Συγγραφέας του βιβλίου «Δωμάτια με δόντια» – Εκδόσεις Μελάνι


Τι μπορεί να συναντήσει ο αναγνώστης στα «Δωμάτια με δόντια»; Από την απληστία και τη μοχθηρότητα μέχρι τη μνησικακία και σαρκοφαγία, σύμφωνα με την Έλσα Κορνέτη. Στο βιβλίο της το πραγματικό και το φανταστικό προχωρούν παράλληλα για να δώσουν μέσα από αλληγορικές ιστορίες, ένα αποτέλεσμα που άλλοτε μας κάνει να χαμογελάσουμε και άλλοτε να προβληματιστούμε και να σκεφτούμε λίγο βαθύτερα από το προφανές. Όπως λέει στο Vivlio-life η συγγραφέας “Επικεντρώνομαι στη συγγραφή ηθογραφημάτων και ψυχογραφημάτων υποδόρια σαρκαστικών και υπαινικτικών. Το να μπαινοβγαίνω στα δωμάτια του φανταστικού και του πραγματικού αποτελεί τον βασικό πυρήνα της δουλειάς μου. Αυτή η παράδοξη εναλλαγή αποτελεί για μένα τόπο έμπνευσης και τρόπο έκφρασης. Η αίσθηση της απογείωσης και αιώρησης σε εναλλαγή με αυτήν της προσγείωσης”.

  • Ας ανοίξουμε την πόρτα και ας μπούμε μαζί σας στα «Δωμάτια με δόντια». Υπάρχει λόγος, προφανώς που τα δωμάτιά σας δεν έχουν θέα αλλά… δόντια!
    Οι ήρωές μου ζουν σε δωμάτια φαινομενικά αφιλόξενα, δωμάτια επιθετικά γεμάτα ματαιώσεις, θυμούς, εκρήξεις, φόβους, κινδύνους και οσμή σαρκοφαγίας, όμως ταυτόχρονα ζουν και σε δωμάτια μαγικά και παράξενα γεμάτα με χρώματα και μουσικές και θεατρικά κουστούμια και μάσκες και απεριόριστες εκπλήξεις σουρεαλιστικού τύπου αντιμετωπίζοντας τις αντιξοότητες της ζωής περιπαικτικά με άφθονο μαύρο χιούμορ.
  • Δόντια, λοιπόν!… Ποιες έννοιες χωρέσατε στην τρίτη λέξη του τίτλου σας;
    Σε πρώτο πλάνο επιχειρώ να χωρέσω την απληστία, τη λαιμαργία, τη βουλιμία. Ακολουθούν η μοχθηρότητα, η μνησικακία, η σαρκοφαγία με τη μεταφορική της έννοια, η επιθετικότητα και ο ανταγωνισμός ως τρόπος ζωής για την επιβίωση και η παράλληλη εξάσκηση της ευρηματικότητας.
  • «και άλλες κοφτερές ιστορίες», διαβάζουμε στο εξώφυλλο. Ποια από τις τριάντα μία ιστορίες θεωρείτε πως είναι γραμμένη με πιο κοφτερή γλώσσα;
    Το διήγημα «Οδοντοστοιχίες». […] Οι ξαναμμένες μασέλες κάθε μέρα ολόγυρα, ανοιγοκλείνοντας με πάταγο, κροταλίζουν, χοροπηδούν στης ηλιθιότητας τις ατέλειωτες γιορτές […].
  • Πάντως, όσοι διάβασαν όλο το βιβλίο σας έφθασαν κάποια στιγμή και στα «Δόντια στις στέγες», που όμως είναι ποίημα. Τα δόντια σ’ αυτό προκαλούν ένα αυθόρμητο γλυκό αλλά και νοσταλγικό χαμόγελο. Γράφτηκε πριν ή μετά την καταγραφή των όσων κρύβουν τα «δωμάτια»;
    Γράφτηκε πριν την καταγραφή των όσων κρύβουν τα «δωμάτια», αποτελεί μέρος προσωπικού βιώματος, μια ισχυρή παιδική ανάμνηση κι ένα έθιμο που χάθηκε στον χρόνο.
  • Πραγματικό και φανταστικό προχωρούν παράλληλα στο βιβλίο σας. Πόσο εύκολη αποδείχτηκε αυτή η εναλλαγή στη σκέψη και στη γραφή;
    Το να μπαινοβγαίνω στα δωμάτια του φανταστικού και του πραγματικού αποτελεί τον βασικό πυρήνα της δουλειάς μου. Αυτή η παράδοξη εναλλαγή αποτελεί για μένα τόπο έμπνευσης και τρόπο έκφρασης. Η αίσθηση της απογείωσης και αιώρησης σε εναλλαγή με αυτήν της προσγείωσης. Συνηθίζω να λέω ότι πορεύομαι με ένα πόδι-ρίζα στη γη κι ένα χέρι-φτερό στον ουρανό σε διαρκή ετοιμότητα πτήσης.
  • Επιλέξατε να μιλήσετε στους αναγνώστες σας μέσα από αλληγορικές ιστορίες. Πιστεύετε πως έτσι αγγίζετε πιο εύκολα τις ευαίσθητες χορδές τους και άρα δε χρειάζεται να επιχειρήσετε τον διδακτισμό;
    Έχω επιλέξει συνειδητά τις αλληγορικές ιστορίες με μια χροιά παραμυθιού ακριβώς για να μη γίνουν τα δημιουργήματά μου ηθικοπλαστικά και διδακτικά. Επικεντρώνομαι στη συγγραφή ηθογραφημάτων και ψυχογραφημάτων υποδόρια σαρκαστικών και υπαινικτικών.
  • Ποιο από τα πολλά κοινωνικά μηνύματα που έχετε συμπεριλάβει στις μικρές αλληγορικές σας ιστορίες και τις παραβολές θα θέλατε να μας μείνει ολοκληρώνοντας το βιβλίο σας;
    Θα ήθελα να μείνει το μήνυμα της σεμνότητας, της απλότητας, του στοχασμού και της κατανόησης, αλλά κυρίως του σεβασμού στο περιβάλλον, στα άλλα όντα, του σεβασμού στον συνάνθρωπο και φυσικά του σεβασμού στον ίδιο μας τον εαυτό. Η ανθρώπινη αλαζονεία έχει αποδειχθεί εξόχως καταστροφική και παράλληλα συνώνυμη της ανοησίας.
  • Πρωταγωνιστές σας «ανυποψίαστοι, επιπόλαιοι, ηδονικοί, άτυχοι, παράξενοι, φοβικοί και τρομοκρατημένοι – κυρίως όμως τύποι καθημερινοί …» Επομένως όλοι μας μπορούμε να ταυτιστούμε με κάποιον ήρωά σας. Βρίσκεστε κι εσείς ανάμεσά τους με προσωπικά βιώματα που μοιραστήκατε μαζί μας με κάποια αλληγορική ιστορία;
    Βρίσκομαι παντού ανάμεσά τους, αλλά η ιστορία που είναι απολύτως προσωπική και βιωματική είναι το «Κορίτσι στον λάκκο», μια αναποδιά που μου συνέβη στην ηλικία περίπου των οκτώ ετών και θα μπορούσε να μου κοστίσει τη ζωή.
  • «…που ζουν και επιζούν καταναλώνοντας ματωμένα κομμάτια ωμής πραγματικότητας ή αγκαθωτής φαντασιοπληξίας». Τα επίθετα που επιλέξατε για να προσδιορίσετε τα ουσιαστικά της πρότασής σας είναι το ένα πιο «επιθετικό» από τα άλλα. Θέλετε να μας μιλήσετε για τη σκέψη που κρύβεται πίσω από την πρόταση;
    Η εσωτερική μας πραγματικότητα, όσο και η πραγματικότητα του κόσμου μπορούν να γίνουν περιβάλλοντα απόλυτα επιθετικά, τόσο τοξικά και αγκαθωτά που μπροστά τους να κάνουν ακόμα και αυτές τις κοφτερές ιστορίες μου να φαντάζουν ρομαντικές καρτ ποστάλ με ηλιοβασιλέματα.
  • Υπάρχει άλλο ένα επίθετο για το οποίο θα θέλαμε να τοποθετηθείτε και έχει σχέση με τους ήρωες – φιγούρες που κρύβονται στις σελίδες του βιβλίου: «επιπλέουν σε ανήσυχους και ταπεινωτικούς καιρούς». Όπως καλά καταλάβατε πρέπει να τοποθετείτε για τους «ταπεινωτικούς».
    Είναι γεγονός ότι ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη ιστορία του ο σύγχρονος άνθρωπος, ο λάτρης και υπηρέτης της τεχνολογίας και της όποιας προόδου της και αναφέρομαι στα τελευταία 60, 70 χρόνια δεν αισθάνθηκε τόσο ταπεινωμένος από έναν αόρατο εχθρό, όσο σε αυτήν την εποχή της πρόσφατης πανδημίας. Αυτός ο ανήμερος τεχνοκράτης, ο νάρκισσος, ο αλαζόνας, με την ψευδαίσθηση της αθανασίας και της παντοδυναμίας βρέθηκε ξαφνικά έρμαιο ενός αόρατου «ζούφιου» και στάθηκε μπροστά σ’ έναν απροσδιόριστο εισβολέα, γυμνός, ευάλωτος, θνητός, ανυπεράσπιστος, απομονωμένος, φοβισμένος, δειλός, με μια αίσθηση ακραίας ταπείνωσης να τον κατακλύζει.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
«… Ήταν ένας ήχος στριγκός και διαπεραστικός που δύσκολα μπορούσε κανείς με αληθοφάνεια να περιγράψει χωρίς ν’ ανατριχιάσει. Ξεχύνονταν από χαραμάδες, από πόρτες κοινές, από πόρτες ασφαλείας, από παράθυρα κι άλλα ανοίγματα, διαπότιζε τον αέρα με ήχους εφιαλτικούς με μια γκάμα από τριξίματα και κροταλίσματα που έμοιαζε ανεξάντλητη, σαν να προερχόταν από μια στρατιά ζόμπι που ξεχύθηκε από τα νεκροταφεία τρικλίζοντας προς την πόλη. Ένας ήχος ξερός κι επαναληπτικός από κροτάλισμα δοντιών κι από μασέλες που έτριζαν τα δόντια. Μια άγρια μουσική έβγαινε από σφιγμένα δόντια κάθε τύπου και κάθε μεγέθους που τις νύχτες όλο ανησυχία, υποσυνείδητο άγχος κι αϋπνία κροτάλιζαν χορεύοντας στον εφιαλτικό σκοπό της…»
Πρωταγωνιστές ανυποψίαστοι, επιπόλαιοι, ηδονικοί, άτυχοι, παράξενοι, φοβικοί και τρομοκρατημένοι -κυρίως όμως τύποι καθημερινοί- που ζουν και επιζούν καταναλώνοντας ματωμένα κομμάτια ωμής πραγματικότητας ή αγκαθωτής φαντασιοπληξίας. Η Έλσα Κορνέτη αφηγείται τη σύγχρονη ζωή με μια ποικιλία από φιγούρες που έμαθαν να υπερίπτανται, αλλά και να επιπλέουν, σε ανήσυχους και ταπεινωτικούς καιρούς, πρόσωπα που ήρθαν κι άραξαν σε ένα σύμπαν όπου η ακοή και η μνήμη συνυπάρχουν δαιμονικά κι αγγελικά στην αγωνία της αναμέτρησης με το πεπρωμένο των μικρών και μεγάλων καταναγκασμών.

Βιογραφικό
Η Έλσα Κορνέτη γεννήθηκε στο Μόναχο. Σπούδασε Oικονομικά στην Ελλάδα και στην Γερμανία. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Δημοσιεύει τακτικά ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια, κριτικά κείμενα, και μεταφράσεις. Ποιήματά της έχουν περιληφθεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί σε έντεκα γλώσσες. Έχει εκδώσει δεκαπέντε βιβλία εκ των οποίων τα έντεκα είναι ποιητικές συλλογές και συνθέσεις. Δύο ποιητικά βιβλία της το «Ένα μπουκέτο ψαροκόκαλα (2009) και το «Κονσέρβα Μαργαριτάρι» (2011) ήταν υποψήφια για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το ποιητικό βιβλίο της «Κανονικοί Άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ουρά» (2014) τιμήθηκε με το βραβείο «Γιώργος Κάρτερ». Το τελευταίο ποιητικό της βιβλίο έχει τον τίτλο «Ο ήρωας πέφτει», Οι Εκδόσεις των Φίλων (2021)