Συγγραφέας του βιβλίου «Φοβού τους Έρωτας και δώρα φέροντας» – Εκδόσεις «ΚΕΔΡΟΣ»
Μπορεί να είναι συγγραφέας, μα, το γεγονός πως πριν απ’ όλα είναι αναγνώστης οδήγησαν την Κωνσταντίνα Λιβιεράτου να γράψει ένα βιβλίο στο οποίο δε θα περάσουμε ατέλειωτες ώρες πλήξης και εκνευρισμού με ακατάσχετη φλυαρία, επαναλήψεις, επεξηγήσεις και «δυσκοίλια» γλώσσα, όπως μας λέει πως πέρασε εκείνη διαβάζοντας πολλά βιβλία. Έγραψε, λοιπόν, ένα βιβλίο διαφορετικό, το οποίο αποτελείται από μία νουβέλα, έξι διηγήματα και μία επιστολή, με τον έρωτα και τον θάνατο να κρατούν γερά τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Όπως δηλώνει στο Vivlio-life η συγγραφέας «Για εμένα Έρωτας είναι η ζωή και Θάνατος το τέλος της. Ο άνθρωπος παλεύει για τον έρωτα, όπως παλεύει για τη ζωή του, τον αέρα που ανασαίνει, την επιβίωσή του, την αξία του περάσματός του από τη Γη. Τη χαρά της ζωής»!
Ο τίτλος του βιβλίου σας αποτελεί παράφραση της γνωστής σε όλους μας ρήσης. Μια φράση που γενικά χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να μιλήσουμε για δολιότητα λαμβάνοντας κάποια απροσδόκητα δώρα. Αυτός ήταν ο λόγος που τον επιλέξατε;
Δεν έχει δόλο ο Έρωτας. Έρχεται γυμνός, αθώος να κερδίσει την καρδιά σου, με την ομορφιά του, τη χαρά του, τις ηδονές του. Τα βέλη του είναι του κατακτητή, όμως φαρμακερά. Στοχεύει κατάκαρδα, σε λαβώνει σαν αμέριμνο πουλί, σε ρίχνει κάτω μπορεί και να σε σκοτώσει άθελά του. Στο εξώφυλλο τα βέλη του Θεού Έρωτα στάζουν αίμα. Μπορεί να σε στείλει στην κορυφή του Ολύμπου αλλά και στον Αχέροντα!
Ο Λαοκόων είχε προειδοποιήσει τους Τρώες να μη δεχθούν το «δώρο» των Δαναών. Διαβάζοντας τη μία νουβέλα, τα έξι διηγήματα και τη μία επιστολή που συνθέτουν το βιβλίο σας θα συναντήσουμε κάπου «Δούρειο Ίππο»;
Αν υπάρχει «Δούρειος Ίππος» στις ερωτικές ιστορίες μου είναι η ίδια η ακατανίκητη ανάγκη των ανθρώπων για αγάπη. Αυτή είναι το μέσο που τους οδηγεί στον πόνο, τα βάσανα, την απόρριψη, τη ματαίωση, τη μοναξιά του έρωτα. Η πρωταρχική ανάγκη για άγγιγμα, για αγκαλιά, για επιβεβαίωση, για συντροφικότητα όταν συναντά την απαράμιλλη ομορφιά του έρωτα, την απατηλή γοητεία του, τη μεθυστική παραζάλη του, ε, ναι, μπορεί να πάρει και την Τροία!
«Τι σ’ αρέσει καλύτερα… ή κωκ;». Μια δυνατή έκφραση κι ένα ερώτημα που θα συναντήσουν οι αναγνώστες ξεκινώντας την ανάγνωση του βιβλίου. Πολλοί θα τη διαβάσουν, ίσως λίγοι καταλάβουν πως κρύβονται τρυφερές οικογενειακές στιγμές πίσω από το ερώτημα. Μιλήστε μας γι αυτό.
«Τι σ’ αρέσει καλύτερα… ή κωκ;» έλεγε ο πατέρας μου αστειευόμενος, όταν ήθελε να προσγειώσει τις παιδικές μας απαιτήσεις. Εννοούσε ότι όταν έχουμε μόνο κωκ στο ψυγείο, δεν υπήρχε περίπτωση να απολαύσουμε… τούρτα πάβλοβα! Όπως λένε οι Αμερικάνοι, όταν η ζωή σου δίνει λεμόνια, κάνε λεμονάδα! Αν λοιπόν ο έρωτας είναι για σένα άπιαστος, ψεύτης, αχάριστος ή αιμοδιψής… ε, δεν ξέρω, κάνε τον λογοτεχνία! Μπορεί να πάρει και Μπούκερ!
Μέσα από αυτήν την τρυφερή συνομιλία, έχω την αίσθηση πως από τα μάτια του αναγνώστη περνά σχεδόν όλη σας η ζωή. Είναι μια κατάθεση ψυχής η νουβέλα σας;
Αν είναι η δική μου ζωή ή κάποιας άλλης γυναίκας ή κάποιων άλλων ανθρώπων, κανέναν δεν ενδιαφέρει, αφού δεν είμαι η Βιρτζίνια Γουλφ ή η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Αυτό που έχει αξία είναι αν αγγίζει έστω κι έναν αναγνώστη, αν αναγνωρίζει σ’ αυτή τη νουβέλα ή σε κάποια άλλη ιστορία του βιβλίου το δικό του τραύμα. Αν ρίχνει μια ακτίδα φωτός στο δικό του σκοτάδι…
Πού αρχίζει και πού τελειώνει η μυθοπλασία; Ή μήπως σ’ αυτή τη νουβέλα δεν υπάρχει μυθοπλασία;
Η πραγματικότητα με τη μυθοπλασία στη λογοτεχνία είναι υλικά καλά ζυμωμένα μαζί. Αλλιώς μιλάμε για ρεπορτάζ ή ντοκουμέντο.
Ήταν μια εσωτερική ανάγκη η συγγραφή της;
Εσωτερική ανάγκη δεν είναι η συγγραφή Άρλεκιν. Η ροζ λογοτεχνία παγκοσμίως προέρχεται από την ανάγκη για χρήματα, όλο και περισσότερα χρήματα, μέσα από χείμαρρους ανόητης φλυαρίας.
Σίγουρα αγγίζει τις ψυχές εκείνων που χάσαμε τον πατέρα μας πριν προλάβουμε να του πούμε αυτά που θέλαμε να του πούμε. Πιστεύετε πως είναι ένα μάθημα ζωής προς όλους να μην αφήνουμε τον χρόνο να περνά; Να ανοίξουμε σήμερα την καρδιά μας σε ανθρώπους που αγαπάμε γιατί αύριο…
Ελπίζω ν’ αγγίξει και όσους δεν έχουν ακόμα μεγάλες απώλειες. Για παράδειγμα, όταν εγώ διάβαζα συγκλονισμένη «Τα σακιά» της Ιωάννας Καρυστιάνη και έκλαιγα με λυγμούς, δεν είχα ούτε την ηλικία ούτε την επαγγελματική ενασχόληση της ηρωίδας, ούτε γιο δολοφόνο, όπως εκείνη! Κι εκεί νομίζω έγκειται η επιτυχία ενός λογοτεχνικού έργου. Να καταφέρει την ταύτιση του αναγνώστη με ανθρώπινες καταστάσεις και διαφορετικές από τις δικές του.
Έρωτας και θάνατος. Δίνετε πολύ χώρο και χρόνο σ’ αυτά τα δυο μεγάλα κεφάλαια της ζωής, με τα καμώματα του έρωτα, ωστόσο, να κερδίζουν στη συγγραφική «κόντρα»…
Ο Έρωτας και ο Θάνατος- και οι δυο Θεοί του Ολύμπου, πρωταγωνιστούν από καταβολής Κόσμου στη λογοτεχνία, από τον Όμηρο και τον Σαίξπηρ μέχρι σήμερα. Για τον απλούστατο λόγο ότι είναι τα δυο κεφαλαιώδη ζητήματα που απασχολούν τον άνθρωπο. Για εμένα Έρωτας είναι η ζωή και Θάνατος το τέλος της. Ο άνθρωπος παλεύει για τον έρωτα, όπως παλεύει για τη ζωή του, τον αέρα που ανασαίνει, την επιβίωσή του, την αξία του περάσματός του από τη Γη. Τη χαρά της ζωής.
Μιας και ο λόγος για τον έρωτα, πιστεύετε πως υπάρχει απάντηση στο ερώτημα του οπισθόφυλλού σας σχετικά με τον «ανίκητο Θεό της χαράς, της ηδονής και της οδύνης; Μήπως, τελικά ο έρωτας είναι «διπλός πράκτορας του Δία και του Θανάτου»;
Τώρα, το αν είναι ο Έρωτας ανίκητος, αυτό το αποδεικνύουν οι αμέτρητες ήττες μας, οι ελάχιστες επιτυχίες μας, αλλά και το πόσο πολλοί άνθρωποι προτιμούν να μην τον συναντήσουν ποτέ, παρά να τους ρίξει κάτω και να μην μπορέσουν να ξανασηκωθούν.(Οι ηρωίδες μου, βέβαια, δεν συγκαταλέγονται σ’ αυτούς. Ρίχνονται στη μάχη μέχρι τελικής πτώσης).
Η γραφή σας άλλοτε μας κάνει να χαμογελάσουμε, άλλοτε μας βάζει να σκεφτούμε βαθιά και να προβληματιστούμε και άλλοτε μας παίρνει μαζί της σ’ αυτό το διαφορετικό ταξίδι που μας προσφέρει ένα διαφορετικό βιβλίο…
Επιστρατεύω όλα τα μέσα για να κρατήσω το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ένα από αυτά είναι το χιούμορ. Μην ξεχνάμε, ότι κάθε συγγραφέας είναι πριν απ’ όλα αναγνώστης. Έχω περάσει ατέλειωτες ώρες πλήξης και εκνευρισμού με πολλά βιβλία. Δεν αντέχω την ακατάσχετη φλυαρία χωρίς λόγο, τις επαναλήψεις και επεξηγήσεις, με κουράζει η στριφνή «δυσκοίλια» γλώσσα. Λατρεύω τα μικρά, πυκνά διηγήματα του Ρέϊμοντ Καρβερ, του Τσέχωφ, του Α. Σουρούνη, της Ι. Καρυστιάννη… Αν κατάφερα να πάρω μαζί μου αναγνώστες σ’ ένα διαφορετικό ταξίδι, μ’ ένα διαφορετικό βιβλίο… ε, τότε άξιζε τον κόπο.
Μας μιλάτε μέσα από πολλά κείμενά σας σε πρώτο πρόσωπο, που μαζί με τη φιλοσοφική οπτική που προσθέτετε αλλά και την εξομολόγηση που κάνετε μας προσεγγίζετε αρκετά. Σε ποιο αναγνωστικό κοινό απευθύνεται το βιβλίο σας;
Νομίζω στο πιο απαιτητικό, το πιο εκλεκτικό, το μικρότερο αριθμητικά τουλάχιστον για τα μέχρι σήμερα δεδομένα στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη. Υπάρχουν βέβαια νεώτερες ενδείξεις για αύξηση του κοινού του διηγήματος, που με κάνουν να ελπίζω ότι θα διαβαστούν και πέρα από τους φαν μου…
Η νουβέλα και τα διηγήματα είναι κοντά μας χρονικά. Η «Μια Επιστολή», με την οποία κλείνει το βιβλίο, μας μεταφέρει στο Παρίσι του 1780. Πώς αποφασίσατε να την εντάξετε στο βιβλίο σας;
H Επιστολή (Παρίσι 1789) είναι εμπνευσμένη από τις «Επικίνδυνες Σχέσεις» του Laclos, γαλλικό επιστολικό μυθιστόρημα εποχής και την ομότιτλη αριστουργηματική ταινία του Steven Frears με τους Τζων Μάλκοβιτς, Γκλεν Κλόουζ, Μισέλ Φάϊφερ, Ούμα Θέρμαν, Κυανού Ριβς. Το θέμα τους είναι η επικινδυνότητα του έρωτα, το θανάσιμο παιχνίδι με τη φωτιά του, η ζωτική ανάγκη για το άγγιγμά του.
Το υστερόγραφο της Μαρκησίας Μ. «Δεν σ’ αγγίζω, δεν υπάρχεις. Δεν μ’ αγγίζεις, υπάρχω;», στα μάτια μου φαντάζει ως ο ιδανικότερος επίλογος κι έρχεται και δένει ιδανικά με τον τίτλο. Ποια είναι η γνώμη σας;
Η δική μου «επιστoλή» διαβεβαιώνει με όλους τους τύπους ότι ο έρωτας δεν είναι ανίκητος, ότι η Μαρκησία Μ. κατάφερε μεν να ζει και να διασκεδάζει μακριά από τον μεγάλο της έρωτα, – αλλά τελικά αναρωτιέται αν υ π ά ρ χ ε ι χωρίς το άγγιγμά του!
«Είχε κατέβει ο Θεός να βάλει ένα χεράκι, αλλά τον πρόλαβε ο Διάβολος με μια νταλίκα», καταλήγει το διήγημα «Κυριακή μεσημέρι». Νομίζω εκτός από την ιστορία του Κώστα και της Μαρίας αυτό το τέλος θα ταίριαζε σε κάθε ανθρώπινη ιστορία. Τι λέτε;
Αν Θεός είναι η Αγάπη, όπως λένε οι θρησκείες, όλα στη ζωή ξεκινούν με τη νίκη της και τελειώνουν γιατί δεν μπόρεσε να τους σώσει. Στο «Κυριακή μεσημέρι» έχουμε ένα ερωτευμένο ζευγάρι με παιδιά, που παλεύει να επιβιώσει μέσα στην οικονομική κρίση. Ο Έρωτας προσπαθεί να σώσει όσα δε σώζονται, με όνειρα, υποσχέσεις και προσδοκίες. Η αγάπη τους, αυτή των παιδιών τους, η αγάπη για ζωή δεν αρκούν όμως. Το θαύμα δεν πραγματοποιείται.
Ζήσατε κάποια χρόνια στο Παρίσι. Εργαστήκατε ως δημοσιογράφος και στη συνέχεια ως κειμενογράφος στο χώρο της διαφήμισης. Είναι όλες μαζί αυτές οι δραστηριότητές σας αλλά και η κάθε μία ξεχωριστά που σας οδήγησαν σ’ ένα βιβλίο ιδιαίτερο;
Χαίρομαι ιδιαιτέρως αν κατάφερα να γράψω ένα βιβλίο ιδιαίτερο. Σαφώς η μέχρι σήμερα ζωή μου, στο Παρίσι και στην Αθήνα της Μεταπολίτευσης αλλά και του Συντηρητισμού, της Οικονομικής Κρίσης επέδρασε στα γραπτά μου. Όπως επίσης και η πολυετής επαγγελματική μου απασχόληση σ’ έναν χώρο απάνθρωπου ανταγωνισμού, όπως οι μεγάλες πολυεθνικές διαφημιστικές εταιρίες.
Σπουδάσατε – όπως αναφέρει το βιογραφικό σας – πολλές ξένες γλώσσες. Ποια απ΄ όλες αυτές τις γλώσσες μπορεί να αποδώσει καλύτερα αυτόν τον έντονο σκεπτικισμό που προκύπτει από το γραμμένο στα ελληνικά βιβλίο σας;
Νομίζω τα γαλλικά και κατά δεύτερο λόγο τα ισπανικά. Αλλά αυτό το λέω γιατί είναι οι γλώσσες που λατρεύω ν’ ακούω, να μιλάω, να διαβάζω. Σε όλες τις γλώσσες όμως έχουν γραφτεί εξαιρετικά βιβλία. Εξάλλου, ο Φώκνερ, ο Φιτζέραλντ, ο Τζόις έγραφαν αγγλικά…
Σε ποια ηλικία γνωρίσατε το ηλεκτρικό μπλουζ του Τζον Λι Χούκερ από το διήγημα «Ο παππούς ακούει τα μπλουζ»;
Τον Τζον Λι Χούκερ τον γνώρισα στα 22 χρόνια μου και τον Ερικ Κλάπτον λίγο αργότερα. Με σημάδεψαν, νομίζω.
Τι θα μου απαντούσατε στην ερώτηση αν είστε μια ροκ συγγραφέας;
Δεν ξέρω, πάντως δε δικαιούμαι ακόμα να δηλώνω τη «σχολή» που ανήκω… Δύο βιβλία, μόλις έχω βγάλει, δεν ξέρω… Ας το κρίνουν οι αναγνώστες, οι κριτικοί, οι φιλόλογοι, αυτό! Αυτό όμως που δεν θα αρνηθώ, είναι ότι είμαι ένας ροκ άνθρωπος. Με ό,τι συνεπάγεται. Ιδεολογικά, πολιτικά, αισθητικά, ερωτικά, καλλιτεχνικά.
Και μετά τα… δώρα του Έρωτα που μάλλον όλοι πρέπει να φοβόμαστε πώς σκέφτεστε το επόμενο συγγραφικό σας βήμα;
Όποιος διαβάσει το βιβλίο, πουθενά δεν θα δει αποφυγή της ζωής και του έρωτα. Αντιθέτως. Απλά, καμία προειδοποίηση δεν έβλαψε ποτέ κανέναν.
Πώς σκέπτομαι το επόμενο συγγραφικό βήμα μου; Το σκέπτομαι, το σκέπτομαι, το σκέπτομαι… με ανεβασμένους παλμούς, με ξενύχτια, με δάκρυα και γέλια… Σαν μία νέα γέννα.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Μία νουβέλα, έξι διηγήματα, μία επιστολή.
Ιστορίες σημερινές, περασμένες, του 1789, του μέλλοντος. Πραγματικές, ονειρικές, σουρεαλιστικές. Στην Αθήνα, στο Παρίσι, στον απόηχο της Νέας Υόρκης.
Ιστορίες με απώλειες και ερημιά. Ιστορίες για τα καμώματα του Έρωτα, τις μεταμφιέσεις, τα ψέματα, τα φαρμακερά βέλη του.
Είναι ανίκητος ο θεός αυτός της χαράς, της ηδονής και της οδύνης; Είναι μήπως διπλός πράκτορας του Δία και του Θανάτου; Είναι ευλογία ή κατάρα; Μπορεί να σε πάει στον Όλυμπο αλλά και στον Αχέροντα, έχε τον νου σου!
Βιογραφικό
Η Κωνσταντίνα Σ. Λιβιεράτου γεννήθηκε στην Αθήνα και έζησε αρκετά χρόνια στο Παρίσι. Σπούδασε δημοσιογραφία και ξένες γλώσσες.
Εργάστηκε σε εφημερίδες και περιοδικά, και στη συνέχεια, επί είκοσι συναπτά έτη, στον χώρο της διαφήμισης ως κειμενογράφος. Έχει γράψει διηγήματα, σενάρια και θεατρικά έργα.
Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορούν τα βιβλία της «Η απαγωγή του μνηστήρος» (2018) και «Φοβού τους Έρωτας και δώρα φέροντας» (2019).
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.