Συγγραφέας του βιβλίου «Μαύρη άσφαλτος» – Εκδόσεις BELL

Η Αθήνα τη νύχτα διεκδικεί και, πραγματικά, κερδίζει μία θέση ανάμεσα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους που μοίρασε στους ήρωές της η Βίκυ Χασάνδρα στο νέο της μυθιστόρημα. Εκείνη, είναι πάντα εκεί να μαγεύει με τα χρώματά της και, εκείνοι, περπατούν στους σκοτεινούς της δρόμους όταν διαπιστώνουν πως «Οι σκιές της πόλης κρύβουν την αλήθεια». Όπως λέει στο «Vivlio-life» η συγγραφέας «Το πορτοκαλί στην Πειραιώς πριν τη δύση του ήλιου, τα γαλάζιο του ουρανού μέχρι να γίνει μπλε, πριν νυχτώσει, το μαύρο πριν το σκοτάδι γίνει κόκκινο. Όλες αυτές οι εναλλαγές στα χρώματα και στο φως της πόλης ακολουθούν τις εσωτερικές αναζητήσεις του ήρωα παράλληλα με την αναζήτηση της λύσης του μυστηρίου». Ποιος είναι ο ήρωάς της; Ο Άλεξ και αναλαμβάνει να ξεσκεπάσει έναν κατά συρροή δολοφόνο! «Η Μαύρη Άσφαλτος είναι μια νουάρ ιστορία όπου κατά συνέπεια ο θάνατος και η εικόνα του κυριαρχεί στις σελίδες της και η ομορφιά έρχεται να παλέψει μαζί του μέσα από τα επικίνδυνα μονοπάτια της μνήμης είτε ως ταυτότητα είτε ως αντίδοτο στη φθορά και στην ανυπαρξία».

  • Άλεξ. Ιδιωτικός ερευνητής είναι ο ήρωάς σας. Αναλαμβάνει να ξεσκεπάσει έναν κατά συρροή δολοφόνο. Δώστε μας κάποιες μικρές λεπτομέρειες αυτού του χαρακτήρα, καθώς γνωρίζουμε πως οι ντεντέκτιβ είναι συνήθως ιδιόρρυθμοι τύποι…
    Ο Άλεξ είναι ένας ιδιωτικός ερευνητής γύρω στα τριάντα πέντε που ζει και εργάζεται στο κέντρο της Αθήνας. Έχει όντως αρκετές ιδιορρυθμίες και δεν αποτελεί κλασικό παράδειγμα ντετέκτιβ μιας νουάρ ιστορίας. Διατηρεί ένα μικρό γραφείο στην οδό Ζήνωνος, δεν οπλοφορεί και πιστεύει στις συμπτώσεις. Η φράση «τίποτα δεν είναι τυχαίο» καθορίζει με συνέπεια τη σκέψη του. Στην καθημερινότητά του τού αρέσει να περπατάει μόνος του στους δρόμους της πόλης, πάνω στην άσφαλτο, ή να παίζει σονάτες του Σούμπερτ στο πιάνο όταν γυρίζει στο διαμέρισμά του αργά τη νύχτα. Δεν πίνει αλκοόλ παρά μόνο σπάνια, και μόνο βότκα, παρότι περιστασιακά εργάζεται επίσης ως μπάρμαν σε ένα μικρό μπαρ, ενώ είναι λάτρης του καφέ, ιδιαίτερα του εσπρέσο. Όταν αρχίζει η ιστορία, ο Άλεξ έχει αποφασίσει να κλείσει το γραφείο του μετά τη δολοφονία μιας πελάτισσάς του λίγους μήνες νωρίτερα θεωρώντας τον εαυτό του ως τον ακατάλληλο άνθρωπο την ακατάλληλη στιγμή.
  • Μαζί του στην πλοκή ο Τζόνυ και η Εύη. “Ένα υπέροχο τρίγωνο” που μας παιδεύει αρκετά, μέχρι να ανακαλύψουμε ποιος έχει, τελικά, την πιο σκοτεινή πλευρά. Ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος που τους ενώνει;
    Ο Άλεξ είναι ένας νέος άνθρωπος της εποχής μας, βιώνει την μοναξιά με τον δικό του τρόπο, χωρίς να εκφράζει εύκολα τα συναισθήματά του και διχάζεται ανάμεσα στη φιλία και τον έρωτα. Ο Τζόνυ είναι ο μοναδικός του φίλος, συμμαθητής του από το σχολείο, επίσης ιδιωτικός ερευνητής. Μοιάζει να είναι ο πιο ισχυρός της παρέας, κάποιες φορές μάλιστα έχει τον ρόλο του μέντορα απέναντι στον Άλεξ. Η Εύη είναι μια νεαρή φοιτήτρια η οποία πιστεύει, σε αντίθεση με τον Άλεξ, ότι οι δυο τους είναι φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. Διατηρεί έναν ιδιότυπο ρόλο μοιραίας γυναίκας που δεν ανταποκρίνεται στα στερεότυπα που έχουμε συνηθίσει σε μια νουάρ ιστορία. Οι τρεις τους μοιάζουν να αποτελούν τις σκοτεινές πλευρές ενός τριγώνου έρωτα και φιλίας, αλήθειας και ψέματος στα όρια ενός ευρύτερου τριγώνου όπως είναι το εμπορικό και ιστορικό κέντρο της Αθήνας.
  • «Οι σκιές της πόλης κρύβουν την αλήθεια» και ίσως στον υπότιτλο του βιβλίου σας πρέπει να αναζητήσουμε τα ίχνη του δολοφόνου. Άραγε το γεγονός πως σκοτώνει νέες και όμορφες γυναίκες μπορεί να αποκαλύψει την ταυτότητά του;
    Η Αθήνα πρωταγωνιστεί στο βιβλίο και η μνήμη της, η οποία διατηρείται ζωντανή μέχρι σήμερα, έρχεται να προκαλέσει τη μνήμη των ανθρώπων που κινούνται στους δρόμους της. Από την άλλη, δεν είναι τυχαίο ότι τα θύματα, νέες γυναίκες που ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένα πρότυπα ομορφιάς ανακαλύπτονται κοντά σε αρχαίους τάφους, Οπότε ναι, θα λέγαμε πως «οι σκιές της πόλης κρύβουν την αλήθεια», και θα πρέπει να αναμετρηθεί κανείς μαζί τους για να την ανακαλύψει. Πάντως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Μαύρη Άσφαλτος είναι μια νουάρ ιστορία όπου κατά συνέπεια ο θάνατος και η εικόνα του κυριαρχεί στις σελίδες της και η ομορφιά έρχεται να παλέψει μαζί του μέσα από τα επικίνδυνα μονοπάτια της μνήμης είτε ως ταυτότητα είτε ως αντίδοτο στη φθορά και στην ανυπαρξία.
  • «Όταν πέφτει η νύχτα στην Αθήνα το σκοτάδι γίνεται κόκκινο…» κάτι που εισπράττουμε και από το ατμοσφαιρικό σας εξώφυλλο. Αυτή η παρατήρηση πόσο σας ενέπνευσε ώστε η «Μαύρη άσφαλτος» να μας κρατά συντροφιά σήμερα;
    Το εξώφυλλο θα ήθελα αρχικώς να πω πως το οφείλουμε στην καλλιτεχνική επιμέλεια της Άννας Σταθοπούλου με βάση μια φωτογραφία του σκηνοθέτη Δημήτρη Παναγιωτάτου. Τους ευχαριστώ και τους δύο. Αποτυπώνει με την προοπτική του κάδρου και τα χρώματα όλη την ατμόσφαιρα της νυχτερινής Αθήνας και τις περιπλανήσεις του Άλεξ, ενώ γενικότερα θα ήθελα να πω πως σε όλο το βιβλίο κυριαρχούν χρώματα που συνδέονται με τις διαδρομές του ήρωα. Το πορτοκαλί στην Πειραιώς πριν τη δύση του ήλιου, τα γαλάζιο του ουρανού μέχρι να γίνει μπλε, πριν νυχτώσει, το μαύρο πριν το σκοτάδι γίνει κόκκινο. Όλες αυτές οι εναλλαγές στα χρώματα και στο φως της πόλης ακολουθούν τις εσωτερικές αναζητήσεις του ήρωα παράλληλα με την αναζήτηση της λύσης του μυστηρίου.
  • Πέρα από την Αθηνάς την Αιόλου, την πλατεία Κοτζιά, τη Ζήνωνος και την Πειραιώς που περπατήσατε «για να πάρει τη σκυτάλη στο περπάτημα» ο Άλεξ, το μυθιστόρημά σας έχει έντονο το άρωμα Αλεξάνδρειας. Είναι μια τυχαία επιλογή ή σας συνδέει κάτι περισσότερο μαζί της;
    Στην Αλεξάνδρεια βρέθηκα με αφορμή ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ πολλά χρόνια πριν. Και μαγεύτηκα. Κατεβαίνοντας στις κατακόμβες, αγγίζοντας τις σαρκοφάγους, παρατηρώντας τις τοιχογραφίες ή κοιτάζοντας τη μούμια ενός νέου άντρα με πορτραίτο φαγιούμ καταλαβαίνει κανείς όλη τη φιλοσοφία του θανάτου σαν συνέχεια της ζωής ή την έννοια της αιωνιότητας μέσα από τη μνήμη. Ενώ η ίδια η πόλη, που δεν πρέπει να ξεχνάμε την άμεση σύνδεσή της με τον ελληνισμό, τα χρώματά της, το άρωμά της – μια ανάμειξη θάλασσας και ερήμου ¬αποπνέει ταυτόχρονα έναν έντονο ερωτισμό που παραπέμπει στους στίχους του Καβάφη, ή στο Αλεξανδρινό Κουαρτέτο του Λόρενς Ντάρελ. Δεν θα μπορούσα λοιπόν να αναζητήσω σε άλλη πόλη τη σύνδεση του ήρωά μου με το παρελθόν σε μια ιστορία που περιστρέφεται γύρω από τον έρωτα, τον θάνατο και τη μνήμη.
  • Οι ιστορίες με κατά συρροή δολοφόνους είτε στην οθόνη είτε στις σελίδες βιβλίων πάντα συναρπάζουν, ειδικά όταν οι δράστες παίζουν με το μυαλό των διωκτών τους. Πόσο επενδύσατε στο παιχνίδι του δικού σας δολοφόνου σε σχέση όμως μ’ εμάς τους αναγνώστες;
    Στη Μαύρη Άσφαλτο όντως το μυστήριο συνδέεται στενά με ένα παιχνίδι με το μυαλό του ιδιωτικού ερευνητή και κατά συνέπεια και με το μυαλό του αναγνώστη. Ο δολοφόνος μέσα από τα μηνύματά του στον Άλεξ προκαλεί επίσης με την ίδια την πράξη του φόνου, με την ιδέα να σκοτώσει κανείς, με την ιδέα της «τέχνης του φόνου». Ο αναγνώστης βρίσκεται αντιμέτωπος με ερωτήματα όπως τα όρια ανάμεσα στην ενοχή και την αθωότητα, τον ρεαλισμό και τη φαντασίωση, ή ακόμη με την πρόκληση μπροστά στην προοπτική της διάπραξης ενός φόνου. Αυτό το παιχνίδι με το μυαλό του αναγνώστη τον κάνει συμμέτοχο στην αγωνία του ήρωα και κατά μία έννοια πρωταγωνιστή της ιστορίας ενώ για μένα μετατρέπει τη συγγραφή σε μια συναρπαστική περιπέτεια.
  • Το πρώτο που σκεφτόμαστε σε μια τέτοια αποκρουστική υπόθεση είναι τι συμβαίνει στο μυαλό του δολοφόνου. Πόσο βαθειά στο μυαλό του κατορθώσατε να εισχωρήσετε;
    Η Μαύρη Άσφαλτος είναι κυρίως μια ιστορία χαρακτήρων.
    Το πρώτο πρόσωπο που με απασχόλησε ήταν ο δολοφόνος. Την δική του ιστορία ήθελα να πω αρχικώς. Εκείνο που με ενδιέφερε όμως πραγματικά, πέρα και από τα κίνητρα του δολοφόνου, ήταν να ασχοληθώ μέσα από τις συμπεριφορές και την ψυχολογία όλων των πρωταγωνιστών αυτής της ιστορίας με το γιατί και πώς ξεπερνάει κανείς τα όρια και φτάνει να διαπράξει έναν ή περισσότερους φόνους. Το θέμα του πόσο αμέτοχος μπορεί να μείνει κανείς όταν ταυτίζεται τόσο πολύ με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με το νου ενός δολοφόνου με απασχόλησε σε όλη την αφήγηση. Παράλληλα με το τι μπορεί να λείπει στη ζωή ενός ανθρώπου, ή ποια μοναξιά και ποιες στερεοτυπικές αντιλήψεις μπορούν να καθορίσουν τη ζωή του ώστε να εκφράσει με έναν τόσο τραγικό τρόπο την οργή του. Το να διερευνήσω λοιπόν τα όρια της ενοχής από διαφορετικές οπτικές έγινε το δικό μου κίνητρο σε αυτή την ιστορία.
  • Κίνητρο. Συνήθως δεν είναι εύκολα κατανοητό αν δεν γνωρίζεις την ψυχοσύνθεση του δράστη. Πόσο εμφανές είναι στη δική σας υπόθεση;
    Σε ένα παιχνίδι μυστηρίου όπως η Μαύρη Άσφαλτος η αποκάλυψη του δολοφόνου δεν κλείνει την ιστορία ούτε για τους ήρωες του βιβλίου ούτε για τον αναγνώστη. Ακόμη και αν έχει υπάρξει μια δυνατή ανατροπή. Μέσα στο ταξίδι από την πρώτη σελίδα ως την τελευταία έχουν προκύψει τόσα ερωτηματικά για την αθωότητα και την ενοχή, για το τι κάνει κάποιον δολοφόνο, οπότε η αποκάλυψη της ταυτότητας ενός δολοφόνου και τα κίνητρά του δεν αρκούν σαν βεβαιότητα για τον αναγνώστη. Δεν αρκεί ίσως και για τους ίδιους τους ήρωες της ιστορίας. Η αλήθεια, η ενοχή, η έννοια της κάθαρσης και μαζί όλα τα «γιατί» που έχουν πυροδοτηθεί στο μυαλό του αναγνώστη θα τον βασανίζουν ακόμη και όταν κλείσει το βιβλίο.
  • Σε ποιο βαθμό πιστεύετε πως κινητοποιήσατε και κατευθύνατε τη σκέψη του αναγνώστη για τη λύση του μυστηρίου;
    Αρχικός στόχος μιας ιστορίας μυστηρίου είναι να παίξει με τα όρια της βεβαιότητας, να δείξει στον αναγνώστη μέσα από την εμπειρία της ανάγνωσης ότι τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται, ότι υπάρχουν σκοτεινές πλευρές που κρύβουμε και από τον ίδιο μας τον εαυτό.
    Η ιστορία στη Μαύρη Άσφαλτο εκτυλίσσεται ουσιαστικά ανάμεσα σε τρία πρόσωπο και ο αναγνώστης βρίσκεται συχνά να αναρωτιέται για τα κίνητρα και τις συμπεριφορές τους. Η υποψία μετακυλίεται από πρόσωπο σε πρόσωπο και αυτή η διαδικασία αποκτά ιδιαίτερο νόημα αν σκεφτεί κανείς ότι ο Άλεξ, η Εύη, ο Τζόνυ είναι πολύ κοντά σαν χαρακτήρες σε ανθρώπους που γνωρίζουμε στη ζωή μας. Ο στόχος όμως δεν είναι να ξεγελάσουμε τον αναγνώστη, αλλά να διευρύνουμε γι’ αυτόν τα όρια της αμφιβολίας. Να τον κάνουμε να εξετάσει όλες τις πλευρές του τριγώνου. Όταν μάλιστα για να λύσει κανείς το μυστήριο στη Μαύρη Άσφαλτο θα πρέπει να χαθεί για λίγο στα όρια του χρόνου και της μνήμης, τότε θα έλεγα ότι ο αναγνώστης θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός με τα συμπεράσματα και τις αποφάσεις του!
  • Οι Έλληνες που έχουν καταγραφεί ως κατά συρροή δολοφόνοι, απ΄ ό,τι γνωρίζουμε τουλάχιστον, είναι τρεις. Αναζητήσατε ανάμεσά τους κοινά χαρακτηριστικά τα οποία χρησιμοποιήσατε στη δική σας πλοκή;
    Τα αληθινά γεγονότα μας αφορούν όλους και αποτελούν υλικό σκέψης και έρευνας για έναν συγγραφέα. Προσωπικά, εμπνέομαι περισσότερο από αληθινούς φόβους, από αληθινές επιθυμίες και ανάγκες και λιγότερο από αληθινά πρόσωπα. Με αυτόν τον τρόπο το έγκλημα μας αγγίζει περισσότερο, μας κάνει να αναρωτηθούμε για τα όριά της ανθρώπινης φύσης, ο φόνος ή το κακό δεν αποτελεί απλώς μια είδηση που συμβαίνει μόνο στους άλλους. Όταν το έγκλημα προκαλεί τη φαντασίωση, περιβάλλεται με μεγαλύτερο ρεαλισμό.

Σας ευχαριστώ για την ωραία συνομιλία και τις εύστοχες ερωτήσεις σας.

Λίγα λόγια για το βιβλίο

Όταν πέφτει η νύχτα στην Αθήνα το σκοτάδι γίνεται κόκκινο…
Ο Άλεξ, ιδιωτικός ερευνητής, διατηρεί ένα μικρό γραφείο στο κέντρο της Αθήνας. Στο μεταίχμιο της απόφασής του να εγκαταλείψει το επάγγελμά του, έχοντας πειστεί πως είναι ο λάθος άνθρωπος τη λάθος στιγμή, ένας ανώνυμος κίτρινος φάκελος κάτω από την πόρτα του θα ματαιώσει οποιαδήποτε άλλη σκέψη.
Η προαναγγελία ενός φόνου θα στοιχειώσει τις νύχτες του, ενώ σύντομα η πρώτη νεκρή γυναίκα θα επιβεβαιώσει τους φόβους του ότι ο απρόσκλητος πελάτης είναι προσωπικός του αντίπαλος. Το μήνυμα στο κινητό του με την ερώτηση «είναι όμορφη;» που θα ακολουθεί και τα επόμενα θύματα, όλες νέες γυναίκες αφημένες σε μία χαρακτηριστική στάση κοντά σε αρχαίους τάφους, θα στρέψει τον Άλεξ σε μια έρευνα πέρα από την ταυτότητα του δολοφόνου. Όπου η γοητεία της τέχνης του φόνου και η νεκρή ομορφιά θα παγιδεύσουν το νου του και το βλέμμα του στις νυχτερινές περιπλανήσεις του στους δρόμους της Αθήνας, σε μια μοναχική διαδρομή.
Στα όρια ενός τριγώνου φιλίας, έρωτα και θανάτου, ο Άλεξ, ο φίλος του ο Τζόνυ και η γοητευτική Εύη θα συναντηθούν και θα κρυφτούν απ’ την αλήθεια αμέτρητες φορές, σκιές μιας πόλης βγαλμένες από το σκοτάδι της.
Το μυθιστόρημα της Βίκυς Χασάνδρα είναι ένα υπαρξιακό ταξίδι μυστηρίου στους δρόμους της Αθήνας, ένα ατμοσφαιρικό νουάρ με δυνατές ανατροπές όπου η φαντασία συγκρούεται με το ρεαλισμό και το συναίσθημα με τη λογική.

Βιογραφικό
Η Βίκυ Χασάνδρα γεννήθηκε στη Χαλκίδα. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι επαγγελματίας σεναριογράφος από το 1998. Διδάσκει σενάριο και δημιουργική γραφή στο New York College – Film Studies / University of Greenwich, UK.
Έχει γράψει σενάρια για ταινίες μεγάλου μήκους, κυρίως αστυνομικά και θρίλερ μυστηρίου (Η Τρίτη Νύχτα, Ξένες σε Ξένη Χώρα, κ.ά.), τηλεταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Έχει εκδώσει δύο ακόμη μυθιστορήματα: Αόρατες φωνές (Τόπος, 2015) και Άμμος στο βυθό (Τόπος, 2017), και τα δύο ψυχολογικά θρίλερ μυστηρίου. Έχει επίσης μεταφράσει στα ελληνικά έργα κλασικών και σύγχρονων Γάλλων συγγραφέων (Mme de Sévigné, Anatole France, Alfred de Musset κ.ά.).
Διηγήματα, άρθρα και κριτικές της έχουν δημοσιευθεί στον περιοδικό και ηλεκτρονικό τύπο καθώς και σε συλλογικούς τόμους. Στη στήλη της στην αστυνομική επιθεώρηση Πολάρ, «Οι γυναίκες αγαπούν το κόκκινο», επικεντρώνεται στην ταυτότητα της γυναίκας στην αστυνομική λογοτεχνία. Η Μαύρη Άσφαλτος εκφράζει την αγάπη της για το νουάρ.