Συγγραφέας του βιβλίου «Ξημέρωσε χωρίς χθες» – Εκδόσεις «ΚΕΔΡΟΣ»

Με σημείο αναφοράς ένα νοσοκομείο και βασικό πρωταγωνιστή τον τραυματία Δήμο, τον οποίο πλαισιώνουν πέντε φίλοι του που πάνε κι έρχονται μέρα νύχτα για να του κρατούν συντροφιά, η Βάνα Παπαθανασίου ήρθε με το βαθιά ανθρώπινο μυθιστόρημά της να μας θυμίσει πως η ζωή πολλές φορές παίζει άσχημα παιχνίδια και όλα μπορούν να αλλάξουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της, μας μιλά για μοναξιά, για φιλία, για ζωές και σχέσεις που δοκιμάζονται. Άλλοτε με ιατρικούς όρους που γνωρίζει πολύ καλά να χειρίζεται ως φαρμακοποιός, άλλοτε με χιούμορ για να ελαφρύνει τη βαριά ατμόσφαιρα του νοσοκομείου, μας βάζει στην καθημερινότητα έξι ανθρώπων που αναγκάστηκαν να την αλλάξουν εντελώς, για να μην αφήσουν ούτε λεπτό μόνο τον φίλο τους. Όπως λέει στο Vivlio-life η συγγραφέας «… πολλές φορές οι καλοί φίλοι αντικαθιστούν επάξια τους συγγενείς, ορισμένες φορές μάλιστα πολύ καλύτερα…»

Δήμος. Βαριά τραυματισμένος μετά από ατύχημα που είχε με τη μηχανή του μεταφέρεται στο χειρουργείο. Μιλήστε μας για τον κεντρικό σας ήρωα.
Τον συναντούμε στο νοσοκομείο μετά το ατύχημά του. Κατ’ αρχήν δεν γνωρίζουμε τίποτα γι’ αυτόν. Μαθαίνουμε από τους φίλους του -που έρχονται να τον δουν- ότι ζει μόνος κι ότι δεν έχει κανένα συγγενή. Ο ίδιος δεν μπορεί να μας δώσει στοιχεία για τη ζωή του και την προσωπικότητά του γιατί εκτός από τα σοβαρά κατάγματα πάσχει και από μετατραυματική αμνησία. Παρόλο που η ιστορία ξεκινά με αφορμή και αιτία τον ίδιο και ξετυλίγεται με σημείο αναφοράς το κρεβάτι του, μαθαίνουμε ελάχιστα γι’ αυτόν και μόνο όσα μας επιτρέπει η εξέλιξη της υγείας του και οι διάλογοι που έχει με τους φίλους του.

Τόπος που διαδραματίζεται η ιστορία σας, το Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών και στη συνέχεια ο θάλαμος μεγάλου νοσοκομείου. Πώς αποφασίσατε να την ξετυλίξετε σ’ ένα στενάχωρο χώρο;
Δεν συμβαίνουν όλα μέσα στο νοσοκομείο. Η αρχική μου πρόθεση ήταν να εστιάσω στις ζωές των ανθρώπων που ανέλαβαν από την πρώτη στιγμή να συντρέξουν τον Δήμο και στο αν και πώς αυτή η συνθήκη είχε τη δυναμική να τις επηρεάσει. Παρακολουθούμε, λοιπόν, τους φίλους του να πηγαινοέρχονται από τα σπίτια και τις δουλειές τους στο θάλαμο νοσηλείας, οπότε αντιλαμβάνεστε ότι οι χώροι είναι ποικίλοι, εσωτερικοί και εξωτερικοί. Έπρεπε, όμως, να επιλέξω σαν σημείο αναφοράς όλων ένα σταθερό, κλειστό χώρο ο οποίος να μην διαφοροποιείται και έναν κεντρικό ήρωα που να είναι ακινητοποιημένος, ώστε να προσθέτει λίγα στην εξέλιξη την ώρα που στις ζωές των γύρω του αλλάζουν πολλά. Βέβαια, στη διάρκεια της γραφής του βιβλίου ο Δήμος δεν αρκέστηκε σε αυτά που του είχα παραχωρήσει εγώ και διεκδίκησε κι άλλα…

Ένα ανθρώπινο θέμα, πρωταγωνιστές άνθρωποι της διπλανής πόρτας – ίσως και κάποιος από εμάς – στιγμές δύσκολες, σχέσεις που δοκιμάζονται… Υπάρχει λόγος που γράψατε αυτό το βιβλίο;
Κατ’ αρχήν το βάρος της μνήμης. Γιατί «η μνήμη όσο πολύτιμη κι αν είναι δεν παύει να έχει κι αυτή το βάρος της», όπως αναφέρει μια ηρωίδα του βιβλίου μου. Από τη μια μας είναι απαραίτητη για να κάνουμε το επόμενο βήμα στη ζωή μας, από την άλλη, όμως, δίνει υπόσταση σ΄ ένα παρελθόν το οποίο συχνά μας φρενάρει… Έπειτα, είναι κι αυτό που λέτε: άνθρωποι της διπλανής πόρτας που σε στιγμές δύσκολες δοκιμάζονται οι σχέσεις και οι ζωές τους. Άνθρωποι που το μόνο που ζητούν είναι λίγη κατανόηση, όπως όλοι μας άλλωστε. Μέσα στις ιστορίες των άλλων είτε διαβάζοντας ένα βιβλίο, είτε βλέποντας μια ταινία, ταυτιζόμενοι ενίοτε με έναν ήρωα, είναι πιο εύκολο να βρούμε αυτό το βάλσαμο που όλους μας ανακουφίζει: την αποδοχή.

Ο Δήμος δεν έχει κανέναν στη ζωή και οι άνθρωποι που τρέχουν δίπλα του από την πρώτη στιγμή είναι οι φίλοι του. Πώς κάνατε την επιλογή των χαρακτήρων του Φάνη, του Τέλη, του Παύλου, της Εύης και της Ισμήνης;
Τυχαία. Θα μπορούσα να πω ότι ένας ένας άρχισαν να μου συστήνονται από μόνοι τους. Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να είναι πολυπρόσωπο το μυθιστόρημα. Είναι πέντε, λοιπόν, οι κύριοι ήρωες –έξι με τον Δήμο- κι αν υπολογίσετε τις οικογένειές τους αλλά κι όλους όσοι τους συντροφεύουν στις ζωές τους γίνονται πολύ περισσότεροι.

«Πέντε ζωές παράλληλες που εξελίσσονται, ενώ παράλληλα πρέπει να συντονιστούν μεταξύ τους…». Κέντρο αναφοράς αυτής της εξέλιξης και του συντονισμού που κρίθηκε απαραίτητος, το νοσοκομείο. Πιστεύετε πως οι αναγνώστες που νοσούν ή συνοδεύουν ασθενή θα περάσουν καλά κάποιες ώρες με το βιβλίο σας;
Ελπίζω πως ναι. Απ’ ότι μου έχουν ήδη πει και οι μεν αλλά και οι δε, είτε ανακουφίζει αυτούς που νοσούν επειδή ξεφεύγουν λίγο από τη δική τους περιπέτεια και μπαίνουν στη δύσκολη θέση κάποιου άλλου, είτε κρατά ευχάριστη συντροφιά στους συνοδούς τους. Κι αυτό γιατί δεν συμβαίνουν όλα στον τραυματία που είναι καθηλωμένος σ΄ ένα κρεβάτι, αλλά και στις ζωές των υπολοίπων, εκτός νοσοκομείου, δηλαδή. Έτσι, η ατμόσφαιρα δεν είναι καθόλου καταθλιπτική ή απαισιόδοξη. Ίσα ίσα που οι πρωταγωνιστές -όπως όλοι οι συνηθισμένοι άνθρωποι εξάλλου- επιζητούν και λίγο χιούμορ κάπου κάπου για να κάνουν πιο ανάλαφρη τη δύσκολη δοκιμασία που βιώνουν.

«… Από την πρώτη στιγμή θα έρθει να προστεθεί μία ακόμη δυσκολία – η μεγαλύτερη ίσως … Ο αγαπημένος τους φίλος δεν τους αναγνωρίζει …», διαβάζω στο οπισθόφυλλο. Πώς είναι αλήθεια όταν αντιλαμβάνεται ο Δήμος πως «Ξημέρωσε χωρίς χθες;»…
Τον κατακλύζει απύθμενη ανασφάλεια και τρόμος διότι δεν μπορεί να εμπιστευθεί κανέναν και τίποτα, ούτε καν τον ίδιο του τον εαυτό αφού δεν γνωρίζει και δεν θυμάται απολύτως τίποτα.

«Δεν σε ξέρω, κοπέλα μου, το καταλαβαίνεις; Κανέναν σας δεν ξέρω. Δεν μου είστε τίποτα…», φωνάζει στους φίλους του. Στο τέλος του βιβλίου ευχαριστείτε έναν ορθοπεδικό κι έναν ψυχίατρο για τη συνεργασία τους. Θεωρήσατε απαραίτητη την προσέγγιση του θέματος από ιατρικής πλευράς, όταν έπρεπε να γράψετε για την ψυχολογία του πρωταγωνιστή σας;
Βεβαίως. Μελέτησα, έκανα έρευνα και συνεργάσθηκα με τους δύο γιατρούς που αναφέρετε προκειμένου να προσεγγίσω τον κεντρικό μου ήρωα με μεγαλύτερη ασφάλεια και σεβασμό.

Ο εφιάλτης τραυματιών και των συγγενών τους μετά από σοβαρά τροχαία είναι αυτό ακριβώς που φοβόταν και ο Δήμος: μη μείνει σακάτης. Η ανάγνωση του βιβλίου θα μας απαντήσει τι απέγινε ο ήρωάς σας και τι κατάληξη είχαν τα προσωπικά προβλήματα των φίλων του. Η θλιβερή πραγματικότητα, ωστόσο, λέει πως πολλοί τραυματίες όντως συνεχίζουν τη ζωή τους σε κάποιο αναπηρικό αμαξίδιο. Τι μηνύματα θέλετε να περάσετε μέσω του Δήμου σ’ αυτούς τους ανθρώπους;
Για τον Δήμο η πρόγνωση είναι δύσκολη μεν αλλά καλή και η ανάρρωσή του χρονοβόρα αλλά βέβαιη. Παρ’ όλη την ταλαιπωρία, τον πόνο και τον πανικό που αισθάνεται, βρίσκεται μπροστά σε μια νέα πρόκληση -υπαρξιακή θα έλεγα- μια ευκαιρία που η απώλεια μνήμης του παρέχει: να προχωρήσει χωρίς τα βαρίδια του παρελθόντος, να κάνει μια νέα αρχή. Πιστεύω, όμως, ότι οι άνθρωποι που έχουν ζήσει μια τέτοια μόνιμη ανατροπή στη ζωή τους καθώς και οι στενοί συγγενείς τους είναι οι πραγματικοί ήρωες. Τους σέβομαι απεριόριστα και υποκλίνομαι στη δύναμή τους.

Ο Δήμος δε φοβάται μόνο το άγνωστο παρελθόν αλλά και το παρόν το οποίο χαρακτηρίζει αμείλικτο. «Καλά την έχω βγάλει εδώ μέσα προστατευμένος τόσο καιρό», λέει στους φίλους του. Ποια είναι η ιατρική εξήγηση αυτής της συμπεριφοράς; Έχουμε να κάνουμε με τον ψυχιατρικό όρο: «ιδρυματοποίηση»;
Δεν νομίζω ότι μπορούμε να μιλήσουμε για ιδρυματοποίηση μέσα σε λίγες μόνο ημέρες. Αν δεν έπασχε από προσωρινή απώλεια μνήμης δεν θα του ήταν άγνωστο το παρελθόν κι επομένως δεν θα το φοβόταν. Όσο για το παρόν, μήπως κι εμάς δεν μας φαίνεται ώρες ώρες αμείλικτο; Πόσο μάλλον όταν κάποιος όπως ο Δήμος δεν μπορεί να το δικαιολογήσει και να το εντάξει σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο ζωής…

Το ίδιο ισχύει και για τους φίλους του; Το ατύχημα τους έφερε όλους πιο κοντά, βγήκαν τα προσωπικά και οικογενειακά τους προβλήματα στην επιφάνεια, αλλά έγινε και κάτι άλλο: Κάποιους δεν τους έκανε καρδιά να… γυρίσουν σπίτι τους, όπως γράφετε…
Αλήθεια είναι αυτό. Τελικά όπως βλέπουμε, δεν ξημέρωσε χωρίς χθες μόνο για το Δήμο, αλλά κατά κάποιο τρόπο και για τους υπόλοιπους…

Με την τροπή που παίρνει το μυθιστόρημά σας ανοίγετε δυο μεγάλα κοινωνικά κεφάλαια: «μοναξιά» και «πραγματική φιλία». Μπορεί οι φίλοι να αντικαταστήσουν τους συγγενείς; Τι μας διδάσκει η ιστορία του Δήμου;
Η μοναξιά είναι πράγματι ένα μεγάλο κεφάλαιο ειδικά τα τελευταία χρόνια. Πολλές φορές οι καλοί φίλοι αντικαθιστούν επάξια τους συγγενείς, ορισμένες φορές μάλιστα πολύ καλύτερα… Εξαρτάται από την ποιότητα της φιλίας. Στην προκειμένη περίπτωση οι φίλοι στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και με το παραπάνω.

Αν και πραγματεύεστε ένα στενάχωρο θέμα, το μυθιστόρημά σας «κυλάει» ευχάριστα με γλώσσα της εποχής μας που μας κάνει μέρος της ιστορίας σας. Επιδιώξατε αυτήν την επαφή με τον αναγνώστη;
Ναι, γιατί είμαι κι εγώ μία από αυτούς που γυρεύουν απαντήσεις και πάνω από όλα ανακούφιση.

Αφιερώνετε το βιβλίο σ’ αυτούς που θέλουν να θυμούνται. Τι γίνεται, όμως, μ’ εκείνους που θέλουν να ξεχάσουν και να σβήσουν το χθες;
Δεν είναι εύκολο να θέλεις να θυμάσαι. Θέλει δύναμη και κουράγιο για να ανοίξεις πληγές του παρελθόντος. Αν όμως το τολμήσεις, ίσως ανοίξουν νέοι ορίζοντες στη ζωή σου. Ο καθένας, βέβαια, κάνει τις επιλογές του.

Σπουδάσατε Φαρμακευτική κι εργάζεστε ως φαρμακοποιός. Σε ποιο βαθμό οι σπουδές και το επάγγελμά σας συνέβαλαν στην απόφαση να γράψετε το «Ξημέρωσε χωρίς χθες;»
Οι σπουδές και το επάγγελμά μου με βοήθησαν να μελετήσω και να προσεγγίσω καλύτερα και πιο σωστά ίσως τα κομμάτια που άπτονται στην υγεία, είτε σωματική, είτε ψυχική.

Ασχοληθήκατε επίσης και με τη μετάφραση. Ποιο ξένο βιβλίο, το οποίο διαβάσατε και σας «κράτησε» θα θέλατε να είχατε μεταφράσει;
Η αλήθεια είναι ότι πολύ θα ήθελα να ασχοληθώ και πάλι με τη μετάφραση, αλλά η εργασία μου είναι ιδιαίτερα απαιτητική και δεν μου αφήνει περιθώριο να ασχοληθώ και με αυτό.

«Άσε την πόρτα ανοιχτή» – «Οι Ερινύες πεθαίνουν στον καθρέφτη» – «Ο καναπές, ο μαγκούφης και η μοτοσυκλέτα του» είναι μερικοί από τους τίτλους των βιβλίων σας και είναι πράγματι ευρηματικοί. Είναι προσωπικές σας επιλογές;
Ναι, ορισμένες φορές συμβουλεύομαι και φίλους.

Τι ετοιμάζετε για το μέλλον;
Ειλικρινά, δεν γνωρίζω. Συνήθως περνάει κάποιο μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα –εξαρτάται κι από άλλους παράγοντες- κι όταν πια έχει φύγει από μέσα μου κι από πάνω μου η «μυρουδιά» του αμέσως προηγούμενου βιβλίου, γεννιέται το επόμενο.

Βιογραφικό
Η Βάνα Παπαθανασίου γεννήθηκε στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1961. Σπούδασε φαρμακοποιός στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας κι αυτό το επάγγελμα εξασκεί μέχρι σήμερα.
Έχει ασχοληθεί με τη μετάφραση.
Έχει εκδώσει τα βιβλία «Το σενάριο» (Καστανιώτης, 1991 – Κέδρος, 2003), «Άσε την πόρτα ανοιχτή» (Κέδρος, 1995), «Οι Ερινύες πεθαίνουν στον καθρέφτη» (Κέδρος, 1997), «Θάλεια» (Κέδρος, 2001), «Διάφανη ζωή» (Κέδρος, 2006), «Ο καναπές, ο μαγκούφης και η μοτοσικλέτα του» (Κέδρος, 2013), «Ξημέρωσε χωρίς χθες» (Κέδρος, 2019).

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ένα σοβαρό τροχαίο υποχρεώνει τον Δήμο να μείνει ακινητοποιημένος στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου. Είναι πενήντα πέντε χρονών και ζει μόνος. Σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή της ζωής του οι μόνοι που του συμπαραστέκονται είναι πέντε αγαπημένοι του φίλοι: ο Φάνης, ο Τέλης, ο Παύλος, η Εύη και η Ισμήνη. Πέντε άνθρωποι που αναγκάζονται να συγχρωτιστούν, παραδίδοντας τη σκυτάλη της φροντίδας του φίλου τους ο ένας στον άλλο σε εικοσιτετράωρη βάση. Πέντε ζωές ξεχωριστές που εξελίσσονται, ενώ παράλληλα πρέπει να συντονιστούν μεταξύ τους, που συγκρούονται και αλληλεπιδρούν, με άγνωστες συνέπειες για όλους.
Οι θυσίες που απαιτούνται είναι πολλές, οι ανατροπές ακόμη περισσότερες. Από την πρώτη στιγμή θα έρθει να προστεθεί μία ακόμη δυσκολία -η μεγαλύτερη ίσως-, που θα τους συνοδεύει στην όλη τους προσπάθεια: Ο αγαπημένος τους φίλος έχει χάσει τη μνήμη του. Ο αγαπημένος τους φίλος δεν τους αναγνωρίζει…
…Δεν έχει νόημα να κάθομαι να σου λέω. Έχουν συμβεί πολλά, ή μάλλον συμβαίνουν πολλά τα τελευταία χρόνια. Η αλήθεια είναι ότι συνέβαιναν πάντα, αλλά δεν δίναμε σημασία. Σαν να τα ξεχνάγαμε, τι να πω; Λες και κάθε μέρα που ξημέρωνε έσβηνε την προηγούμενη. Αλλά αυτές δεν σβήνονταν στ’ αλήθεια… Κάπως έτσι ζήσαμε και φτάσαμε ως εδώ…”

(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)