε την ηρωίδα σας. Δώστε μας τα χαρακτηριστικά αυτής της γυναίκας.
Τη γνωρίζουμε στα δεκαέξι – δεκαεφτά της, όταν ακόμα δεν έχει ανακαλύψει τη δύναμη που κρύβει μέσα της. Ο αναγνώστης όμως τη διακρίνει, αφού παίρνει την απόφαση ν’ αφήσει όλα τα γνώριμα πίσω της και να ταξιδέψει στο πατρογονικό νησί. Η ίδια η Σμαράγδα θα ανακαλύψει με σκληρό τρόπο τη δύναμη του χαρακτήρα της, όταν θα την υποχρεώσουν οι περιστάσεις να στηριχτεί αποκλειστικά και μόνο στον εαυτό της. Είναι μια γυναίκα ευαίσθητη στον πόνο των άλλων και βαθιά συμπονετική, αλύγιστη όμως στις φουρτούνες της ζωής. Με λίγα λόγια κρύβει μέσα της τη δύναμη που κρύβουν όλες οι Συμιές.

«Με το καράβι του ηλικιωμένου Μόσκοβου, δεν περιμένει ότι στο νησί με τα πολλά προνόμια και τους επιδέξιους σφουγγαράδες θα βρει την ευτυχία», γράφετε στο οπισθόφυλλο. Θα την βρει όμως στο πλευρό του Μιχάλη;
Ας μην αποκαλύψουμε πρόωρα στον αναγνώστη πού ακριβώς θα βρει την ευτυχία. Πάντως θα τη βρει. Θα ζήσει τον απόλυτο έρωτα, αν και δε θα κρατήσει μέχρι το τέλος της ζωής της. Έναν έρωτα που θα την καθορίσει και δε θα της επιτρέψει να ψάξει να τη βρει στην αγκαλιά ενός άλλου άντρα.

Μια ευτυχία που «θα σημαδευτεί από πολύχρονη ατεκνία…». Μέχρι που θα κρατήσει στην αγκαλιά της τον Γιοσίφ, «το Αραπί» όπως αποκαλούν οι συμπατριώτες της το ορφανό αγόρι. Μιλήστε γι’ αυτή τη σχέση.
Είναι μια σχέση που ξεκινά από την πρώτη στιγμή. Ο Γιοσίφ στο πρόσωπό της ανακαλύπτει τη μάνα που τόσο έχει ανάγκη ένα παιδί για να μεγαλώσει, ενώ η Σμαράγδα νιώθει να τη σαρώνει σαν κύμα η μητρική αγάπη για το ορφανό που σφίγγει στην αγκαλιά της. Δυστυχώς, αυτή η αγάπη δεν αρκεί για να προστατέψει τον Γιοσίφ και έπονται όσα έπονται. Πότε όμως η αγάπη μιας μάνας προφύλαξε ένα παιδί απ’ την αγαρμποσύνη του περίγυρου;

Πώς ήταν η ζωή που άφησε στην Κωνσταντινούπολη -τέλη του 1874- και ποια είναι η ζωή που την περιμένει στα όμορφα ελληνικά νησιά;
Η ζωή της στην Πόλη ήταν όμορφη και πλούσια, στιγματισμένη ωστόσο από απώλειες. Χάνει τους γονείς και τη γιαγιά της νήπιο ακόμη κι ο παππούς της, ένας άντρας εύπορος πολύ, την αναθρέφει με αγάπη και ιδιωτικούς δασκάλους, πιάνο, και γαλλικά, μέχρι τη μέρα που χρεοκοπεί. Μια χρεοκοπία που επιφέρει και τον θάνατό του, αφήνοντας τη Σμαράγδα να διαχειριστεί μια φτώχια στην οποία δεν ήταν μαθημένη. Όταν φτάνει στη Σύμη, μια εξίσου φτωχική ζωή την περιμένει στο σπίτι της θείας της Ρηνιώς, μέχρι τη μέρα που ο γάμος θα της χαρίσει και πάλι την πλούσια ζωή που είχε συνηθίσει. Και στα επόμενα χρόνια όμως η ζωή τής επιφυλάσσει διαρκώς σκαμπανεβάσματα, από τα πλούτη στη φτώχεια δηλαδή, ως τη στιγμή που παίρνει τα ηνία της ζωής της στα χέρια της και δημιουργεί μια αξιόλογη περιουσία χάρη στο άρωμά της.

Ωστόσο η κυριαρχία της Συμιάς γυναίκας και ειδικά της μάνας τα χρόνια στα οποία μας μεταφέρετε, ήταν απόλυτη και καθιερωμένη στην κοινωνία. Πόσο κράτησε αλήθεια;
Τουλάχιστον για τα εβδομήντα πέντε χρόνια που διατρέχει το βιβλίο κρατούσε αυτή η κυριαρχία. Σήμερα πιστεύω ότι είναι διαφορετικά, αφού οι νέοι δύσκολα ανέχονται «χαλινάρι» και συνηθίζουν -και πολύ ορθώς- ν’ αποφασίζουν οι ίδιοι για το μέλλον τους. Ας μην ξεχνάμε ότι έχουν αλλάξει εδώ και χρόνια κοινωνίες που ήταν καθαρά πατριαρχικές. Δεν είναι περίεργο που έχει αλλάξει κι η κοινωνία της Σύμης ως προς το θέμα αυτό.

Ως γυναίκα συγγραφέας πώς νιώθατε περιγράφοντας αυτή την κυριαρχία;
Καθώς είμαι μεγαλωμένη σε μια πατριαρχική κοινωνία κι ένιωθα από μικρή να με ανταριάζει η προοπτική να αποφασίζει αντί για μένα κάποιος άλλος, μαντεύετε ίσως ότι βρήκα την κοινωνία της Σύμης εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κι αισθανόμουν μεγάλο ενθουσιασμό περιγράφοντάς την.

Ας έρθουμε τώρα στο άρωμα της ηρωίδας σας. Τον Ροδανθό, που έγινε και τίτλος στο ρομαντικό εξώφυλλο του μυθιστορήματός σας. Αφήνουμε τις αισθήσεις μας ελεύθερες να απολαύσουμε αυτό το άρωμα, φυσικά έχοντας οδηγό τη δική σας έμπνευση.
Σας εξομολογούμαι ότι εντελώς στα ξαφνικά μου ήρθε η έμπνευση. Εξάλλου, ποτέ δεν προσχεδιάζω τι θα συμβεί στις επόμενες σελίδες, όλα γεννιούνται κάτω απ’ τα δάχτυλά μου, την ώρα που κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή μου. Μια μέρα, λοιπόν, όπως έγραφα, ένιωσα να με κυριεύει το άρωμα του ροδανθού. Ήταν η στιγμή που η Σμαράγδα στάθηκε μπροστά στο παράθυρο της μικρής πίσω αυλής, στο φτωχόσπιτο της θείας της Ρηνιώς. Αυτό ήταν. Είχε γεννηθεί ο τίτλος και ταυτόχρονα μια μυστική συνταγή αρώματος, που θα περνούσε από γενιά σε γενιά μέσα από τη συγγένεια του αίματος.

Από τη μια η κυριαρχία της γυναίκας – μάνας στη Σύμη, από την άλλη η ανδροκρατούμενη επιχειρηματική κοινότητα της Ρόδου. Η Σμαράγδα που πλέον «Είχε αισθανθεί να ξυπνά μέσα της το αίμα των γυναικών της Σύμης, αίμα δυνατό και τολμηρό, που δε σήκωνε τις δειλίες…», θα τα καταφέρει να ισορροπήσει στις προκλήσεις;
Έχει τη διπλωματία στο αίμα της η Σμαράγδα και συνάμα είναι εξαιρετικά δυνατή και πεισματάρα. Θα τη βοηθήσουν να πετύχει αυτές οι ιδιότητες. Εκτός αυτού, καθώς είναι πια μάνα και πατέρας για το παιδί της, δεν έχει άλλη εναλλακτική από το να τα καταφέρει. Ας μην ξεχνάμε ότι έχει στο πλευρό της και τον δικηγόρο Ανδρέα Κιμπάρογλου, που τη βοηθά τα μέγιστα, παρότι αυτή αρνείται τον έρωτά του.

Για να φθάσει στα χέρια των αναγνωστών ο «Ροδανθός» προηγήθηκε έρευνα και τεκμηριωμένη προσέγγιση σημαντικών ιστορικών γεγονότων. Πότε ξεκίνησε η συλλογή του απαραίτητου υλικού και ποιοι ήταν εκείνοι που συνέδραμαν σ’ αυτή την προσπάθεια;
Η αλήθεια είναι ότι ο «Ροδανθός» δε θα είχε γραφτεί ποτέ δίχως την πρόσκληση και τη συνδρομή των φίλων μου από τη Ρόδο, στους οποίους και αφιερώνω το βιβλίο. Έχοντας εμπιστοσύνη στο προηγούμενο συγγραφικό μου έργο – και τους ευχαριστώ γι’ αυτό- μου πρότειναν να ασχοληθώ με την ιστορία των Δωδεκανήσων, θεωρώντας ότι δεν είχε βρει τη θέση της επαρκώς στη σύγχρονη πεζογραφία. Δέχτηκα την πρότασή τους, επισημαίνοντάς τους τη δυσκολία του εγχειρήματος. Χρειάστηκε να επισκεφθώ δύο φορές τη Ρόδο. Σε μια απ’ αυτές μου έκλεισαν ραντεβού με μια ηλικιωμένη Ροδίτισσα αρχόντισσα, η οποία μοιράστηκε μαζί μου τις αναμνήσεις της και μου αφηγήθηκε παράλληλα την ιστορία της οικογένειάς της, παρέχοντάς μου το σπίθισμα της αληθινής ζωής που έχω ανάγκη κάθε φορά για να εμπνευστώ ένα καινούργιο μυθιστόρημα. Στην επόμενη επίσκεψή μου στη Ρόδο επισκεφθήκαμε με τους φίλους μου τη Σύμη, όπου οι άνθρωποι μας άνοιξαν πρόθυμα τα σπίτια τους και μας παρείχαν πληροφορίες για το μακρινό παρελθόν, ενώ στο βιβλιοπωλείο του νησιού ανακαλύψαμε βιβλία που αφορούσαν τα χρόνια στα οποία ήθελα ν’ αναφερθώ. Την ίδια έρευνα κάναμε σε βιβλιοπωλεία της Ρόδου κι ανακάλυψα κι εκεί αρκετά βιβλία που θα με βοηθούσαν ν’ αναπλάσω το κλίμα της εποχής, πέρα από τα καθαρά ιστορικά βιβλία που θα χρειαζόταν να μελετήσω.

Υπήρχε στις αναμνήσεις των προσώπων που μοιράστηκαν μαζί σας θύμισες μιας άλλης εποχής, ένα κορίτσι με τα χαρακτηριστικά της Σμαράγδας που σας ενέπνευσε στη συνέχεια για τη σκιαγράφηση της προσωπικότητάς της;
Ο χαρακτήρας της Σμαράγδας έχει γνωρίσματα των γυναικών της Σύμης, καθώς η ιστορία που μου αφηγήθηκαν διαδραματιζόταν αρχικά στο συγκεκριμένο νησί. Όταν μέσα από την έρευνά μου διαπίστωσα τον χαρακτήρα των γυναικών της Σύμης, δεν μπορούσα παρά να αποδώσω αυτά τα χαρακτηριστικά στην κεντρική μου ηρωίδα.

Οι λεπτομέρειες από την καθημερινή ζωή των κατοίκων των δυο νησιών, οι μυρωδιές από τα φαγητά και τα γλυκά τους, τα ήθη και έθιμά τους, οι τοπικές διάλεκτοι μας κάνουν να νιώθουμε μέρος της ιστορίας σας. Αν εμείς οι αναγνώστες νιώθουμε έτσι, αναρωτιέμαι πόσο έχετε δεθεί εσείς με τους ήρωές σας και φυσικά με τη Σμαράγδα…
Πάντα δένομαι με τους ήρωές μου στη διάρκεια της συγγραφής, ιδίως τους πρωταγωνιστές της ιστορίας μου. Δέθηκα συνεπώς πολύ και με τη Σμαράγδα, της οποίας η παρουσία ήταν καθοριστική απ’ την αρχή μέχρι που ολοκληρώθηκε η συγγραφή του βιβλίου. Σας εξομολογούμαι ότι πάντοτε, όταν φτάνει η στιγμή να βάλω τελεία στο εκάστοτε μυθιστόρημά μου, με κυριεύει θλίψη. Με παρηγορεί όμως η σκέψη ότι οι ήρωές μου θα είναι εκεί, κλεισμένοι στις σελίδες του, σαν αισθανθώ τη νοσταλγία να με κυριεύει, κι ότι έχω πάντα τη δυνατότητα να τους συναντήσω ξεφυλλίζοντάς τες.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Όταν η Σμαράγδα, στα τέλη του 1874, φτάνει από την Κωνσταντινούπολη στη Σύμη με το καράβι του ηλικιωμένου Μόσκοβου, δεν περιμένει ότι στο νησί με τα πολλά προνόμια και τους επιδέξιους σφουγγαράδες θα βρει την ευτυχία. Η ευτυχία αυτή, ωστόσο, θα σημαδευτεί από πολύχρονη ατεκνία, μέχρι τη μέρα που θα κλείσει στην αγκαλιά της τον πεντάχρονο ορφανό Γιοσίφ, που οι συμπατριώτες της θα αποκαλέσουν «το Αραπί», δυσκολεύοντας την ένταξή του στην προηγμένη για τα δεδομένα της εποχής κοινωνία τους.Καθώς τα χρόνια περνούν, η Σμαράγδα θα βιώσει οδυνηρές απώλειες και μια βαριά ανατολή του νέου αιώνα. Στη Ρόδο, όπου το χνότο του Οθωμανού είναι πιο αποπνικτικό, θα παρεισφρήσει στην ανδροκρατούμενη επιχειρηματική κοινότητα του νησιού με το άρωμά της, τον Ροδανθό. Κι ενώ η Τουρκοκρατία παραχωρεί τη θέση της στην Ιταλοκρατία και οι Έλληνες παλεύουν να διατηρήσουν την εθνική τους υπόσταση, η οικογένειά της θα προσπαθήσει να επιβιώσει μέσα στις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες που επιβάλλουν ο Μεγάλος Πόλεμος, η Μικρασιατική Καταστροφή, ο ιταλικός φασισμός αλλά κι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Γερμανοκρατία και ο μεγάλος λιμός που μαστίζει άγρια τα Δωδεκάνησα στο ξεψύχισμα του πολέμου. Η ιστορία μιας οικογένειας στη Σύμη και στη Ρόδο, πολυκύμαντη και ταραχώδης σαν τη θάλασσα που περιβάλλει τα δύο νησιά, από τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, με συνδετικό ιστό μια γυναικεία μορφή.

Βιογραφικό
Η Σόφη Θεοδωρίδου κατάγεται από την Αλμωπία, μια μικρή επαρχία του Νομού Πέλλας. Σπούδασε νηπιαγωγός στη Θεσσαλονίκη κι εγκαταστάθηκε κατόπιν στην περιοχή καταγωγής της, όπου διαμένει μέχρι σήμερα με την οικογένειά της. Λατρεύει τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία, και πιστεύει πως η αγάπη της για την τελευταία την οδήγησε τελικά στη συγγραφή. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν συνολικά δέκα μυθιστορήματά της.