Συγγραφέας του βιβλίου Ένα παιδί μετράει κεφάλια – Εκδόσεις Μεταίχμιο

«Μια εκ βαθέων εξομολόγηση που κάποτε έπρεπε να γίνει», αποτελεί το νέο βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη. Μέσα από τις αφηγήσεις του, καταφέρνει μια εσωτερική συνάντηση με τον εαυτό του, μια ιχνηλάτηση της προσωπικής του διαδρομής και αναζήτησης, που ξεκινά από τα γυμνασιακά του χρόνια. Τι περιλαμβάνει αυτή η διαδρομή; Την έκδοση 28 βιβλίων, την 34χρονη έκδοση του περιοδικού «ΓΙΑΤΙ», ένα πλούσιο φωτογραφικό αρχείο και ένα μοναδικό πλούτο σε περιοδικά και εφημερίδες πανελληνίου ενδιαφέροντος, τα οποία όπως λέει στο Vivlio-life «θα… κληρονομήσουν τα παιδιά μου». Περιλαμβάνει ακόμη την αγάπη του για τις Σέρρες, την πόλη που γεννήθηκε και έχει χιλιοφωτογραφήσει.
«Ό,τι αναφέρεται στην πόλη μου ψάχνω να βρω τρόπους να παραμείνει σ’ αυτήν, οι φορείς της οποίας όμως αδιαφορούν».

  • Είκοσι επτά αφηγηματικά κείμενα «που συνέβησαν στην πόλη μου τις Σέρρες αλλά και σ’ εμένα προσωπικά που με σημάδεψαν από την παιδική μου ηλικία…». Υπάρχουν όλα στη μνήμη σας ή στηριχτήκατε και στις μνήμες και τις διηγήσεις άλλων;
    Σε ό,τι χρειάστηκε να υποστηριχθεί ως προς τα ενυπάρχοντα ιστορικά στοιχεία και γεγονότα αυτό έγινε με τη διασταύρωση αφηγήσεων άλλων ανθρώπων που τα έζησαν.
  • Το δεύτερο μέρος του τίτλου σας κυριολεκτεί. Είναι μακάβριο, πράγματι, το μέτρημα του μικρού Στέφανου. Τι θα λέγατε να γυρίσουμε τον χρόνο μαζί και να σταθούμε στις σκάλες του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας Σερρών; Τι θα δούμε;
    Θα έρθουμε αντιμέτωποι με την αποθέωση της βαρβαρότητας. Μιας βαρβαρότητας που έλκει την καταγωγή της από τα βάθη των αιώνων και που στα χρόνια του δικού μας εμφυλίου… το παρακράτος της δεξιάς την απογείωσε κατά τρόπο μοναδικό και φυσικά απαράδεκτο.
  • «Η μυρωδιά της μνήμης». Είχε κολλήσει επάνω του «σαν δεύτερο δέρμα και δεν έλεγε να φύγει με τίποτα». Έφυγε ποτέ η οσμή του αίματος; Έσβησαν άραγε από τη μνήμη όσων βρέθηκαν εκεί οι φρικτές εικόνες της πυραμίδας κομμένων κεφαλιών ανταρτών;
    Όχι, δεν έσβησαν αλλά πέρασαν στο θυμικό όσων τα είδαν και τα έζησαν.
  • Εμφύλιος. Ενώ σε λίγα χρόνια δε θα μεταφέρεται, πια, ως άμεσο βίωμα, οι Έλληνες συγγραφείς αγαπούν ιδιαίτερα να το προσεγγίζουν. Πιστεύετε πως όσο «σκαλίζεται» το θέμα τόσο φωτίζονται σκοτεινά σημεία του;
    Και θα συνεχίζουν να φωτίζονται γιατί υπάρχουν πάρα πολλά ακόμα που δεν ειπώθηκαν και επομένως δεν έγιναν γνωστά ή διαστρεβλώθηκαν και από τις δύο πλευρές, με αποτέλεσμα αυτό το τεράστιο θέμα να εξακολουθεί να απασχολεί τους συγγραφείς.
  • «… οι 27 αφηγήσεις μου είναι μια εσωτερική συνάντηση με τον εαυτό μου, η ιχνηλάτηση μιας προσωπικής διαδρομής και αναζήτησης..» διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο και η αλήθεια είναι πως μέσα από τα κείμενά σας παρακολουθούμε τη ζωή σας. Το θέλατε αυτό το μοίρασμα βιωμάτων και συναισθημάτων με τους αναγνώστες σας;
    Ίσως αλλά περισσότερο θα το ήθελα σαν μια εκ βαθέων εξομολόγηση που κάποτε έπρεπε να γίνει.
  • Έχετε ένα πλούσιο φωτογραφικό υλικό στο αρχείο σας, στο οποίο πρωταγωνιστεί η όμορφη πατρίδα σας και συχνά το μοιράζεστε, είτε σε εκθέσεις είτε ηλεκτρονικά. Τι σκέφτεστε να κάνετε στη συνέχεια μ’ αυτό το υλικό;
    Ό,τι αναφέρεται στην πόλη μου ψάχνω να βρω τρόπους να παραμείνει σ’ αυτήν, οι φορείς της οποίας όμως αδιαφορούν. Αλλά στο αρχείο μου δεν υπάρχει μόνο πλούσιο φωτογραφικό υλικό για τα Σέρρας. Υπάρχει ας πούμε ένα πλούσιο φωτογραφικό υλικό από τη Θεσσαλονίκη, όπως αυτό που αναφέρεται στο 1945. Και εκτός από τις φωτογραφίες υπάρχει ένας μοναδικός πλούτος σε περιοδικά και εφημερίδες πανελληνίου ενδιαφέροντος, τα οποία θα… κληρονομήσουν τα παιδιά μου.
  • Θυμάστε ποια ήταν η πρώτη φωτογραφία που τραβήξατε, σε ποια ηλικία, με ποια φωτογραφική μηχανή και πού εμφανίσατε το φιλμ;
    Οι πρώτες μου ασπρόμαυρες φωτογραφίες τραβήχτηκαν με μηχανή Flexaret λίγο πριν την αποφοίτησή μου από το Γυμνάσιο. Ήταν μια μηχανή που έπαιρνε μεγάλο καρούλι και κοίταγες από το επάνω μέρος της. Στη συνέχεια ο φωτογραφικός μου εξοπλισμός διευρύνθηκε με καινούργιες τελειότερες μηχανές, τηλεφακούς και άλλα εξαρτήματα. Συνολικά είναι καμιά δεκαριά μηχανές… Πάντως ακόμα και σήμερα εξακολουθώ να φωτογραφίζω παραδοσιακά και φτιάχνω άλμπουμ γιατί αυτά και μόνο αυτά, δηλ. τα φωτογραφικά άλμπουμ θα μπορούν τελικά να μας δέσουν με το παρελθόν και με τη μνήμη. Όλα τα άλλα είναι αέρας κοπανιστός…
  • Βασίλης Βασιλικός: Παγκοσμίως γνωστός, βραβευμένος και ένας από τους δέκα πιο μεταφρασμένους Έλληνες συγγραφείς. Του είπατε «αντίο» με τον δικό σας συγκινητικό τρόπο και με κοινές σας φωτογραφίες. Θέλετε να μοιραστείτε με τους φίλους του Vivlio-life μία από τις ρήσεις του που θα κρατήσετε ζεστή στη μνήμη και την καρδιά σας;
    Δεν θυμάμαι κάποια από τις ρήσεις του, όπως με ρωτάτε αλλά θυμάμαι το χαμόγελο και τα όσα μας έλεγε εκείνο το απομεσήμερο για τον πολύ γνωστό ποιητή που τον είχε «καρφώσει» στην Ασφάλεια ως ιδεολογικό ινστρούχτορα της 17ης Νοέμβρη και τα όσα συνέβησαν με τη γραφομηχανή του που έτυχε να έχει το ίδιο… στραβό γράμμα μ’ εκείνο της προκήρυξής της. Τον είχε πικράνει πολύ εκείνο το θέμα…
  • Από τα γυμνασιακά σας χρόνια ασχοληθήκατε με το γράψιμο και τη δημοσιογραφία. Ποιο ήταν το πρώτο σας ρεπορτάζ και πού δημοσιεύτηκε;
    Το πρώτο και το πλέον συγκροτημένο δημοσίευμά μου, που αφορούσε μια σχολική εκδρομή στον Βόλο, έγινε στην εφημερίδα «Ελληνικός Βορράς» της Θεσσαλονίκης. Αλλά πριν από αυτό και στην ηλικία των 15 χρόνων δημοσίευα «θυμωμένες» επιστολές μου στη δεύτερη σελίδα της εφημερίδας «Μακεδονία», πάλι της Θεσσαλονίκης, με το ψευδώνυμο «επαναστάτης». Πήγαινα τότε στην τρίτη τάξη του Γυμνασίου…
  • Ποιον τίτλο θα βάζατε στη δημοσιογραφική και συγγραφική σας πορεία μετά την έκδοση 28 βιβλίων αλλά και την 34χρονη έκδοση του περιοδικού «ΓΙΑΤΙ»;
    Εργάτης στη δούλεψη του Γουτεμβέργιου!

«Τα Σέρρας που έφυγαν» πόσο τα νοσταλγείτε και σε ποια από τις γωνιές της ή της Πεντάπολης όπου γεννηθήκατε έχετε την πιο γλυκιά ανάμνηση; Οι Σέρρες που ήρθαν σας συγκινούν το ίδιο;
Από την Πεντάπολη έφυγα πολύ μικρός, σχεδόν τεσσάρων χρόνων, ώστε να μπορώ να νοσταλγώ κάποιες από τις γωνιές της. Φυσικά έχω και από εκεί, από το σπίτι της μητέρας μου, μερικές από τις νοσταλγικές μου εντυπώσεις. Την πόλη των Σερρών την έζησα σε εννέα διαφορετικές γειτονιές και αγάπησα ίσως υπερβολικά, κυρίως τους ανθρώπους και τις αφηγήσεις τους. Αλλά δεν έπαψε να είναι μια μικρή επαρχιακή πόλη, που όπως όλες οι μικρές πόλεις της περιφέρειας δεν προσφέρονται για ανθρώπους που έχουν φτερά και όνειρα. Γι’ αυτό και δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι ακόμα και οι μεγάλες αγάπες μπορεί να κρύβουν μέσα τους άλλο τόσο… μίσος!

Λίγα λόγια για το βιβλίο

Βίωσα µια σειρά από γεγονότα που συνέβησαν στην πόλη µου τις Σέρρες αλλά και σ’ εμένα προσωπικά, που µε σημάδεψαν από την παιδική µου ηλικία και που νομίζω ότι έπρεπε να τα καταγράψω µε τη μορφή μιας σειράς βιωματικών αφηγημάτων ή και διηγημάτων, στα οποία τα ίχνη της µμυθοπλασίας που χρησιμοποίησα δεν αποτελούν το κεντρικό σημείο αναφοράς αλλά βοηθούν στην καλύτερη κατανόησή τους. Όπως η ιστορία που δάνεισε τον τίτλο του βιβλίου, µε την εικόνα των κομμένων κεφαλιών ανταρτών και κυρίως η τοποθέτησή τους στο πλέον κεντρικό σημείο της πόλης µου ήταν κάτι σαν την ομηρική ύβρη που έμεινε ανεξίτηλα αποτυπωμένη στην παιδική µου μνήμη, καθώς αυτή και µόνο αυτή μπορούσε να καταγράφει µε ιδιαίτερα οδυνηρό τρόπο το βιωματικό γεγονός.
Για το κατάκλειστο και σφραγισμένο σπίτι της περιοχής του Ιμαρέτ έμαθα διαβάζοντας γι’ αυτό κάτι παλιές κιτρινισμένες εφημερίδες της εποχής του Εμφύλιου. Εκείνα τα χρόνια ζούσε σ’ αυτό ένα αντρόγυνο με το μοναχοπαίδι τους, ένα αγόρι στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου. Oι γονείς, οργανωμένα στελέχη, πιστά στο κόμμα και φανατισμένα. Στο σπίτι τους, καθώς αυτό βρισκόταν στην άκρη της πόλης, απ’ όπου άρχιζαν ένα σωρό δίοδοι και μονοπάτια που οδηγούσαν στα γύρω βουνά, έκρυβαν όπλα, νάρκες, πολεμοφόδια. Tα βράδια κατέβαιναν οι αντάρτες, τα έπαιρναν με μουλάρια ή έφερναν καινούργια. O κίνδυνος ήταν τρισμέγιστος.
Αλλά όχι μόνο από αυτό. Υπήρχαν έγγραφα, κατάλογοι με ονόματα, κουπόνια εισφορών. Οι γονείς έτρεχαν δεξιά κι αριστερά να τα μοιράσουν, να μαζέψουν χρήματα για το κόμμα, τον αγώνα.
Γι’ αυτό μπορώ να πω ότι οι 27 αφηγήσεις µου είναι µια εσωτερική συνάντηση µε τον εαυτό µου, η ιχνηλάτηση µιας προσωπικής διαδρομής και αναζήτησης, µε ιδιαίτερα εμφανές το στοιχείο της απώλειας.

Βιογραφικό
Ο Βασίλης Ι. Τζανακάρης γεννήθηκε στην Πεντάπολη Σερρών και σπούδασε Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες στο ΑΠΘ. Από τα γυμνασιακά του χρόνια ασχολήθηκε με το γράψιμο και τη δημοσιογραφία. Έχει εκδώσει τρεις εφημερίδες, 28 βιβλία και έχει διοργανώσει 14 εκθέσεις αρχειακού υλικού. Από το 1975 και για 34 χρόνια εξέδιδε το μηνιαίο περιοδικό Γιατί. Υπήρξε από τους πρωτοπόρους στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, με τα οποία ασχολήθηκε επί σειρά ετών. Είναι μέλος του Συνδέσμου Εκδοτών Βορείου Ελλάδος και αντεπιστέλλον μέλος της ΕΣΗΕΜΘ. Κείμενα, μελέτες, ποιήματα και συνεντεύξεις του υπάρχουν δημοσιευμένα σε πολλές εφημερίδες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Το βιβλίο του Εάλω η Σμύρνη-Δακρυσμένη Μικρασία 1919-1922 τιμήθηκε το 2008 με το Α΄ Κρατικό Βραβείο χρονικού-μαρτυρίας.