Όλα τα πρόσωπα που εμφανίζονται σε αυτό το βιβλίο και όλα τα βασικά γεγονότα είναι αληθινά. Οι επιστολές είναι επίσης όλες αυθεντικές. Δεν παύει όμως να είναι ένα έργο μυθοπλασίας με στοιχεία επινοημένα.
Οι τίτλοι των τριών ενοτήτων του βιβλίου είναι:
Ι 1895-1897 -Ο κόσμος τυλίγει στην πελώρια αγκαλιά του (Φ.Σίλλερ)
ΙΙ 1897-1908-Στο αίμα μου θα σε βαστώ ακόμη (Ρ.Μ.Ρίλκε)
ΙΙΙ 1944-1950-Μα τα χείλη σου, δεν μάτωσαν ποτέ από τα φιλιά μου; (Γ.Χάουπτμαν)


Το βιβλίο αυτό είναι κυρίως μια σειρά ερωτικών επιστολών. Τα γεγονότα αυτής της μαρτυρίας αναδύονται μέσα από την αλληλογραφία αυτή. Πατώντας πέτρα πέτρα στις επιστολές ,η συγγραφέας Μαρίνα Πετσάλη, διηγείται την ιστορία του Αλέξανδρου Πετσάλη-Διομήδη και της Ελένης Ντάνενμπεργκ. Δεν έκαναν παιδιά ούτε ο ένας ούτε ο άλλος και ίσως αυτό να εξηγεί και την ανεμελιά του Αλέξανδρου και τον μηδενισμό της Ελένης. Εκείνος άφησε τα χαρτιά του άθικτα, ενώ εκείνη, προς το τέλος της ζωής της, σκέφτηκε να τα κάψει για να τα προστατέψει από τα αδιάκριτα μάτια. Κατά συνέπεια, η αλληλογραφία τους δεν επέζησε όλη. Ό,τι διασώθηκε καταχωνιάστηκε για 30 χρόνια κι ύστερα έμεινε αδιάβαστο για άλλα 20, εξαιτίας της δυσανάγνωστης γραφής και της ξένης γλώσσας-μέχρι που κάποτε έφτασε στα χέρια της συγγραφέως και αποφάσισε να αναζητήσει την αλήθεια πίσω από τις φήμες που ακούγονταν γι΄ αυτούς τους δυο ανθρώπους -να ξεδιπλώσει, με όλη τη σημασία της λέξης τις ζωές τους και να απελευθερώσει τις παγιδευμένες φωνές τους. Κατέγραψε, μετέφρασε και επεξεργάστηκε ό,τι μπόρεσε να βρει και με την πάροδο του χρόνου συμπλήρωσε τα κενά.
Ο Αλέξανδρος Διομήδης συνέβαλε επί δεκαετίες στον δημόσιο βίο της χώρας , πρώτα ως Υπουργός Οικονομικών (1912-1915) και εξωτερικών (1918-1919) του Βενιζέλου και αργότερα ως Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (1923-1931).Υπηρέτησε τέλος και πρωθυπουργός το 1949, αλλά το βιβλίο αυτό καταπιάνεται κυρίως με μια προγενέστερη περίοδο της ζωής του , πριν καν πολιτευθεί.
Γεννημένος το 1875, ο Διομήδης μεγάλωσε σε επιφανή οικογένεια λογίων και πολιτικών της Αθήνας, φεύγοντας το 1892, όπως είχαν κάνει και οι προπάτορές του, να σπουδάσει στη Γερμανία .Μετά από έναν χρόνο έντονης μελέτης στη Βαϊμάρη, μετέβη στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, όπου απέκτησε ένα πρώτο πτυχίο νομικών και συνδέθηκε στενά με τον συμφοιτητή του Νικόλαο Χατζηπέτρο. Μαζί αποφάσισαν να μεταφερθούν στο Βερολίνο για τα διδακτορικά τους και εκεί αρχίζει η αισθηματική ιστορία του Αλέξανδρου, τον Ιούνιο του 1895.


Οι δρόμοι δυο νέων ανθρώπων συναντήθηκαν στο ταμείο ενός θεάτρου ,όπου ο Αλέξανδρος μαγεύτηκε και μόνο στη θέα της Ελένης. Στεκότανε ο εικοσάχρονος Αλέξανδρος στα ταμεία της Γερμανικής Σκηνής στη Σούμανστρασσε, όπου είχε μόλις αγοράσει δύο τα εισιτήρια για «Το κουκλόσπιτο» του Ίψεν με την περίφημη Άγκνες Σόρμα, όταν άκουσε ότι τα φθηνότερα εισιτήρια είχαν ήδη εξαντληθεί και ένα δεκαεπτάχρονο κορίτσι απαράμιλλης ομορφιάς , με αιθέρια όψη , χλωμή, με μόνο χρώμα το γαλάζιο των ματιών της κάτω από φωτοστέφανο ξανθών μαλλιών, δεν μπόρεσε να βρει εισιτήριο. Ο Αλέξανδρος την πλησίασε και της είπε: «Με συγχωρείτε, Fraulein, μα κατά λάθος άκουσα ότι έφυγαν ήδη τα εισιτήρια για το «Το κουκλόσπιτο». Τυχαίνει να έχω δύο και ευχαρίστως θα σας προσέφερα το ένα». «Δεν νομίζω…» ψέλλισε. «Δεν ξέρω αν πρέπει». «Καταλαβαίνω τους ενδοιασμούς σας, σας διαβεβαιώ, μα η παράσταση αυτή δεν χάνεται. Όλοι μιλούν για την ερμηνεία της Σόρμα! Δεν έχετε παρά να φτάσετε εγκαίρως και να φύγετε αμέσως μετά. Δεν περιμένω τίποτε παραπάνω, σας δίνω τον λόγο μου». «Καλοσύνη σας, μα αδύνατο να δεχτώ. Δεν ξέρω καν ποιος είστε!». Συστήθηκε βιαστικά. Η γερμανική κοινωνία σεβόταν άκρατα τους ακαδημαϊκούς τίτλους .Του πρόσφερε ένα γαντοφορεμένο χεράκι. «Λέγομαι Ελένη Ντανενμπέργκ». Και έτσι ο Αλέξανδρος έδωσε το εισιτήριο στην Ελένη, που προορίζονταν για τον φίλο και συμφοιτητή του, Νίκο Χατζηπέτρο.
Έτσι ακριβώς ξεκινάει ο μεγάλος έρωτας των νεανικών χρόνων του Αλέξανδρου για την Ελένη , το «Λένχεν»-Lenchen , μια ταλαντούχα Γερμανίδα ηθοποιός. Η Ελένη είχε γνωρίσει τον άντρα που άλλαξε για πάντα τη ζωή της…


Μεγάλο το πάθος και οι εραστές ήταν τυφλωμένοι από τον πόθο. Παρασύρονται σε μια σχέση πάθους με εντελώς απρόσμενη κατάληξη. Η σχέση τους θα κρατήσει μια ζωή, αλλά κυρίως από το 1895 έως το 1908.
Το 1897 ο Αλέκος επιστρέφει στην Αθήνα .Τότε ήταν ημέρες οδύνης ,κι ας ήταν αποφασισμένος να βάλει ένα τέλος και να φύγει. Φρικτή απόφαση και βαρύ το τίμημα, μα τι να έκανε; Ξέρανε εξ αρχής και οι δυο πως το χάσμα ήταν αγεφύρωτο. Έρως εις πείσμα της φρόνησης, «αταίριαστοι γάμοι»! Από τότε που έφυγε για την Αθήνα ο Αλέκος, κάθε συνάντηση ήταν μια γιορτή, αλλά οι μέρες , οι εβδομάδες και οι μήνες της απουσίας μακρύτερες, βαρύτερες, αβάσταχτες…
Μέχρι το 1908 ο Αλέκος συνέχισε να επιστρέφει κοντά της. Το δικό της ήταν το πρώτο κορμί που λάτρεψε και δεν το χόρτασε ποτέ, ούτε έπαψε να αγωνιά για την τύχη της. Την βοηθούσε πολλές φορές και χρηματικά.
Ο Αλέκος είχε ερωτικές σχέσεις με πολλές άλλες γυναίκες και δυο τουλάχιστον παντρεμένες Ελληνίδες, τελικά σε μεγάλη ηλικία παντρεύτηκε μία πλούσια χήρα σαραντατριών ετών, γυναίκα σπάνιας κομψότητας και φινέτσας, την Ιουλία την Femme όπως την έλεγε και ζήσαν μαζί 32 χρόνια αρμονικά, χωρίς ίχνος σύγκρουσης. Οι σημαντικότερες και μακροβιότερες σχέσεις δεν ήταν οι σεξουαλικές. Αντιθέτως, προτιμούσε αυτές τις παρορμητικές κι απρόβλεπτες ηδονές να τις κρατάει στο περιθώριο. Δυο φορές μόνο του συνέβη να εμπλακεί σε σχέση πάθους ερωτικού και συναισθηματικού μαζί. Νέος πολύ, γύρω στα 20 με την Ελένη, και μια ακόμη φορά, μετά τα 50, με την Ιουλία.


Το Λένχεν δεν είχε καμία υποστήριξη από το σπίτι της, ήταν ανεπιθύμητη, σαν έρημο σπουργίτι. Γι΄ αυτό και ήταν παρορμητική, σε υπερένταση αλλά και είχε πολύ φόβο. Είχε ένα ιδεαλισμό στην ψυχή που δεν ταίριαζε με τον σκληρό κόσμο γύρω της. Έτρεμε τους ανθρώπους και τη ζωή γενικότερα -φοβόταν πως δεν θα τα έβγαζε πέρα. Συγχρόνως όμως λαχταρούσε να βρει τη χαρά και τη θαλπωρή κι απεχθανόταν κάθε τι άσχημο και κακό. Αλλά και το γεγονός ότι ο δρόμος της διασταυρώθηκε με τον δρόμο του αγαπημένου της Αλέκο σε τόση νεαρή ηλικία ήταν σίγουρα γραφτό, διότι η θερμή του συμπαράσταση και η εντιμότητά του της έκαναν βαθιά εντύπωση, εντύπωση η οποία με τα χρόνια την επηρέασε όλο και περισσότερο και ήταν κι αυτή ένα εφόδιο για τον δρόμο της στο θέατρο. Η εικόνα του στη μνήμη της εξέπεμπε πάντα κάτι απερίγραπτα αγαθό και καλό, που συχνά την βοήθησε ,την εμψύχωνε. Υπήρχε κάποιος, κάπου, που νοιαζόταν αληθινά για αυτήν. Η Ελένη όμως παντρεύτηκε δυο φορές και χώρισε, διότι οι γάμοι της δεν ήταν αρμονικοί. Η Ελένη ήταν μια γυναίκα που οι δυσκολίες και οι αδυναμίες της οφείλονταν στην οικογένεια και τον κοινωνικό της περίγυρο.
Αυτή η γυναίκα μιλά μέσα από τα γεμάτα πάθος γραπτά, μέσα από τις σπαραξικάρδιες αυτές επιστολές έρωτα και απελπισίας. Οι περισσότερες από τις επιστολές κυριαρχούνται από ένα μεικτό συναίσθημα ερωτικού πάθους και λατρείας για την απουσία του αγαπημένου. Όσο και αν ψάχνει στηρίγματα στις αναμνήσεις της, ή σε άλλες περισπάσεις, αργά ή γρήγορα η Ελένη καταρρέει από το βάρος του χρόνου, καθώς οι σκοτεινές μέρες του γερμανικού βορά πέφτουν η μια πάνω στην άλλη και τη σκεπάζουν, όπως το βαρύ χιόνι σκεπάζει τους δρόμους του Βερολίνου. Ο εαυτός, γίνεται κι αυτός ένα βάρος. Κι όμως, μετά από την καταβαράθρωση, έρχεται ξανά η ανάταση. Η υπόσχεση της ευτυχίας μοιάζει αληθινή, ο χρόνος χωρίς τον αγαπημένο ξεχνιέται, ο πόνος της απουσίας γίνεται πληρότητα. Το 1908 η Ελένη αφήνει το θέατρο οριστικά.


Το 1908 ο Αλέξανδρος όταν ξανασυνάντησε για τελευταία φορά την Ελένη, βρήκε μια Λένχεν ξύπνια, θερμή, αιθέρια και φωτεινή. Μια γυναίκα τέλεια, η οποία αφού πέρασε από την φωτιά της ζωής , εξήλθε, καθαρή και αμόλυντος στην ψυχή και το πνεύμα, με αισθήματα θαυμαστά και ωραία. Πριν δεκατρία χρόνια είχε γνωρίσει ένα απαίδευτο, άγριο, ατίθασο πλάσμα, όταν την αγάπησε και ανέλαβε να την διαπαιδαγωγήσει. Η παλαιά συμπάθεια την οποία είχε προς αυτήν μετατράπηκε με τα χρόνια σε εκτίμηση και αγάπη. Η αγαπημένη του χωρίς το ερέθισμα της πιθανής απώλειας του πάθους που εισέπραττε, είναι ακριβώς ο φόβος της γυναίκας πως θα χάσει τον αγαπημένο της που κεντρίζει το πάθος, και φουντώνει τον έρωτά της, άρχισε να του ζητάει επίμονα να γίνει γυναίκα του. Με όλο τον πόθο προς απελευθέρωση και ευτυχία της πληγωμένης της ψυχής, δεν δίστασε να πλάσει στην φαντασία της το ωραίο όνειρο να γίνει γυναίκα του. Αυτός τρόμαξε, κατόπιν σκέφτηκε, σκέφτηκε πολύ υπέφερε, δεν τολμούσε να της δώσει ελπίδες. Τόσες οι δυσκολίες… Ήταν δύσκολο να πάρει την Ελένη. Την αισθανόταν να υποφέρει, να εξαρτάται από αυτόν όλη της τη ζωή όλο της το είναι και ήθελε να τη σώσει, να την κάμει ευτυχή. Αλλά τι θα έλεγε ο κόσμος, οι γονείς του; Η οικονομική της ανεπάρκεια…
Τους έδενε κάτι το αδιάρρηκτο, ένας δεσμός που ό,τι και να συνέβαινε στη ζωή, δεν θα λυνόταν. Μένει αυτός μίλια μακριά σε άλλη χώρα , μα αυτή νιώθει πως είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής της. Ήταν και οι δύο μόνοι και από ό,τι φαινόταν μόνοι θα παραμένανε, αφού δεν βρίσκανε ούτε ο ένας ούτε ο άλλος αυτό που αποζητούσε.
Ο Αλέκος ένιωθε στην κορυφή της ευτυχίας του, στην κορυφή της ζωής του. Τον αγαπούσε η ωραιότερη γυναίκα του κόσμου. Πιο σπουδαίο ακόμα: Αγαπούσε αυτός την ωραιότερη γυναίκα του κόσμου. Την είχε συνέχεια νοερά δίπλα του, όπως χρόνια ολόκληρα πριν την είχε μέσα του. Τώρα ζούσε ο ίδιος μέσα σ’ εκείνη. Την ποθούσε πάλι, όπως πάντα. Ο Αλέκος ήταν πλέον επιστήθιος φίλος με το Λένχεν. Η φιλία του με το Λένχεν οδηγήθηκε σε ανώτερο επίπεδο και μετουσιώθηκε σε κάτι αγνό και άσπιλο. Οι δυο τους βιώνουν μια ερωτική θύελλα. Έπρεπε να ερωτευθεί βαθιά ο Αλέκος για να ξυπνήσει μέσα του το συναίσθημα της αγάπης. Συμβαίνει αυτό σε κάποιους ανθρώπους, όταν η υπερβολή του πάθους μεθά τις αισθήσεις τους, παραλύει την αντίληψή τους, ναρκώνει τη σκέψη τους…
«Αγαπημένε μου Αλέξανδρε
Η αδυσώπητη σιωπή σου με λυπεί πολύ…
Ξεθύμανε η αγάπη σου και θέλεις να με ξεχάσεις;
Να μπορούσες να έρθεις κοντά μου -ή εγώ σε σένα! Δεν γίνεται να έρθω κοντά σου;…
Auf Wiedersehen λοιπόν , με ένα γλυκό φιλί από
Το Λένχεν σου»
«…Ατενίσαμε ώρα πολύ τον Ρήνο χωρίς λέξη, μα ήταν άλλη η σιωπή μας τώρα και ήξερα με απόλυτη βεβαιότητα πως και αυτή η στιγμή θα φώλιαζε για πάντα στην ψυχή μου».

«Αγαπημένε μου Αλέξανδρε
Ώστε ξανάδωσες, ανέλπιστα, σημεία ζωής! Απορούσα με την ακατάληπτη σιωπή σου και είχα αρχίσει να πιστεύω ότι θέλεις να μ΄ εξαλείψεις από τη μνήμη σου. Σε ευχαριστώ από καρδιάς για τα τρυφερά σου λόγια, μου έδωσαν μεγάλη χαρά ! Κι εγώ το πιστεύω, Αλέξανδρέ μου, πως τα όσα ζήσαμε μαζί και η ένταση της αγάπης μας, μας ένωσαν για πάντα. Τα χρόνια που πέρασαν, δέκα ατέλειωτα χρόνια, μας έδειξαν πως δεν ήταν πλάνη, δεν ήταν μέθη αυτό που μας έδεσε, αλλά μια και μοναδική αγάπη, η μεγάλη, που μένει αξέχαστη και δεν την ξαναζείς ποτέ. Γι΄ αυτό, βλέπεις, με θλίβει τόσο η σιωπή σου. Η αγάπη σου μου για σένα δεν έχει αλλάξει, κι ας μας χωρίζουν βουνά και θάλασσες-σε νιώθω κοντά μου παρ΄ όλα αυτά -και δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο που θα μ΄ έκανε να ξεχάσω την αγάπη μας, και κανένας που θα μπορούσε να σε αντικαταστήσει…»
Ώσπου το 1908 έρχεται ένα γράμμα από το Λένχεν και αναστατώνει τον Αλέκο…
Η ιστορία της Ελένης (Λένχεν) και του Αλέξανδρου φέρνει μοιραία στο νου εφηβικές ερωτικές σχέσεις που ισορροπούν πάνω σε ένα φτενό κομμάτι χρόνου και πραγματικότητας, έτσι που το πάθος συχνά παροξύνεται. Θυμίζει επίσης παθιασμένους έρωτες που βασάνισαν νέους ανθρώπους στα πέτρινα χρόνια, όταν συνήθως ο άντρας εργαζόταν σε άλλη χώρα, και η γυναίκα έπρεπε να υπομένει για μήνες μέχρι να τον αντικρίσει. Θυμίζει όμως και κάθε έρωτα, που πάντα συνυπάρχει με τη βάσανο, με την απουσία, με την επιθυμία που θεριεύει.
Η Μαρίνα Πετσάλη με ιδιαίτερη γλωσσική δεξιοτεχνία αναδεικνύει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης διεισδύοντας βαθιά στον ψυχισμό των ηρώων της, αναλύει τη δύναμη του ερωτικού πάθους, και τη δυναμικότητα της επιθυμίας.
Μια σπαρακτική μαρτυρία για την αγάπη , τον εφηβικό έρωτα ,τον παράφορο έρωτα ,το πάθος, τη μοναξιά , τη μνήμη, την σιωπή, την μελαγχολία, την απώλεια, την τέχνη, την ποίηση, το θέατρο, την ηθοποιία.
Ένα βιβλίο σπαρακτικό, βγαλμένο κατευθείαν από την καρδιά, που μας μιλάει άμεσα και χωρίς πόζες για το μυστήριο του απόλυτου έρωτα.
Ένα απολαυστικό και συγκινητικό ερωτικό μυθιστόρημα.
Διαβάστε το.


Η Μαρίνα Πετσάλη γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1971. Μεγάλωσε στην Αθήνα και σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Καίμπριτζ. Από το 1997 εργάζεται ως διερμηνέας στις Βρυξέλλες, έχοντας κάνει μια παρένθεση για να ζήσει από το 2008 έως το 2011 στο Βερολίνο. Αυτό είναι το πρώτο της βιβλίο.