Συγγραφέας του βιβλίου «Κάθε Κυριακή την ίδια ώρα» – Εκδόσεις «Υδροπλάνο»
Της το χρωστούσε της γιαγιάς της η Τζίνα Ψάρρη. Μετά από πολλά χρόνια σκέψης, αναβολών και τη συγγραφή τριών μυθιστορημάτων, τελικά, αποφάσισε πως η ιστορία της πρέπει να αποτυπωθεί στο χαρτί. Αποτέλεσμα αυτής της απόφασης είναι ένα βιβλίο που κάθε σελίδα του έχει να αφηγηθεί πολλά μέσα από τα βιώματα μιας περήφανης γυναίκας που όπως λέει στο Vivlio-life η συγγραφέας «έβαλε στην άκρη την απέραντη θλίψη της, έκανε χίλιες δουλειές, αδικήθηκε, λύγισε, ξανασηκώθηκε. Αλλά και αγαπήθηκε πολύ». Μαζί με τις μικρές και μεγάλες στιγμές της, που βαδίζουν πλάι πλάι με την ιστορία, κρατώ στο μυαλό τις κουβέντες που είπε στην εγγονή της: «Ο άνθρωπος, τζιέρι μου, δεν είναι λουλούδι, να τον εμυρίσεις και να καταλάβεις αν είναι φρέσκος ή πολυκαιρισμένος. Θέλει μεγάλη προσοχή ώσπου να ανακαλύψεις τι κρύβει από κάτω το κάθε πεταλάκι του…»
Η φωτογραφία του εξωφύλλου σας είναι από εκείνες που μαγνητίζουν το βλέμμα και γεμίζουν τον αναγνώστη με συναισθήματα αλλά και περιέργεια. Άραγε ποιο δρομολόγιο έκανε το νούμερο 28 του τραμ, σε ποιο δρόμο, σε ποια πόλη; Ήταν Άνοιξη ή Φθινόπωρο;
Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη την Άνοιξη του 1952 στην Θεσσαλονίκη. Την βρήκα αλλοιωμένη από το πέρασμα του χρόνου, ελαφρώς κιτρινισμένη, με κομμένα αρκετά από τα «δοντάκια» που εκείνη την εποχή συνήθιζαν να έχουν οι φωτογραφίες γύρω-γύρω. Το εξώφυλλο – όσον αφορά στην προσθήκη του τραμ και του πλακόστρωτου αλλά και της γενικής βελτίωσης– είναι αποτέλεσμα της υπέροχης δουλειάς του εξαιρετικού γραφίστα των Εκδόσεων «Υδροπλάνο», Ηλία Ξηνταβελώνη. Στην πραγματικότητα, οι κοπέλες περπατούν στην Τσιμισκή απολαμβάνοντας ένα χαμογελαστό απόγευμα.
Πρωταγωνίστριες της φωτογραφίας δύο χαμογελαστές μελαχρινές νεαρές κυρίες με κομψά ταγιέρ και ασορτί αξεσουάρ. Γνωρίζουμε ήδη πως η μία από τις δύο είναι η συνονόματη γιαγιά σας. Ποια όμως; Με τα μαύρα παπούτσια ή τα λευκά; Και ποια η κυρία που κρατά ή την κρατά αγκαζέ;
Καμία από τις δύο νεαρές κοπέλες δεν είναι η συνονόματη γιαγιά μου. Με τα μαύρα παπούτσια είναι η μητέρα μου και δίπλα της η αδερφή της, σε ηλικία 18 και 15 ετών αντίστοιχα. Το προσεγμένο τους ντύσιμο ήταν – και αυτό – αποτέλεσμα της περήφανης αξιοπρέπειας της μητέρας τους η οποία, παρά την δυσμενέστατη οικονομική τους κατάσταση, είχε καταφέρει να έχουν αυτό το ένα και μοναδικό κομψό ταγιέρ.
Αλήθεια, πού πηγαίνουν «Κάθε Κυριακή την ίδια ώρα;»
Αυτό θα το ανακαλύψουν όσοι θελήσουν να διαβάσουν το βιβλίο. Κάθε Κυριακή την ίδια ώρα, πολλά μπορούν να συμβούν πάντως, πολλά, σημαντικά και, όπως πιστεύω, ιδιαίτερα ενδιαφέροντα….
Αυτή η φωτογραφία – πολύτιμο αντικείμενο για σας – κρύβει μήπως μέσα της την έμπνευση του νέου σας βιβλίου;
Με το που είδα την φωτογραφία, ήξερα πως αυτήν ήθελα για εξώφυλλο του βιβλίου, την θεώρησα από την πρώτη στιγμή απόλυτα ταιριαστή και χάρηκα πολύ που και ο Εκδοτικός Οίκος είχε την ίδια άποψη. Η έμπνευση για την συγγραφή αυτού του βιβλίου ωστόσο είναι παλιότερη. Μετά από πολλά χρόνια σκέψης, αναβολών και τριών βιβλίων που προηγήθηκαν, τελικά, αποφάσισα πως η ιστορία της γιαγιάς μου πρέπει να αποτυπωθεί στο χαρτί, πως της το χρωστούσα να φέρω στο φως τα όσα βίωσε.
Πώς βρέθηκε στα δικά σας χέρια και τώρα πια, που βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, συνεχίζει να σας προκαλεί τα ίδια συναισθήματα;
Την ανακάλυψα σκαλίζοντας παλιές φωτογραφίες στα πάμπολλα κουτιά της μητέρας μου. Για φωτογραφίες της γιαγιάς και του παππού έψαχνα, μα αυτή ήταν που τελικά μίλησε στην καρδιά μου. Τώρα που βρίσκεται «εκτεθειμένη» στα μάτια όλων εκείνων που θα πιάσουν στα χέρια τους το βιβλίο, ή, έστω, θα το κοιτάξουν, νιώθω την ελπίδα και την πεποίθηση πως αυτός ο χαμογελαστός περίπατος δυο όμορφων κοριτσιών θα τραβήξει την προσοχή που η ιστορία τους αξίζει. Ένα «ναι, ξέρω, έχετε πολλά να αφηγηθείτε» με πλημμυρίζει, ακριβώς όπως αισθάνθηκα όταν την πρωτοαντίκρυσα.
Πίσω από το χαμόγελο της φωτογραφίας κρύβεται μια ζωή που «την ανάγκασε να γίνει ηρωίδα», γράφετε για την γιαγιά σας. Μιλήστε μας γι’ αυτή τη γυναίκα. Από πού ξεκινάτε την ιστορία, πόσα χρόνια την ακολουθείτε συγγραφικά και ποια είναι τα πιο μεγάλα κεφάλαιά της;
Η Γιωργίτσα ήταν μια γυναίκα που λάτρευε τον χορό και το τραγούδι. Ήταν γεμάτη ειλικρίνεια, στα όρια της γραφικότητας κάποιες φορές, αλλά και καυστικό χιούμορ αδιανόητο, δεμένα με τεράστια αποθέματα δύναμης και συγχώρεσης. Έπιασα την ιστορία της από την ηλικία των επτά ετών, τότε που αναγκάστηκε – με την καταστροφή της Σμύρνης – να εγκαταλείψει πατρίδα, σπίτι, πλούσια ζωή στρωμένη και φίλους πολλούς, Έλληνες και Τούρκους, και την ακολούθησα για πενήντα χρόνια περίπου, πρόσφυγα στην Αθήνα, νιόπαντρη σε πολύ νεαρή ηλικία στην Θεσσαλονίκη, μάνα που θάβει το πρώτο της παιδί, φίλη και αρωγό των κατατρεγμένων Εβραίων της πόλης της, νεότατη χήρα στην Κατοχή, έως τα χρόνια της μεταπολίτευσης και τον πρόωρο θάνατό της.
Σμύρνη, προσφυγιά, Αθήνα, Κατοχή, απώλειες, Θεσσαλονίκη. Ποιο είναι το πιο δραματικό κεφάλαιο στην ιστορία της ηρωίδας σας; σε ποια πόλη γράφεται και με ποιους συμπρωταγωνιστές;
Στη Θεσσαλονίκη γράφτηκε το δραματικότερο κεφάλαιο της ζωής της, εκεί όπου έζησε και τα περισσότερα χρόνια της. Η δολοφονία του άντρα της στην Κατοχή, και όχι από Γερμανούς, εξαφάνισε κάθε βεβαιότητα από την ως τότε καθημερινότητά της, αφήνοντάς την ολομόναχη, χωρίς πόρους, με δύο μικρά κορίτσια να έχουν την απόλυτη ανάγκη της. Έβαλε στην άκρη την απέραντη θλίψη της, έκανε χίλιες δουλειές, αδικήθηκε, λύγισε, ξανασηκώθηκε. Αλλά και αγαπήθηκε πολύ.
Μεγάλα ιστορικά γεγονότα βαδίζουν πλάι σε μικρές ανθρώπινες ιστορίες. Πόσα από αυτά που καταγράφετε στο μυθιστόρημά σας, αποτελούν αφηγήσεις της ίδιας σας της γιαγιάς;
Την δική της άποψη για τα γεγονότα, δεν την άκουσα παρά ελάχιστες φορές και μόνο για ζητήματα που η μικρή μου ηλικία μπορούσε να αντέξει. Δεν ήμουν καλά-καλά ούτε δέκα ετών όταν έφυγε από τη ζωή. Η γερή βάση της αφήγησής μου οφείλεται κυρίως στη μητέρα μου και την αδερφή της. Γι’ αυτό εξάλλου το βιβλίο αυτό είναι σ’ εκείνες αφιερωμένο.
«Είναι η ζωή της πραγματικής ηρωίδας γιαγιάς μου, όπως την άκουσα, την έζησα, τη φαντάστηκα και ως ένα βαθμό την δημιούργησα», διαβάζω και αναρωτιέμαι αν υπήρχε χώρος για να παρέμβετε μυθοπλαστικά σ’ αυτή την βιωματική ιστορία.
Πολύς χώρος για μυθοπλαστική παρέμβαση δεν υπήρχε η αλήθεια είναι, δεν το ήθελα εξάλλου. Ωστόσο, εκτός από την καταγραφή των ιστορικών και πολιτικών γεγονότων, των οποίων η ακριβής αποτύπωση ήταν αποτέλεσμα έρευνας πάμπολλων ωρών, ψάχνοντας τις κοινωνικές συνθήκες της οικογένειας που θα με οδηγούσαν στην σωστή αφήγηση μιας αληθινής ιστορίας, βρέθηκα μπροστά σε αντιφάσεις, σε αντικρουόμενες απόψεις. Η επιλογή λοιπόν της υποκειμενικής αντικειμενικότητας όλη δική μου, ένα υφάδι που έπλεξα με τα νήματα της μνήμης εκείνων που μου χάρισαν τα πολύτιμα των αναμνήσεών τους. Αυτό εννοώ όταν γράφω πως κάποιες στιγμές τις φαντάστηκα ή τις δημιούργησα.
Κρυσταλλία. Η αδερφή της ηρωίδας σας. «Σκληρή και άπονη» την χαρακτηρίζετε. «Γίνεται υπηρέτρια και μαζί θύμα της». Πόσο εύκολο ήταν να περιγράφετε μέρες και νύχτες μιας τέτοιας αδερφικής σχέσης που όμως έχει άμεση σχέση μ’ εσάς;
Από την αρχή απλό ήταν. Είχα αποφασίσει να γράψω την πραγματικότητα και αυτό έκανα. Ίσως να στρογγύλεψα κάπως μικρές αιχμηρές γωνίες αλλά ήξερα πως μόνο αλήθειες θα φανέρωνα, ακόμα και τότε που στα μάτια κάποιων θα φαίνονταν σκληρές. Εξάλλου και η γιαγιά μου, όποτε μιλούσε για την σχέση με την αδερφή της, το ίδιο έκανε.
Πόσο σφιγμένη αισθανόσασταν όταν έπρεπε να καταθέσετε στην λευκή σας σελίδα την ιστορία ενός τόσο κοντινού σας ανθρώπου; Νιώθατε μια μεγαλύτερη ευθύνη όταν τοποθετούσατε τους ήρωές σας γύρω από την πρωταγωνίστρια, γνωρίζοντας πως είναι δικοί σας άνθρωποι;
Το δηλώνω και στην εισαγωγή του βιβλίου, εξακολουθώ έως και σήμερα κάποιες στιγμές να αισθάνομαι ένα είδος ενοχής, κάπως σαν να είμαι ανάξια να αφηγηθώ αυτή την ιστορία. Όχι επειδή μετά από πολλά χρόνια σκέψης, αποφάσισα τελικά την αφήγηση ερήμην της κύριας πρωταγωνίστριας. Η ενοχή αυτή – αν διαλέγω σωστή λέξη – οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η αδιαμφισβήτητη αγάπη μου για όλους τους συμμετέχοντες ίσως και να ήταν μεγαλύτερη από την όποια αντικειμενικότητα. Ησύχασα ωστόσο όταν συνειδητοποίησα πως αυτή η αγάπη τελικά είναι ο κεντρικός ήρωας, αγάπη που ξεπηδάει διαρκώς από τις λέξεις μου, αγάπη σε όλες της τις εκφάνσεις, ακόμη και τότε που δεν ήταν συμβατή με την πραγματικότητα.
Η γυναίκα αυτή έφυγε νωρίς από τη ζωή σας. Ποια εικόνα της, ποια κουβέντα της, ποια συμβουλή της, ποια μυρωδιά και ποια γεύση έχετε κρατήσει φυλαγμένη στο μυαλό και την καρδιά;
Είναι τόσα πολλά! Ο βασιλικός που μοσχομύριζε φυλαγμένος πάντα στον κόρφο της, τα ποτηράκια του κρασιού που κροτάλιζαν στα δάχτυλά της σαν αυτοσχέδια ζίλια, τα μικρασιάτικα τραγούδια της, η κουζίνα του σπιτιού της που μύριζε μπαχάρι και κανέλα, και τόσες πολλές κουβέντες της! Ειδικά όμως μια φράση της που η τότε παιδικότητά μου δεν αφομοίωνε. Τώρα ξέρω καλά τι εννοούσε, και είναι τόσο πολύτιμη στην καρδιά μου που δεν θέλησα να την γράψω στο βιβλίο μαζί με όλες εκείνες που αναφέρω. Μετάνιωσα όμως, είναι πλημμυρισμένη από σοφία η φράση της, γι’ αυτό και την είπα στην κεντρική παρουσίαση του βιβλίου, γι’ αυτό και την αναφέρω έκτοτε, όποτε είναι ταιριαστό:
«Ο άνθρωπος, τζιέρι μου, δεν είναι λουλούδι, να τον εμυρίσεις και να καταλάβεις αν είναι φρέσκος ή πολυκαιρισμένος. Θέλει μεγάλη προσοχή ώσπου να ανακαλύψεις τι κρύβει από κάτω το κάθε πεταλάκι του…»
Αν ζούσε θα ήταν ικανοποιημένη με τον τρόπο και την ευαισθησία που αγγίξατε τη ζωή της; Κάνατε ποτέ αυτό το ερώτημα στον εαυτό σας;
Μόλις έγραψα το Τέλος, αυτή ήταν η μία και μοναδική ερώτηση που έκανα στον εαυτό μου. Είμαι σίγουρη πως αν ήταν μπορετό να βρίσκεται μαζί μας, αν της διάβαζα το βιβλίο – τα τελευταία της χρόνια τα έζησε σχεδόν τυφλή – θα ήταν απόλυτα ικανοποιημένη, θα το έβλεπε κι εκείνη σαν ένα φόρο τιμής στην αξιοπρέπεια και την καθαρή συνείδηση. Η ειλικρίνειά της όμως, μάλλον θα μου θύμωνε που κράτησα μόνο το δικό της όνομα αληθινό και όλα τα υπόλοιπα τα άλλαξα. Θα μου έλεγε, όπως πάντα έκανε, πως η αλήθεια είναι μεγάλο αγαθό. Και μάλλον δεν θα την έπειθα αν αντέτεινα πως αφού ήταν πολλοί εκείνοι που δεν ρώτησα γι’ αυτή την αποτύπωση, σωστότερο μου έμοιαζε να τους ζωγραφίσω με χρώματα κάπως «ξεθωριασμένα».
Λίγα λόγια για το βιβλίο
«Αγάπη. Με την απίστευτη ικανότητα να βαυκαλίζεται πως μπορεί να κάνει πραγματικότητα κάθε επίπλαστο όνειρο. Μάταιη αγάπη, σχεδόν ανήθικη, ένας αρλεκίνος με φλογάτη μύτη που επιδίδεται σ’ ένα θεατρικό γοητευτικών επιθυμιών. Όχι, η αγάπη δεν είναι η απάντηση σε όλα, όπως λένε τα τραγούδια. Ο άνθρωπος είναι, ακριβώς όπως το είπε ο ποιητής. Ο άνθρωπος, που ποτέ δεν δείχνει ολόκληρο τον εαυτό…»
Σμύρνη, Αθήνα, Θεσσαλονίκη. Διαφορετικές ζωές, ίδια αγγίγματα οδύνης και ευτυχίας. Κάθε Κυριακή την ίδια ώρα, η Γίτσα πίνει τον καφέ της, όπως ακριβώς έκαναν κάποτε και οι γονείς της. Σκέψεις, δάκρυα, χαρά και νοσταλγία συνθέτουν το καϊμάκι του μερακλίδικου ελληνικού, με μόνιμη συντροφιάτα σκαμπανεβάσματα της μοίρας, που πλέκουν το νήμα της ζωής μέσα από ένα συνονθύλευμα χαρμολύπης. Η ανάγκη για επιβίωση, η κινητήριος δύναμη που θέτει τα γρανάζια της ψυχής σε λειτουργία, και η αγαπημένη της συνήθεια, η αφορμή για να δραπετεύσει με τον νου σ’ έναν κόσμο καλύτερο.
Μια ιστορία για την αγάπη, το άλγος και την απώλεια σε όλες τους τις μορφές, ποτισμένη με μυρωδιές, γεύσεις και νότες.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Η Τζίνα Ψάρρη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Αποφοίτησε από την ελληνογαλλική σχολή Ουρσουλινών και από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο πήρε το πτυχίο της Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας. Δίδαξε για είκοσι χρόνια γαλλικά και Ιστορία.
Διακρίσεις
2016 : 1ο βραβείο από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών, στον ετήσιο πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος
2020 : 2η θέση στον διαγωνισμό διηγήματος του αγγλικού εκδοτικού οίκου Ontime books, συμμετοχή στην έκδοση που κυκλοφορεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό
Εργογραφία
«Μέχρι το πέμπτο σκαλοπάτι», μυθιστόρημα, Εκδόσεις Όστρια, 2015, εξαντλημένο
«Ανθολογία μικρού διηγήματος για την νύχτα», εκδόσεις Κύμα, Συλλογικό, 2016
«Οι κόρες της Ανάγκης», μυθιστόρημα, Άνεμος Εκδοτική, 2018
«Μέχρι το πέμπτο σκαλοπάτι», μυθιστόρημα, αναθεωρημένη επανέκδοση Άνεμος Εκδοτική, 2019
«Αριστερό Πέταγμα», μυθιστόρημα, Άνεμος Εκδοτική, 2019
«Coronavirus, an ancient or an alien virus», Ontime books, Συλλογικό διηγημάτων, 2020
«Οι εκπαιδευτικοί γράφουν», Εκδόσεις Γράφημα, Συλλογικό Διηγημάτων, 2020
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.