Συγγραφέας του βιβλίου Ομηρία – Εκδόσεις ΕΞΗ

Με καταγωγή από τις Σέρρες, η Φανή Κεχαγιά έρχεται με το βιβλίο της να αναδείξει ένα μεγάλο ιστορικό γεγονός του τόπου της, που όμως η επίσημη Ιστορία δεν του έδωσε τον χώρο που δικαιούται στις σελίδες της: Τον σύσσωμο εκτοπισμό του πληθυσμού της Τζουμαγιάς, (σημερινή Ηράκλεια), κατά τη Β΄ Βουλγαρική Κατοχή, ο οποίος βρήκε καταφύγιο στο Ποζάρεβιτς της Σερβίας το 1916. Τόσο ως ιστορικό γεγονός, όσο και ως βίωμα στη συνείδηση των πρωταγωνιστών αλλά και των απογόνων τους είναι καταγεγραμμένο με την λέξη “ομηρία”. Όπως λέει στο Vivlio-life η συγγραφέας «Το κύριο κίνητρο για να γράψω την Ομηρία ήταν η ανάγκη μου να αναπληρωθεί, έστω μυθοπλαστικώ τω τρόπω, μια αδικία της επίσημης ιστοριογραφίας που μέχρι τώρα αγνοεί την τοπική ιστορία. Για μένα, είναι ένας φόρος τιμής για τον βασανισμένο αυτό τόπο και τις ψυχές των ανθρώπων του». Το βιβλίο της, όπως τονίζει «δεν είναι ιστοριογραφία, αλλά μυθιστόρημα που πατά πάνω σε ιστορικό καμβά και ως τέτοιο πρέπει να διαβαστεί».

  • Τζουμαγιά Σερρών 1916. Εκεί μας ταξιδεύετε με την Ομηρία για να συναντήσουμε την Αννού. «Δυο φορές ξεριζωμένη» είναι η ηρωίδα σας. Ας μάθουμε το γιατί, ώστε να την γνωρίσουμε λίγο καλύτερα.
    Η πλοκή της Ομηρίας ξεκινά με την Αννού, κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, να βρίσκεται στην Ανατολική Θράκη όπου κατέληξε φεύγοντας από την Τζουμαγιά –και αυτός είναι ο πρώτος της ξεριζωμός– με τον Τούρκο Φουρκάν. Από την Ανατολική Θράκη ξεριζώνεται –δεύτερος ξεριζωμός– κυνηγημένη από τους Τούρκους. Έπειτα, ακολουθούν άλλοι δύο ξεριζωμοί, που θα τους παρακολουθήσει ο αναγνώστης διαβάζοντας το βιβλίο.
  • Ο τίτλος «Ομηρία» κυριολεκτεί ή επιλέχθηκε με κάποιο άλλο σκεπτικό;
    Ο τίτλος ήταν μονόδρομος, εφόσον το ιστορικό γεγονός του εκτοπισμού των κατοίκων της Τζουμαγιάς είναι καταγεγραμμένο ως «ομηρία», τόσο στη συνείδηση των πρωταγωνιστών και των απογόνων τους όσο και όσων –λίγων– ασχολήθηκαν με αυτό ως μελετητές και καταγραφείς.
  • Μιλήστε μας για την οικογένεια του Βλάχου μεγαλέμπορου Σάντρου Ράσκου, πατέρα της ηρωίδας σας, αλλά και τη ζωή στην Τζουμαγιά τη χρονική στιγμή που πραγματεύεστε.
    Η Τζουμαγιά στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν ένα πλούσιο κεφαλοχώρι –ή κωμόπολη με τα σημερινά δεδομένα–, χτισμένη στις όχθες του Στρυμόνα, σταθμός καραβανιών απ’ όλα τα Βαλκάνια, με πολλά χάνια, γεωργική σχολή, μαντολινάτα, αρρεναγωγεία και παρθεναγωγεία, σπίτια πετρόχτιστα και το φημισμένο σε όλη την περιοχή ζωοπάζαρο της Παρασκευής, απ’ όπου και το όνομά της – Τζουμά στα τουρκικά είναι η Παρασκευή, Τζουμαγιά σημαίνει «την Παρασκευή». Δηλαδή, παρά τις μάχες κατά τον Μακεδονικό Αγώνα και παρότι στόχος επιβολής και ελέγχου και μήλο έριδος μεταξύ Βουλγάρων, Ρουμάνων και Τούρκων, όπως και περίπου όλη η Μακεδονία, ήταν ένας τόπος που άνθιζε χάρη στην εργατικότητα και το επιχειρηματικό πνεύμα των κατοίκων της.
    Ο Βλάχος Σάντρος Ράσκος, πρόσωπο πλαστό, στην Ομηρία είναι ένας από τους εύπορους κατοίκους της Τζουμαγιάς, που μαζί με την οικογένειά του ξεριζώνεται και παίρνει τον δρόμο της ομηρίας προς το Ποζάρεβιτς (ή Ποζάρεβατς) της Σερβίας το 1916, κατά τη Β΄ Βουλγαρική Κατοχή. Μέσα από τις δραματικές περιπέτειες που αντιμετωπίζουν και την πορεία του εκτοπισμού τους μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης γιατί το ιστορικό γεγονός της ομηρίας απέβη για όσους το βίωσαν τόσο τραγικό.
  • Ιστορία και μυθοπλασία συναντώνται σε μια δραματική εποχή για την Μακεδονία: Βαλκανικοί πόλεμοι και Βουλγαρική κατοχή. Να εστιάσουμε στον τόπο σε σχέση με τον χρόνο που τοποθετήσατε τους ήρωές σας;
    Η Μακεδονία κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους υπέστη απίστευτα δεινά. Χωριά και πόλεις πυρπολήθηκαν (για παράδειγμα, η πόλη των Σερρών κάηκε ολοσχερώς από τους Βούλγαρους το 1913), αμέτρητοι άνθρωποι –που έμειναν γνωστοί ως «ντουρντουβάκια»– εκτοπίστηκαν στα βουλγαρικά τάγματα εργασίας, πολλοί από τους οποίους δεν επέστρεψαν ποτέ και κανείς δεν έμαθε την τύχη τους. Οι κάτοικοι των Σερρών, της Δράμας και της Καβάλας είναι πολύπαθοι και βασανισμένοι και οι ήρωες της Ομηρίας, τοποθετημένοι μυθοπλαστικά στην εποχή που αναφέρατε, βιώνουν το δικό τους δράμα. Η ιδιαιτερότητα του γεγονότος της ομηρίας των Τζουμαγιωτών έγκειται πως σε καμία άλλη περίπτωση εκτός από αυτή της Τζουμαγιάς δεν παρατηρείται ιστορικά ο εκτοπισμός σύσσωμου πληθυσμού μιας περιοχής.
  • «Ο Βούλγαρος διοικητής των Σερρών διατάζει τους κατοίκους της Τζουμαγιάς να εγκαταλείψουν μέσα σε δυο ώρες τα σπίτια τους», γράφετε. Είχατε στη διάθεσή σας κάποιες καταγραμμένες μαρτυρίες για το δραματικό αυτό δίωρο;
    Φυσικά. Οι καταγραφές του Γ. Καφταντζή, του Γ. Τζεμαΐλα και του Κ. Ασλανίδη μου έδωσαν σαφή εικόνα για το τι και πώς συνέβη. Στο βιβλίο, βέβαια, τα ντοκουμέντα είναι διανθισμένα με μυθοπλασία. Η Ομηρία, και θέλω να το τονίσω, δεν είναι ιστοριογραφία, αλλά μυθιστόρημα που πατά πάνω σε ιστορικό καμβά και ως τέτοιο πρέπει να διαβαστεί.
  • Αν κάποιος σας ζητούσε περισσότερες πληροφορίες για τον ξεριζωμό της Τζουμαγιάς σε ποια πηγή θα τον παραπέμπατε ώστε να έχει μία πλήρη εικόνα αυτού του σπουδαίου ιστορικού κεφαλαίου;
    Ανέφερα ήδη τον Καφταντζή, τον Τζεμαΐλα και τον Ασλανίδη. Θα συμπληρώσω την εξαιρετική έκδοση του Πολιτιστικού Λαογραφικού Συλλόγου Βλάχων Δήμου Ηράκλειας Ω, φιλτάτη Τζουμαγιά, 100 χρόνια από την ομηρία των κατοίκων της Ηράκλειας Σερρών που, σε επιμέλεια της Στυλιάνας Γκαλινίκη, κυκλοφόρησε το 2016, με την αφορμή της επετείου των 100 χρόνων από το γεγονός της ομηρίας – όλες οι πηγές μου αναγράφονται στο τέλος του βιβλίου.
  • Πόσοι άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους;
    Αν και στην Ομηρία υπάρχει αριθμητική αναφορά στον κατά προσέγγιση πληθυσμό της Τζουμαγιάς, βάσει των μαρτυριών, εν τέλει αυτό που έχει σημασία είναι το ότι επρόκειτο για τον ξεριζωμό σύσσωμου του πληθυσμού, κάτι που καθόρισε τον ρου της ιστορίας της περιοχής, με τον απόηχο να πλανάται ακόμη.
  • Παρατηρώντας τον χάρτη του εξωφύλλου εκτός από την Τζουμαγιά έχετε υπογραμμίσει άλλη μία πόλη. Το Ποζάρεβιτς της τότε Γιουγκοσλαβίας. Είναι ο τόπος που κατέληξαν οι διωγμένοι Έλληνες;
    Όπως αναφέρεται στο βιβλίο, οι διωγμένοι της Τζουμαγιάς εγκαταστάθηκαν από τους Βούλγαρους μαζί με τον ντόπιο πληθυσμό του Ποζάρεβιτς της Σερβίας και έμειναν ως το 1918, χρονιά συνθηκολόγησης των Γερμανοβουλγάρων. Τότε και αποφάσισαν να επιστρέψουν στα πάτρια.
  • Από τη Μακεδονία σ’ ένα ξένο τόπο. Πόσο φιλόξενο αποδείχτηκε το Ποζάρεβιτς για τις οικογένειες που αναγκάστηκαν να το κάνουν δεύτερη πατρίδα τους;
    Εξαιρετικά φιλόξενο χάρη στους Σέρβους κατοίκους του, που και οι ίδιοι βρίσκονταν υπό βουλγαρική κατοχή εκείνη την περίοδο. Το κλίμα της συνοίκησης των Τζουμαγιωτών με τους κατοίκους του Ποζάρεβιτς αποδίδεται στην Ομηρία, και πάλι μέσω της μυθοπλασίας.
  • Κατάγεστε από τις Σέρρες και άρα είχατε πολλούς λόγους για να αναδείξετε ένα ιστορικό γεγονός, που ίσως η επίσημη Ιστορία δεν του έδωσε τον χώρο που δικαιούνταν. Νιώσατε πως έχετε υποχρέωση απέναντι στους προγόνους σας να το κάνετε;
    Το κύριο κίνητρο για να γράψω την Ομηρία ήταν η ανάγκη μου να αναπληρωθεί, έστω μυθοπλαστικώ τω τρόπω, μια αδικία της επίσημης ιστοριογραφίας που μέχρι τώρα αγνοεί την τοπική ιστορία. Για μένα, είναι ένας φόρος τιμής για τον βασανισμένο αυτό τόπο και τις ψυχές των ανθρώπων του.
  • Περιγράψτε μας την Τζουμαγιά του σήμερα και τους λόγους που αξίζει να την επισκεφθεί κανείς.
    Η σημερινή Ηράκλεια είναι μια καινούργια πόλη χτισμένη πάνω στη ρημαγμένη Τζουμαγιά. Είναι ένας τόπος που ξαναγεννήθηκε από τις στάχτες του με πολύ κόπο και πείσμα των κατοίκων του που παρέμειναν πιστοί σε αυτόν ζώντας από το 1918 ως το 1930 σε παράγκες και παραπήγματα σε συνθήκες άθλιες. Ο σημαντικότερος, για μένα, λόγος για τον οποίο αξίζει κανείς να επισκεφτεί τη σημερινή Ηράκλεια, είναι για να αποτίσει φόρο τιμής στους ομήρους που, εις πείσμα των καιρών και με τη βαθιά ριζωμένη αγάπη για τον τόπο τους, δεν επέτρεψαν αυτός να αφανιστεί.
    Το ιδιαίτερο άρωμα της Τζουμαγιάς του 1916, το εισπνέει ο αναγνώστης ταξιδεύοντας με την Ομηρία…

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Σεπτέμβρης, 1916. Ο Βούλγαρος διοικητής των Σερρών διατάζει τους κατοίκους της Τζουμαγιάς να εγκαταλείψουν μέσα σε δύο ώρες τα σπίτια τους.

Η διαταγή βρίσκει την Αννού, κόρη του Βλάχου μεγαλέμπορου Σάντρου Ράσκου, ήδη δυο φορές ξεριζωμένη. Την πρώτη από την Τζουμαγιά, απ’ όπου έφυγε κρυφά με τον Τούρκο Φουρκάν, και τη δεύτερη από το Καβακλί της Ανατολικής Θράκης, όπου είχαν στήσει με τον Φουρκάν το σπιτικό τους.

Η Αννού με την οικογένειά της ακολουθεί το μακρύ καραβάνι των ξεριζωμένων στην καταναγκαστική πορεία θανάτου, χωρίς να ξέρει πόσες ακόμη ζωές τής επιφυλάσσει η μοίρα της να ζήσει.

Ένα κορδόνι ζωές ξηλωμένες αγαλιανά τον δρόμο τον μακρύ πήραμε. Για το πού κανείς δεν ήξευρε. […] Στην αρχή, ένα μοιρολόγι σιγαλό από γυναίκες ανέβαινε, ύστερα το πνιχτό αχολόι και το τροχάλισμα απ’ τις τόσες ρόδες απά στις πέτρες και των τόσων ποδιών το σούρσιμο κάθε άλλον θόρυβο τον κουκούλωσε. Οι κουβέντες έλειπαν…

Δύο χρόνια μετά, με τη συνθηκολόγηση των Βουλγάρων, η οικογένεια του Σάντρου Ράσκου είναι ελεύθερη να επιστρέψει στα πατρογονικά εδάφη. Όμως, η Τζουμαγιά δεν υπάρχει πια? τα πετρόχτιστα σπίτια έγιναν αναχώματα στο πεδίο βολής Άγγλων και Βουλγάρων.

Πόσες ακόμη απώλειες είναι γραμμένο να ζήσει η Αννού σ’ αυτή την αμφίβολη πορεία επιστροφής στα πάτρια;

Βιογραφικό
H συγγραφέας Φανή Κεχαγιά είναι φιλόλογος και επιμελήτρια κειμένων, απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του ΑΠΘ και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στη Δημιουργική Γραφή του ΠΔM. Γράφει μυθιστορήματα, διηγήματα, παραμύθια, άρθρα και θεατρικά. Έργα της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικές εκδόσεις και λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει συμμετάσχει στην «8η Λογοτεχνική Σκηνή» του περιοδικού Εντευκτήριο και σε πανελλήνια και διεθνή συνέδρια. Δύο θεατρικά έργα της έχουν ήδη ανέβει στη σκηνή (2018 και 2020).