Ο Γιώργος Γιαντάς συνομιλεί με την Ιουλία Ιωάννου για το vivlio-life
Συγγραφέας του μυθιστορήματος «Αύριο» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη
Μέσα από τη ματιά ενός άντρα η γυναικεία ψυχολογία έχει σίγουρα άλλη οπτική! Πόσο εύκολα μπορεί λοιπόν ένας άντρας να αναλύσει την άβυσσο της ψυχής μιας γυναίκας που ζει μια ζωή χωρίς ουσία, χωρίς όνειρα, κενή από συναισθήματα, γεμάτη πλήξη;
Μπορεί ο άνθρωπος που έχει τα πάντα να ζει μέσα στη δυστυχία; Υπάρχει ευτυχία μέσα σε ένα παλάτι που η βασίλισσά του δεν αισθάνεται καμία απολύτως ευχαρίστηση με ό,τι κι αν έχει καταφέρει να αποκτήσει;
Κι επειδή όλα ξεκινούν από τη μικρή μας ηλικία, από τις νουθεσίες που μια μητέρα θα δώσει στο παιδί της, από τα κρυφά όνειρα που εκείνη δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει και με έντεχνο τρόπο κατάφερε να μπολιάσει μέσα στην ψυχή του παιδιού της, έρχεται κάποτε η στιγμή που αναρωτιόμαστε… τι αξίζει τελικά; Μια ζωή γεμάτη από υλικά αγαθά με άδεια καρδιά; Ή μήπως να ψάξουμε βαθιά μέσα μας να βρούμε τι ακριβώς είναι αυτό που μας λείπει και να τολμήσουμε να το κατακτήσουμε με όποιο κόστος;
Στη ζωή πολλές φορές συμβαίνει να αναπολούμε τις στιγμές που αφήσαμε πίσω μας κυνηγώντας τελικά μια χίμαιρα. Αυτό όμως -δυστυχώς- χρειάζεται μια γερή βουτιά μέσα στην ψυχή μας, κάτι να μας ταρακουνήσει, να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε το μάταιο των πράξεών μας…
– Τι μπορεί να φέρει το αύριο αν δεν καταφέρουμε να ενώσουμε τα κομμάτια του παρελθόντος που αφήσαμε πίσω μας;
Πολύ εύστοχη ερώτηση και σας ευχαριστώ. Αφήνοντας πίσω «κομμάτια του παρελθόντος» επί της ουσίας εγκαταλείπουμε κομμάτια του εαυτού μας, αλλάζουμε, γινόμαστε διαφορετικοί, με δεδομένο πως η νεότητα ξεκινά με αγνά συναισθήματα και προθέσεις. Η ερώτηση θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί και στο ευρύτερο πεδίο της κοινωνίας μας. Στο αν το αύριο μπορεί να φέρει αισιοδοξία, χωρίς επιστροφή στην εγκράτεια, στην σύνεση, στην παλιά απλούστερη ζωή, μακριά από τις υπερβολές του καταναλωτισμού. Κάνοντας μια ενδοσκόπηση του «τι έχει αξία». Ας μείνουμε όμως στο κομμάτι των συναισθημάτων που αφορά και την ιστορία μας. Όσο είμαστε νέοι εκφραζόμαστε με συναισθηματισμό, με εντονότερο «ρομαντισμό» από ότι όταν μεγαλώνουμε. Ίσως αυτό να είναι μέρος του κύκλου της ζωής, καθώς ο κόσμος μας είναι σκληρός και απαιτεί μια πιο ορθολογική αντίληψη για τα πράγματα και για την ίδια την επιβίωση. Φαίνεται πως και οι σχέσεις ακολουθούν συχνά την ανάλογη καμπυλωτή πορεία. Υψώνουμε φράγματα ψυχρότητας και λογικής, υπερηφανευόμενοι πως «κανείς δε θα καταφέρει ξανά να μας πληγώσει». Όμως αλήθεια, αν πράγματι έχουμε καταφέρει να μη μας πληγώνει κανείς, τότε κανείς δε μπορεί να μας κάνει και ευτυχισμένους. Αν δεν καταφέρουμε να ενώσουμε κομμάτια του παρελθόντος μας, προφανώς δε μπορούμε να είμαστε ποτέ ξανά εκείνοι που ξεκινήσαμε στη νιότη μας. Επομένως και το αύριο πάλι κάτι θα φέρει, μα κάτι άγευστο, ψυχρό…
– Με πραγματικά έντεχνο τρόπο καταφέρνετε να δείξετε την ανούσια αναζήτηση της ευτυχίας μέσα στην πληκτική ζωή που προσφέρει ο πλούτος! Δεν φαντάζομαι όμως να είναι έτσι όλοι όσοι είναι πλούσιοι; Ποια είναι η δική σας άποψη;
Γενικότερα δεν υποστηρίζω τέτοιες γενικεύσεις. Εννοώ πως δεν ακολουθώ εκφράσεις του τύπου «όλοι οι πλούσιοι» πλήττουν, προφανώς δεν ισχύει, όπως δεν ισχύει και το ότι όλοι οι μη πλούσιοι είναι και δυστυχισμένοι. Όταν έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους είναι προτιμότερο να αποφεύγουμε να είμαστε απόλυτοι, ακόμη και αν εξετάζουμε κοινωνικές ομάδες, τάξεις, επαγγελματίες κτλ. Ακόμη και στο «Αύριο» αν θυμάστε, ο Βελεριόπουλος που ασχολείται με ναυτιλιακά, παρουσιάζεται ευαισθητοποιημένος και αμφιβάλλει για την κοινωνική πρόοδο μέσω του καταναλωτισμού. «Οι άνθρωποι δεν αλλάξαμε μόνοι μας. Η πληθώρα της ύλης μας άλλαξε(…) γίναμε μάταιοι…» Θα αναρωτιέστε λοιπόν γιατί παρουσίασα τόσο πληκτική την πλούσια ζωή της πρωταγωνίστριας. Ο έντονος χρωματισμός που χρησιμοποίησα σκόπευε ξεκάθαρα στο να δοθεί έμφαση στην κενότητα αυτού που η Μαίρη επέλεξε για την ευτυχία και την αποκατάστασή της. Καταφέρνει να έχει πρόσβαση σε όλες τις υλικές απολαύσεις και αυτό της δημιουργεί την εντύπωση πως δεν της ήταν αρκετό, πως ίσως να μην ήταν αυτό που στ’ αλήθεια ήθελε.
– Η μητέρα της ηρωίδας σας με την επιμονή και τον δικό της κρυφό καημό ότι δεν κατάφερε στη ζωή της να γίνει κάποια, εντρύφησε στην κόρη της την πεποίθηση ότι είναι γεννημένη μόνο για σπουδαία πράγματα! Αν όμως η Άννα-Μαρία ακολουθούσε την καρδιά της και όχι την υπέρμετρη φιλοδοξία της δεν θα ήταν το ίδιο δυστυχισμένη;
Κρατείστε εδώ αυτήν ακριβώς τη λεπτομέρεια: Οι υπερβολικές φιλοδοξίες της Μαίρης είναι κάτι που της το καλλιεργούν. Της μαθαίνουν να στοχεύει ψηλά και σε αντίστοιχα ύψη να τοποθετεί και τον πήχη της ευτυχίας. «Τα πάντα μπορεί να της αξίζουν μιας τέτοιας ομορφιάς» θεωρεί η μητέρα της, γεγονός που αυτομάτως δίνει στο στίγμα της μεγάλης ζωής που θα πλαισιωθεί με ευτυχία. Το ζητούμενο λοιπόν είναι το -πώς- σχηματοποιείται το νόημα της ζωής στη σκέψη της. Αν ακολουθούσε την καρδιά της χωρίς την παρουσία της μητέρας και δίχως τέτοιες παροτρύνσεις, προφανώς η σχέση της με τον Άγγελο θα κυλούσε ομαλά. Τα οικονομικά περιθώρια τότε θα ήταν εντελώς διαφορετικά. Για κάποια όμως που δε θα είχε ταυτίσει την ευτυχία με τον πλούτο, θα είχε μεγάλη σημασία αυτό; Ο Άγγελος ζει μέσα στην αβεβαιότητα της επερχόμενης κρίσης, παλεύει για το βιοπορισμό και μαζί του θα βρισκόταν -στην ίδια μοίρα- κι εκείνη. Θα αγαπιόντουσαν όμως, θα πάλευαν μαζί. Και αφού ο πλούτος δε θα προϋπέθετε την ευτυχία για κανέναν τους, προφανώς δε θα μπορούσε να είναι το ίδιο δυστυχισμένη.
– Ένας εφηβικός έρωτας όσο δυνατός και αν είναι έχει τη δύναμη να αλλάξει πολλά χρόνια μετά και να μετατραπεί σε μια γνήσια δυνατή αγάπη;
Σαφέστατα. Ιδιαίτερα αν οι άνθρωποι δεν «έχουν αφήσει κομμάτια του εαυτού τους πίσω τους». Εννοώ αν δεν έχουν αναθεωρήσει γύρω από το τι είναι ευτυχία και τι έχει πραγματική αξία στη ζωή. Αν μάλιστα δύο άνθρωποι έχουν γνωρίσει καταπονήσεις, απογοητεύσεις και δυσκολίες, τότε είναι ευκολότερο να αναγνωρίσουν την αξία σε κάτι που έμεινε ανολοκλήρωτο στο παρελθόν. Είπαμε ήδη πως μεγαλώνουμε και ωριμάζουμε, γινόμαστε ορθολογιστές και ρεαλιστές, αυτό όμως έχει και ορισμένα πλεονεκτήματα. Προσφέρει τη δυνατότητα να κοιτάμε πιο καθαρά το τι αξίζει στη ζωή, αυτό που κάποτε ίσως προσπεράσαμε, δεν εκτιμήσαμε, δεν κυνηγήσαμε. Η γνήσια αγάπη απαιτεί την ωρίμανση των ανθρώπων, όπως συχνά απαιτεί και δυσκολίες, που με την αντιμετώπισή τους, αυτή ισχυροποιείται, παγιώνεται, κρατά δεμένους δύο ανθρώπους.
– Χρειάζεται ωριμότητα για να καταλάβουμε τα λάθη μας, αλλά και τόλμη να τα παραδεχτούμε. Ποιο ήταν το κομβικό σημείο που η Μαίρη θέλησε να αναζητήσει την παλιά Άννα-Μαρία και κατ’ επέκταση την ευτυχία;
Δεν έθεσα σκόπιμα κάποιο πολύ χαρακτηριστικό σημείο που να προκαλεί αυτή τη μεταβολή στη ζωή της Μαίρης. Έχω αναδείξει όμως κάποιες «ρωγμές» στο εύθραυστο περίβλημα της ευτυχίας της. Το δώρο του Βελεριόπουλου που την αγγίζει, το ταξίδι – επιστροφή στον τόπο της, η επαφή της με τον πατέρα. Προτού συμβεί η μοιραία συνάντηση με τον Άγγελο, η Μαίρη υπόκειται σε αθέατες μα υπαρκτές αλλαγές, κινείται προς την τροχιά μιας ωρίμανσης προς τη μεγάλη ανατροπή. Μέσα στη φαινομενική πληρότητα της ζωής και χωρίς η ίδια να το αντιλαμβάνεται. Εκείνο που λείπει για να θρυμματίσει το περίβλημά της, είναι μια καλή αφορμή. Πράγμα εξαιρετικά δύσκολο στο περιβάλλον των συναναστροφών της, μα που όμως θα συμβεί. Η αφορμή αυτή δίνεται με την αναπάντεχη συνάντηση. Μόνο που διαρκεί λίγο. Πολύ λίγο, όσο θα συνέβαινε και στην πραγματικότητα. Μέσα στο ελάχιστο αυτό περιθώριο, εκείνη καλείται να αποφασίσει αν θα παραμείνει στις ανέσεις του «τώρα» ή θα επιλέξει ένα νέο, έστω αβέβαιο «Αύριο». Και είναι ήδη «ώριμη» να πάρει μια τέτοια απόφαση…
Σας ευχαριστώ πολύ και σας εύχομαι κάθε επιτυχία στην πορεία σας!
Ευχαριστώ πολύ, για τη φιλοξενία και τις ερωτήσεις που σκιαγραφούν τόσο εύστοχα τα κύρια μηνύματα αυτής της ιστορίας!
Λίγα λόγια για το βιβλίο «Αύριο»
Τους ένωνε η άχρονη ξαναγέννηση της πρώτης αγάπης κι έπαιρναν όρκους στο όνομά της.
Ένα βράδυ του φθινοπώρου, αγκαλιασμένοι φιλήθηκαν στη μέση της κεντρικής πλατείας της πόλης, κάτω από μια σφοδρή νεροποντή, που έκανε τους περαστικούς να σκορπίσουν βιαστικά προς διάφορες κατευθύνσεις.
Ήταν τόσο ραγδαία η βροχή, που έσταζε από τα πιγούνια και τις βλεφαρίδες τους.
Μα εκείνοι την ένιωθαν σύμμαχο, πως η φύση όλη ήταν με το μέρος τους.
Όπως εκείνες οι φεγγαράδες, όταν περνούσαν αγκαλιασμένοι κάτω από τα εκατομμύρια αστέρια που θαμποπαίζανε. Σαν τα δροσόθρεπτα απογεύματα, που με το δίκυκλό του έφταναν μέχρι το χωριό, κι έκαναν στάση στην πηγή, για να επιστρέψουν με το σούρουπο. Κυνηγιόντουσαν εκεί, κάτω από τα λιόδεντρα, γύρω από τις μηλιές, και στον κορμό της γέρικης καρυδιάς είχαν χαράξει τα ονόματά τους: «Άγγελος – Άννα Μαρία. Μαζί. Για πάντα».
Τους ένωνε μια μυστήρια, μια εφηβική χημεία, ένα ανόθευτο κοινό συναίσθημα, που λες κι έτρεχε στο βάθος των χρόνων, ερχόμενο ταχύτατα από το παρελθόν, με μόνο προορισμό να καλύψει τα κενά και τους σταθμούς μιας ζωής που δεν έζησαν.
Τα βαγόνια του έφερναν μαζί και τον πόθο, τον ξεχασμένο πίσω από πληγές.
Ο Γιώργος Γιαντάς κατάγεται από τη Μυτιλήνη της Λέσβου.
Από τις Εκδόσεις Λιβάνη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του Ως την Τελευταία Πνοή (2011), Mindland (2012), O Θίασος της Μαριάννας Μαλτέ (2014).
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.