Συγγραφέας του βιβλίου «Ο τελευταίος Άλυπος» – Εκδόσεις Αρμός

Η παλιά και η καινούρια γενιά της τρομοκρατίας, αποτελεί την αρχική σύλληψη του μυθιστορήματος της Ελένης Γκίκα, στο οποίο γινόμαστε μάρτυρες της δολοφονίας τριών παιδιών αλλά και μιας σειράς τυφλών χτυπημάτων. Ένα βιβλίο με ιδιαίτερο τίτλο, συγκλονιστική υπόθεση και έναν Αστυνόμο που έχει πάθος με τα λουλούδια και οτιδήποτε ιαπωνικό! «Ο τελευταίος Άλυπος» μας μιλάει ακόμη για τους πρώτους καταγεγραμμένους τρομοκράτες, αλλά στις σελίδες του εκτός από την αφήγηση και τους έντονους διαλόγους, φιλοξενεί και ποίηση η οποία, ωστόσο, δένει με την πλοκή! Όπως λέει στο Vivlio-life η συγγραφέας, που έχει εκδώσει δώδεκα ποιητικές συλλογές «Η αλήθεια είναι πως για μένα δίχως τον ρυθμό του κειμένου δεν υπάρχει κείμενο. Ακόμα και στον πεζό λόγο ακούω την μελωδία του. Αλλά και τη συνομιλία του ίδιου του κειμένου με άλλα παρεμφερή. Γράφοντας δεν γίνεται να μην ακούσω και να μην υπακούσω στους συνειρμούς».

  • Αστυνομικό χαρακτηρίζετε το μυθιστόρημά σας αλλά εκείνοι που το διάβασαν και έγραψαν την άποψή τους, μιλούν για θαυμάσιο κοινωνικό δοκίμιο, πολιτικό μυθιστόρημα, ακόμη και ψυχολογικό θρίλερ. Αποδέχεστε την γνώμη τους;
    Αγαπητή κυρία Τσακίρη, σπανίως ένα αστυνομικό είναι αμιγώς αστυνομικό. Τα αστυνομικά της Πατρίτσια Χάισμιθ ήταν ταυτοχρόνως και ψυχολογικά θρίλερ, τα μυθιστορήματα του Πόε ήταν και οντολογικό μυθιστόρημα, του Μπόρχες και φιλοσοφικό δοκίμιο, του Ελρόυ και πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο… Ειδικά το αστυνομικό μυθιστόρημα ήταν και παραμένει ο καθρέφτης της εποχής του. Βεβαίως και αποδέχομαι τον όποιο χαρακτηρισμό. Ακόμα και το πιο απλό μυθιστόρημα διαθέτει πάντα αρκετά επίπεδα, κι είναι μέχρι πού είναι διατεθειμένος να φτάσει ο κάθε αναγνώστης. Όσον αφορά τον δικό μου χαρακτηρισμό «αστυνομικό μυθιστόρημα» παραμένει δική μου προτίμηση και η δική μου εμμονή κι είναι κάτι που δεν προσπαθώ να κάνω πρώτη φορά. Η αχλύ μυστηρίου είναι η επιδίωξη σε κάθε βιβλίο που γράφω, ακόμα και για μένα την ίδια, τον γρίφο της ιστορίας προσπαθώ να λύσω, εξάλλου γρίφος δεν παραμένει και για μας η ζωή;
  • Στην πλοκή θα βρεθούμε μάρτυρες της δολοφονίας τριών παιδιών αλλά και μιας σειράς τυφλών χτυπημάτων που θα αναστατώσουν την τοπική κοινωνία σε μια παραθαλάσσια πόλη. Θέλετε να μας δώσετε μια μικρή γεύση της ιστορίας σας;
    Η αρχική σύλληψη του βιβλίου ήταν η παλιά και η καινούργια γενιά της τρομοκρατίας. Στην πορεία προκύπτει η συγγένειά τους. Κι όπως αρχίζει να αναπτύσσεται ο μύθος, τα πάθη και τα λάθη μιας άγριας νιότης και ενός, εν πολλοίς ξεχασμένου παρελθόντος. Μια γενναία γεύση της ιστορίας που αποτελεί και αναγνωστικό οδηγό, ίσως είναι η περίληψη που είχα προσθέσει ως οπισθόφυλλο στην αρχή (εντέλει βάλαμε κάτι πολύ μικρότερο):
    Σε μια παραθαλάσσια πόλη στην επαρχία μια γυναίκα, η Μπούλα- αλλά που την βάφτισαν Αγγελική-, φωνάζοντας τα δικά της ξόρκια στην εξοχή, πέφτει επάνω σε ένα δολοφονημένο κορίτσι. Στην φιλειρηνική πόλη τους τελευταία, με τις σχολές και τους φοιτητές που έχουν μαζευτεί εκεί και μετά την κρίση έχει αλλάξει η ζωή. Μια παλιά παρέα επιστρέφει. Η Όλγα Πετρίδη, κριτικός θεάτρου, για να ζήσει εκεί μια νέα απομονωμένη ζωή. Η Νόρα Ορφανίδη ή Άγκαθα όπως την αποκαλούσαν, έστω για να παραμείνει έγκλειστη στο παλιό πατρικό αρχοντικό. Ένας άγνωστος άντρας που φαίνεται να γνωρίζει πολλά και να ξέρει τα κατατόπια εκεί, επιθυμώντας να παραμείνει αόρατος. Στα σκουπίδια θα βρεθούν δυο ακόμα δολοφονημένα παιδιά. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, χτυπημένα με εφτά μαχαιριές.
    Ο αστυνόμος Μύρων Αγγέλου που έχει πάθος με τα λουλούδια του και οτιδήποτε το ιαπωνικό, με τους υπαστυνόμους Πέτρο Πετρίδη, Μάνθο Τουφεξή και Ισίδωρο Μπελιά θα προσπαθήσουν να χειριστούν την υπόθεση. Τα τυφλά χτυπήματα στην παρέλαση που θα ακολουθήσουν και οι εκρηκτικοί μηχανισμοί σε έναν οίκο μόδας, στην ταινιοθήκη της πόλης, στο παλιό εργοστάσιο του Γαλάνη, στο μηχανουργείο του Τουτουτζή, στην παμπ Βέργου, στο κλειστό σπίτι της Πετρίδη και στων Ορφανίδηδων το αρχοντικό, θα δώσει άλλη διάσταση στις έρευνες και η Μαίρη Πόπινς, η γυναίκα που οδηγεί το σχολικό, θα στρέψει τη προσοχή τους στο παρελθόν. Οι κάτοικοι θα ξαναζήσουν τα γεγονότα που ανάγκασαν μια παρέα κάποτε, την Όλγα, την Νόρα, τον Αντίοχο, τον Νικηφόρο, τον Νικόλα να σκορπίσουν στους πέντε ανέμους, η Κούλα Μπακάλη με τους τέσσερις Ιππότες και ίππους της αποκάλυψης και τις εκκλησιαστικές εμμονές της θα δίνει την δική της ερμηνεία στα γεγονότα καθημερινά και η Νανά από το Μαγαζάκι της γειτονιάς θα ξαναδεί την παλιά παρέα να επιστρέφει και μια καινούργια να ανθίζει στα χνάρια της, πιο σκοτεινή, περισσότερο απελπισμένη και αποφασιστική.
    Με την μέθοδο της σκυταλοδρομίας, στα 9 κεφάλαια του βιβλίου που αναπτύσσονται σε 9 υποκεφάλαια το καθένα, ο- άντρας- ψηλά- στο- βουνό, η- γυναίκα- της- βορινής- κουζίνας, η- γυναίκα- πέρα- απ’- τα- αμπέλια, η Κούλα Μπακάλη (γυναίκα του μπακάλη), η Νανά- αλλά- όχι- του- Ζολά, η Μαίρη Πόπινς, η Μπούλα –που- την- βαφτίσανε- Αγγελική, μαζί με τους αστυνόμους και υπαστυνόμους Μύρωνα Αγγέλου, Πέτρο Πετρίδη, Μάνθο Ντουφεξή, και Ισίδωρο Μπελιά ή Σιδεράκο, θα αφηγούνται τα όσα συμβαίνουν καθημερινά, αναζητώντας ταυτοχρόνως και την λύση του γρίφου στο παρελθόν.
    Μέσα σε όλα αυτά και: Ένας παλιός τρομοκράτης που είναι πια αδελφός Ματθαίος, Ένα αγόρι αγνώστου πατρός, Η παλιά και η νέα γενιά της τρομοκρατίας, Καθώς και η ιστορία της, ξεκινώντας από τους Ζηλωτές. Η κατάρα των Ορφανίδηδων να αυτοκτονούν όλοι οι Άλυποι στην οικογένεια, ο τελευταίος Άλυπος, η Άγκαθα που κάποτε εξαφανίστηκε και η πανάρχαια ιστορία της πατροκτονίας. Η αιώνια επανάληψη του βασικού μοτίβου ζωής και της μοιραίας σκηνής. Η καθημερινότητα που αλλάζει όπως αλλάζουμε κι εμείς. Το παρελθόν που επιστρέφει και απαιτεί επιτακτικά την δική του ανταμοιβή. Γιατί ό,τι έχει γίνει στο παρελθόν, εξακολουθεί να γίνεται για καιρό.
  • Ποια ελληνική πόλη θα κάλυπτε τις ανάγκες της ιστορίας που μας αφηγείστε;
    Οποιαδήποτε μικρή πόλη που μεγαλώνει από τις σχολές που φιλοξενεί και από τους παραθεριστές του Καλοκαιριού που ωστόσο όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, το παρελθόν είναι κοινό, το παρόν ευκολανάγνωστο και το μέλλον σχετικά προβλέψιμο.
  • Μύρων Αγγέλου. Είναι ο Αστυνόμος που θα χειριστεί την υπόθεση. Ο ήρωάς σας «έχει πάθος με τα λουλούδια του και οτιδήποτε το ιαπωνικό». Ας τον γνωρίσουμε λίγο καλύτερα σε σχέση, όμως, με την αγάπη του οτιδήποτε το ιαπωνικό!
    Θα μπορούσαμε να πούμε εσωστρεφής, από τη στόφα διανοούμενου, ο αστυνόμος που δεν θα περίμενες να είναι αστυνόμος! Ενδεικτικός ο τρόπος που αυτοσυστήνεται, αρχικά: «Όταν πρωτόρθα σκέφτηκα ότι δόξα τω Θεώ, κατόρθωσα να θέσω εαυτόν εκτός ιστορίας. Τίποτα δεν γινόταν. Πού και πού κανένας μεθυσμένος, κανένα τρακάρισμα, το πολύ ένας καυγάς. Αφού κι εμείς το ξεχνάγαμε τι ήρθαμε εδώ για να κάνουμε, κυκλοφορούσαμε νύχτα και μέρα σαν την άδικη κατάρα, με τα πολιτικά. Κι είχα χρόνο για όλα. Για τα φυτά μου και για τα χρώματά μου, για την ερημιά μου και πάνω απ’ όλα για εκείνο το ακανθώδες ερώτημα «έκανα, δεν έκανα καλά». Όλοι μπαίνουν στην αστυνομία για σιγουριά. Εγώ, επειδή σκότωσαν τον πατέρα μου. Κι όταν γύρισα από την Ιταλία όσο και να το έψαξα, η υπόθεση έκλεισε, «μπήκε στο αρχείο» μου είπαν, «ήταν αργά». Μπορεί και να έγινα αστυνόμος για να ξανανοίξω την υπόθεση, σκέφτομαι η αλήθεια είναι όλο και πιο αραιά. Η μνημονιακή Ελλάδα ήρθε κι εκεί που πλήτταμε και στα καλά καθούμενα, μας έβαλε φωτιά…»
  • «Ο τελευταίος Άλυπος». Το κεφαλαίο “Α” είναι αυτό που κάνει τον αναγνώστη να τον ψάξει στις πρώτες σελίδες του κειμένου, για να βεβαιωθεί πως πρόκειται για όνομα. Προφανώς πίσω από την επιλογή του ιδιαίτερου αυτού ονόματος υπάρχει μια βαθύτερη σκέψη, την οποία θα θέλαμε να μοιραστείτε μαζί μας.
    Κανένα όνομα ήρωα ή ηρωίδας δεν μπαίνει τυχαία. Και όσον αφορά ειδικά τον Άλυπο στο μυθιστόρημα με βασάνισε αρκετά. Υποδηλώνοντας με το στερητικό άλφα ό,τι σημαίνει κατ’ αρχάς, κι αμέσως μετά επιφορτισμένος με το κοινό πεπρωμένο με τον άλλον τον συνονόματό του εκείνον τον γλύπτη της αρχαιότητας.
  • Στην αναζήτηση, λοιπόν, γνωρίζουμε τον Πατριάρχη Άλυπο Ορφανίδη αλλά και τον Άλυπο τον νεώτερο. Μιλήστε μας για την οικογένεια Ορφανίδη.
    Ανοίγετε τεράστια κεφάλαια και φοβάμαι ότι θα χρειαστεί να γράψουμε ολόκληρο το βιβλίο. Είναι μια ένδοξη παλιά οικογένεια, μοιραία και τραγική, με παράδοση κάθε Άλυπός της να αυτοκτονεί. Κι ας το αφήσουμε εδώ για να διατηρήσουμε το μυστήριο.
  • «Η ευτυχία των ανθρώπων δεν ζυγίζεται με τα συνήθη σταθμά». Μία πρόταση ανάμεσα σε πολλές που ξεχωρίζουν στο βιβλίο σας. Ποια σταθμά θα προσθέτατε στο ζύγι σας;
    Εξυπακούεται ότι είναι πάντα διαφορετικά για τον καθένα μας. Δεν μας κάνουν τα ίδια πράγματα ευτυχισμένους. Η δική μου ασκητική ζωή μπορεί κάποιον άλλον να τον κάνει να πλήττει θανάσιμα ή να αυτοκτονεί.
  • «Επειδή κάποιοι μπερδεύουν τους νοικοκυραίους με τους νοικοκύρηδες, το δεύτερο είναι προσόν, το πρώτο είναι αρρώστια. Νοικοκυραίος δεν είναι ο νοικοκύρης. Νοικοκυραίος είναι ο μικροαστός με φασίζουσες τάσεις». Σ’ αυτή την πρότασή σας θα χρειαστεί να μείνουμε περισσότερο…
    Νομίζω ότι είναι αρκούντως ξεκάθαρη: ο νοικοκυραίος τα έχει όλα ταχτοποιημένα και σε κουτάκια. Ο νοικοκύρης αναλαμβάνει τις συνέπειες των πράξεών του, διαθέτει αρχές, ηθικούς νόμους, αξιακούς κώδικες, έχει ή προσπαθεί να έχει τις δικές του σταθερές. Ο πρώτος είναι κατά τα φαινόμενα. Ο δεύτερος ξέρει ότι η ζωή έχει το νόημα που της δίνουμε εμείς.
  • «Η τρομοκρατία ούτε ελληνικό ούτε σύγχρονο φαινόμενο είναι. Υπήρξε ανέκαθεν με διαφορετικές μορφές και εξυπηρετούσε διαφορετικούς σκοπούς», γράφετε και παραθέτετε ορισμένα τρομοκρατικά κινήματα ξεκινώντας από τον Πρώτο αιώνα μ.Χ. και τους Ζηλωτές. Γιατί χαρακτηρίζονται ως οι πρώτοι καταγεγραμμένοι ως τρομοκράτες;
    Διότι ήταν «Βυζαντινό κίνημα που υπερασπιζόταν τα συμφέροντα των χαμηλών τάξεων (μικροκαλλιεργητών, μικροϊδιοκτητών, εργατών και ναυτικών) απέναντι στους πλούσιους, τους υπερέχοντες και τους δυνατούς», νομίζω είναι σαφές.
  • H ποίηση κάνει πολύ έντονη την παρουσία της στο μυθιστόρημά σας. Με δεδομένο πως έχετε εκδώσει δώδεκα ποιητικές συλλογές, πόσο δημιουργικό και ευχάριστο είναι να τοποθετήσετε σε ένα κείμενο είτε αυτό είναι δημοσιογραφικό είτε λογοτεχνικό στίχους που να δένουν αρμονικά με την πλοκή αλλά να έχουν και κάτι να πουν στον αναγνώστη;
    Η αλήθεια είναι πως για μένα δίχως τον ρυθμό του κειμένου δεν υπάρχει κείμενο. Ακόμα και στον πεζό λόγο ακούω την μελωδία του. Αλλά και τη συνομιλία του ίδιου του κειμένου με άλλα παρεμφερή. Γράφοντας δεν γίνεται να μην ακούσω και να μην υπακούσω στους συνειρμούς.
  • «Ο τελευταίος Άλυπος» είναι το 42ο βιβλίο σας. Εντυπωσιακό!!! Μετά από Δεκαεπτά μυθιστορήματα, δώδεκα ποιητικές συλλογές, τέσσερις συλλογές με διηγήματα, ένα τόμο με συνεντεύξεις και έξι παραμύθια, έχετε σκεφτεί τον τίτλο και το θέμα του 43ου βιβλίου;
    Ναι κυρία Τσακίρη, είμαι από τους συγγραφείς που σχεδόν ξεκινώ από τον τίτλο, ο τίτλος ενίοτε λειτουργεί και σαν τον μίτο της ιστορίας μου. Πρώτα ακούω τον τίτλο κι ύστερα μου αποκαλύπτεται σιγά σιγά. Σχεδόν σαν κάποιος να μου την υπαγορεύει στ’ αυτί. Και ναι το επόμενο είναι σχεδόν έτοιμο…. Παρότι έχει ρίζες παλιές και μ’ έχει βασανίσει πολύ.

Αγαπητή κυρία Τσακίρη, σας ευχαριστώ για τις εξαιρετικά διεισδυτικές ερωτήσεις σας! Την καταχάρηκα την κουβέντα μας. Ευχαριστώ επίσης και το vivlio- life για τη θερμή φιλοξενία.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Σε μια παραθαλάσσια πόλη μια γυναίκα, φωνάζοντας τα ξόρκια της, πέφτει επάνω σε ένα δολοφονημένο κορίτσι. Στον σκουπιδότοπο, και με τον ίδιο τρόπο, θα βρεθούν δυο ακόμα δολοφονημένα παιδιά.
Μια παλιά παρέα επιστρέφει. Κι ένας άγνωστος άντρας επιθυμώντας να παραμείνει αόρατος, που φαίνεται να γνωρίζει πολλά.
Τα τυφλά χτυπήματα στην παρέλαση που θα ακολουθήσουν και οι εκρηκτικοί μηχανισμοί σε επτά διαφορετικά σημεία της πόλης, θα στρέψουν την προσοχή όλων στο παρελθόν. Ο αστυνόμος Μύρων Αγγέλου που έχει πάθος με τα λουλούδια του και οτιδήποτε το ιαπωνικό, θα προσπαθεί να χειριστεί την υπόθεση.
Και μέσα σε όλα αυτά: Ένας παλιός τρομοκράτης που είναι πια αδελφός Ματθαίος, ένα αγόρι αγνώστου πατρός, η παλιά και η νέα γενιά της τρομοκρατίας, η κατάρα των Ορφανίδηδων να αυτοκτονούν όλοι οι Άλυποι στην οικογένεια και η πανάρχαια ιστορία της πατροκτονίας. Η αιώνια επανάληψη του βασικού μοτίβου ζωής και της μοιραίας σκηνής. Το παρελθόν που επιστρέφει και απαιτεί επιτακτικά την δική του ανταμοιβή. Εξάλλου “Σε μια στιγμή, κανείς δε χάθηκε / Αργά γλιστράς – στη Συντριβή”.

Βιογραφικό
Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε το 1959 στο Κορωπί. Δημοσιογράφος και βιβλιοκριτικός στο “Αντί”, στις “Εικόνες”, στο “Έθνος” και στο “Έθνος της Κυριακής” από το 1983, έχει ασχοληθεί με το μυθιστόρημα, το διήγημα, την ποίηση, το παραμύθι, έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις και έχει επιμεληθεί βιβλία και σειρές. Κυκλοφορούν σαράντα βιβλία της. Δεκαεπτά μυθιστορήματα, δώδεκα ποιητικές συλλογές, τέσσερις συλλογές με διηγήματα, ένας τόμος με συνεντεύξεις και έξι παραμύθια. Το βιβλίο της “Η γυναίκα της βορινής κουζίνας” (εκδόσεις Καλέντη) ήταν υποψήφιο για το βραβείο Αναγνωστών το 2012. Άρθρα, συνεντεύξεις και κριτικές της έχουν δημοσιευθεί σε πολλά περιοδικά [“Περίπλους”, “Διαβάζω”, “Νέα Ευθύνη”, “diastixo”, “diavasame”, “Literature” κ.ά.] Ανήκει στην εκδοτική ομάδα του διαδικτυακού περιοδικού Fractal. «Ο τελευταίος Άλυπος» από τις εκδόσεις Αρμός είναι το 18ο μυθιστόρημα και το 42ο βιβλίο της.