«Εφτά και κάτι νύχτες» – Εκδόσεις Νησίδες

Νεαρός δημοσιογράφος ήταν όταν τα μαύρα σύννεφα της χούντας σκοτείνιασαν τον ουρανό της Θεσσαλονίκης. Από την πρώτη κιόλας μέρα που ξεκίνησε να γράφεται με μελανά χρώματα η ιστορία της Ελλάδας, εκείνος κρατούσε το δικό του αρχείο. Πενήντα χρόνια μετά, ο Ξενοφών Μαυραγάνης αξιοποιώντας το υλικό που κράτησε ως δημοσιογράφος αλλά και ως νομικός στη συνέχεια, αποφάσισε ν’ αφήσει το δικό του αποτύπωμα μ’ ένα βιβλίο. Όπως λέει στο Vivlio-life, η ιστορία ενός λαού είναι τα θεμέλια της οικοδόμησης του μέλλοντος και κανένα μέλλον δεν μπορεί να χαραχτεί χωρίς την καλή γνώση και εμβάθυνση της ιστορίας.

– «Εφτά και κάτι νύχτες» … Ή αλλιώς, η ζωή από τα 26 σας χρόνια και μετά, σε 195 σελίδες. Γιατί όχι «Εφτά και κάτι χρόνια»;

Επειδή στα εφτάμιση χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών κυριαρχούσε το απόλυτο σκοτάδι, χωρίς ξημέρωμα και χωρίς κανάλια διεξόδου, μια και το διεθνές περιβάλλον (περιλαμβανόμενου και του μπλοκ του υπαρκτού σοσιαλισμού, που έκανε πως δεν καταλαβαίνει) δεν έκανε τίποτα για να δείξει την αποδοκιμασία της, σ’ αυτή την βάναυση προσβολή των δημοκρατικών θεσμών, που υποτίθεται πως υπερασπίζεται. Πώς θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί μια κατάσταση όπου όλη σου η ζωή ήταν υπό έλεγχο για «να συμμορφώνεσαι προς τας υποδείξεις».

– Το αφήγημά σας μας μεταφέρει στα σκοτεινά χρόνια της επταετίας και παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί περιγράφει αληθινά γεγονότα. Πού στηρίχτηκε η συγγραφή του; Σε σκέψεις που καταγράφατε κρατώντας σημειώσεις ή βιώματα που φυλούσατε με ασφάλεια στο μυαλό;

Προφανώς γιατί είχα συγκροτημένη άποψη για την δικτατορία. Απλώς πενήντα χρόνια μετά από την επιβολή της, σκέφτηκα πως είμαι υποχρεωμένος ν’ αφήσω και το δικό μου αποτύπωμα, που βασίσθηκε στο αρχείο που είχα κατορθώσει να συγκροτήσω, ως δημοσιογράφος την εποχή εκείνη. Εφημερίδες, κείμενα αδημοσίευτα, ανακοινώσεις και φυσικά μνήμες για καταστάσεις και γεγονότα που έζησα.

– Ένας αναγνώστης από τις νεότερες γενιές που δεν γνωρίζει πολλά για την επταετία, διαβάζοντας το αφήγημά σας αναπόφευκτα έρχεται «αντιμέτωπος» με τον … λοιπό οπλίτη και τον χαρακτηρισμό του ως Β. Τι σημαίνουν και πόσο μπορούν να επηρεάσουν τη ζωή ενός νέου ανθρώπου.

Αυτά είναι ιστορία, που είναι ανάγκη να μαθαίνουν οι νέοι. Γιατί κανένα μέλλον δεν μπορεί να χαραχτεί χωρίς την καλή γνώση και εμβάθυνση της ιστορίας. Η ιστορία ενός λαού είναι τα θεμέλια της οικοδόμησης του μέλλοντος. Που για να οικοδομηθεί χρειάζεται να γνωρίζει τις στιγμές που συμπυκνώνουν ολόκληρες ιστορικές περιόδους, αξίες και ιδεολογίες, κάθε τι που αξίζει να μείνει στη μνήμη. Όμως για να πάρουν μια γεύση οι νεώτεροι των στοιχείων που συγκροτούν την ιστορία να πω πως «λοιπός οπλίτης» ήταν αυτός που κατά την κρίση των αστυνομικών και στρατιωτικών αρχών, ήταν αυτός που δεν δικαιούνταν να κρατά όπλο, γιατί θεωρούνταν άπατρις και χαρακτηρισμένος «Β», στρατιώτης ήταν αυτός που πίστευε στην κομμουνιστική ιδεολογία, άρα ήταν άπατρις ή πιο καλά εχθρός της πατρίδας.

– Σε κάποια πρόσωπα βάλατε αρχικά και κάποια άλλα διαδραματίζουν τον ρόλο τους σ’ αυτό το βιβλίο με το πραγματικό τους όνομα. Μιας και μιλούμε για μια γκρίζα εποχή, υπήρξε κάποια αντίδραση σε όσα μας αφηγείστε; Δήλωσε κάποιος ενοχλημένος από το αφήγημά σας;

Ναι δυο άνθρωποι, που τους ενόχλησε η απόλυτη αλήθεια που εμπεριέχεται σ’ αυτό. Ένας απόγονος αρνητικού πρωταγωνιστή κι ένας συγγενής ενός δεσμώτη και καταδικασμένου από την Χούντα. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Οι άνθρωποι της Αριστεράς που σήκωσαν το μεγάλο βάρος της αντίστασης κατά της ξενοκίνητης δικτατορίας, αντιπαρήλθαν το ιστορικό περιεχόμενό του. Με πείραξε που στην Θεσσαλονίκη διοργανώθηκε διημερίδα από τον Σύνδεσμο Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αγωνιστών 1967-74 με θέμα «Η λογοκρισία στην περίοδο της δικτατορίας» και δεν αναφέρθηκε στο εκτενές κεφάλαιο, γι’ αυτό ακριβώς το θέμα, του βιβλίου μου. Παρ’ όλο που ο πρόεδρος του Συνδέσμου Κώστας Μανταίος και ο κορυφαίος αντιστασιακός Νίκος Κωνσταντόπουλος, μίλησαν κατά την παρουσίαση του βιβλίου μου στην Αθήνα στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ. Την ίδια απαξίωση έδειξαν και οι κριτικοί των εφημερίδων. Δεν περίμενα να πουν πόσο σπουδαίο λογοτέχνημα έγραψα, αλλά τουλάχιστον να αναγνωρίσουν ότι περιέχει τμήμα της πρόσφατης ιστορίας μας.

– Εργαστήκατε ως δημοσιογράφος σε μεγάλες εφημερίδες, όπως «Το Βήμα», «Ακρόπολις», «Αυγή», «Καθημερινή». Δε θα μείνω, ωστόσο, σ’ κείνες τις συνεργασίες. Θα σταθώ στο γεγονός, πως υπήρξατε δημοσιογράφος στη «Μακεδονία» και τη «Θεσσαλονίκη» και θέλω να μου μιλήσετε για το τεράστιο κενό που άφησαν στην πόλη και την ψυχή μας.

Πραγματικά η Θεσσαλονίκη απώλεσε την ψυχή της με το κλείσιμο των δυο αυτών εφημερίδων. Κι αυτό γιατί οι μεταγενέστεροι εκδότες τους, δεν κατάλαβαν πως οι συνθήκες άλλαξαν και δεν μπορούσαν πια να εκδίδουν στην πόλη μας αθηναϊκού τύπου εφημερίδες. Το διαδίκτυο και η τηλεόραση κατάργησαν τις αποστάσεις και τον χρόνο. Έπρεπε λοιπόν οι εφημερίδες αυτές συν τω χρόνω να προσαρμοσθούν και να γίνουν περιφερειακά έντυπα, όπως υπάρχουν σ’ όλο τον κόσμο, αναπτύσσοντας και προβάλλοντας τα θέματα που απασχολούν την περιφέρεια και το ντόπιο αναγνωστικό κοινό. Δεν είναι που δεν τα κατάφεραν, είναι πως δεν το προσπάθησαν.

– Συνδέσατε τα πρώτα σας βήματα στο ρεπορτάζ με τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, της οποίας υπήρξατε αυτόπτης μάρτυρας. Πιστεύετε πως κάποτε θα μάθουμε όλη την αλήθεια γι’ αυτήν τη δολοφονία;

Νομίζω πως κάθε μέρα που περνά οι δυνατότητες λιγοστεύουν. Μια ευκαιρία είχε ο δικαστής Βασίλης Λαμπρίδης, που στο βιβλίο του «Αναμνήσεις και εκμυστηρεύσεις ενός δικαστή» που κυκλοφόρησε το 2016, φτάνει κοντά, αλλά δεν αποκαλύπτει τις πληροφορίες του. Εγώ λέω ορισμένα πράγματα, αυτά που είχαν περιέλθει σε γνώση μου δηλαδή, αλλά νέα έρευνα δεν έχει επιχειρηθεί. Και βεβαίως η πλευρά των δολοφόνων δεν άφησε καμιά ρωγμή, ικανή να δώσει φως, έστω και εξαντλημένης μπαταρίας, όπως είχε πει ο εισαγγελίας Παύλος Δελαπόρτας.

– Πώς χαρακτηρίζετε τη δημοσιογραφική κάλυψη της πολύκροτης αυτής υπόθεσης;

Εξαιρετικά καλή κυρίως από τις αθηναϊκές εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΒΗΜΑ και ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ που με τους απεσταλμένους τους Γιάννη Βούλτεψη, Γιώργο Ρωμαίο και Γιώργο Μπέρτσο, πραγματοποίησαν σπουδαία ανακριτική εργασία, κυνηγώντας κάθε λεπτομέρεια. Από τις εφημερίδες της πόλης μας η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ήταν αυτή που κάλυψε ικανοποιητικά την υπόθεση.

– Ποιο ήταν το δεύτερο μεγάλο ρεπορτάζ που καλύψατε και σας έμεινε χαραγμένο στο μυαλό;

Ασφαλώς οι μεγάλες δίκες των έκτακτων στρατοδικείων της Χούντας. Που τις έζησα (όχι όλες) και τις περιγράφω ή τέλος πάντων προσπαθώ, στο ΕΦΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΝΥΧΤΕΣ. Εξ άλλου το 1975, ένα σχεδόν χρόνο μετά τη Χούντα, απολύθηκα από την ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, για συνδικαλιστική δράση. Και έκτοτε η δημοσιογραφική μου ενασχόληση ήταν αρθρογραφικού τύπου.

– Ποια ήταν τα «όπλα» των δημοσιογράφων εκείνης της εποχής; Υπάρχουν κοινά στοιχεία ανάμεσα στον ρεπόρτερ της δεκαετίας του ’60, με τον σημερινό;

Η πολλή δουλειά και το αδυσώπητο κυνήγι της είδησης. Που ήταν χειροποίητη, εκείνο τον καιρό. Θέλω να πω έπρεπε να την ψάξεις εσύ την είδηση, να την ανακαλύψεις, να την διασταυρώσεις, να την περιγράψεις. Δεν υπήρχαν γραφεία τύπου ή άλλες παρόμοιες υπηρεσίες, να σε πληροφορούν, όπως αυτοί θέλουν και επιλέγουν. Τα τεχνικά μέσα ήταν στα σπάργανα. Εγώ τουλάχιστον πρόλαβα τον τηλέτυπο. Όλα γράφονταν με το χέρι και μεταδίδονταν με το τηλέφωνο. Στην σημερινή ηλεκτρονική δημοσιογραφία τα πάντα μεταδίδονται αμάσητα και κυρίως ανεπεξέργαστα. Έτσι η ταχύτητα καταβροχθίζει την ποιότητα με κύριο θύμα τη γλώσσα που κακοποιείται. Ευτυχώς που υπάρχει ακόμα και η έντυπη δημοσιογραφία.

– «… Τον μεθούσε το φρεσκοτυπωμένο χαρτί μουσκεμένο στο αντιμόνιο και τον τρέλαινε η είδηση, το γεγονός και το ψάξιμο γι αυτήν …», γράφετε και οι συνάδελφοι δημοσιογράφοι μιας άλλης εποχής φαντάζομαι νιώθουν ακριβώς το ίδιο. Πώς χαρακτηρίζετε την ηλεκτρονική δημοσιογραφία; Ήρθε για να μείνει; Εσείς τη χρησιμοποιείτε για την ενημέρωσή σας;

Είναι η αναπόφευκτη εξέλιξη των σύγχρονων μέσων ενημέρωσης, που δολοφονεί την μαγεία και το μυστήριο. Πέθανε αυτή η διαδικασία από το γράψιμο στο χέρι μέχρι το τυπωμένο χαρτί. Σήμερα την ίδια σχεδόν στιγμή που γράφεται το κείμενο στον υπολογιστή, φεύγει και τοποθετείται στην σελίδα. Δυστυχώς κι εγώ, που κάποτε δήλωσα πως δεν θα εγκατέλειπα με τίποτα το χειρόγραφο, συμμορφώθηκα με την πιάτσα. Ναι ρίχνω μια ματιά στον ηλεκτρονικό τύπο, αλλά την εκτίμησή μου την έχει πάντα η ανάγνωση εφημερίδων και περιοδικών.

-Από τη μάχιμη δημοσιογραφία περάσατε στη «μάχη» για την νομική εκπροσώπηση και συμπαράσταση στους αγώνες δημοσιογράφων. Πώς βλέπετε σήμερα το δημοσιογραφικό «γίγνεσθαι»; Τέλος εποχής, λοιπόν, για όλους εκείνους που επέλεξαν αυτό το επάγγελμα;

Πέθανε αυτή η δημοσιογραφία που ξέραμε. Μεταβλήθηκε κι αυτή σε φαστ φουντ. Ασφαλώς και υπάρχουν σπουδαίοι δημοσιογράφοι και στην ηλεκτρονική δημοσιογραφία. Αλλά η τρομακτική ευκολία, με την οποία μπορεί κανείς να μεταδώσει ένα γεγονός, μια είδηση, κάνει πολλούς ατάλαντους να πιστεύουν ότι έχουν το χάρισμα. Η δημοσιογραφία είναι έρωτας, πόθος, σκοπός και τρόπος ζωής. Στην εποχή μου και στις παλιότερες, η πλειοψηφία των δημοσιογράφων ήταν σκεπτόμενοι, στη σημερινή ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Όπως και να το κάνουμε πάντως ο ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ, φαίνεται στο τυπωμένο χαρτί. Εκεί μπορείς να εκτιμήσεις τις γνώσεις και τις ευαισθησίες του, τη σχέση του με τη γλώσσα και τον χειρισμό της, την βαρύτητα της άποψής του.

– Από την αρχή του αφηγήματος χρησιμοποιείτε ως πρωταγωνιστής το όνομα Λέσβανδρος, εξηγώντας πως ο πατέρας σας είναι λάτρης της πατρίδας του, της Λέσβου, αλλά και της ιστορίας της. Κρατήσατε αυτό το όνομα μετά τα … εφτά και κάτι χρόνια;

Ο Λέσβανδρος είναι στην ψυχή μου. Άσε που είναι υπαρκτό όνομα και όχι πεποιημένο. Ναι σήμερα περνώ τον περισσότερο χρόνο μου, στο Πλωμάρι της Λέσβου, όπου προεδρεύω στο αρχαιότερο πολιτιστικό σωματείο του νησιού, ίσως και της χώρας. Ιδρύθηκε το 1878 και φέτος γιορτάζουμε τα 140 χρόνια του, με εξάμηνης διάρκειας εκδηλώσεις, που τις ονομάσαμε ΛΕΣΒΙΑΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ.

– Όσοι σας γνωρίζουμε, ξέρουμε και τη μεγάλη αγάπη όλης της οικογένειάς σας για το υπέροχο νησί της Λέσβου αλλά και την ιδιαίτερη πατρίδα σας. Επιστρέψατε πριν λίγες ημέρες από εκεί. Πώς είναι η εικόνα του νησιού μετά απ’ όλα αυτά που τελευταία τροφοδότησαν την ειδησεογραφία;

Η αλήθεια είναι ότι τα πράγματα είναι δύσκολα. Οι ροές προσφύγων και μεταναστών δεν σταματούν, απλώς αυξομειώνονται ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και τον τουρκικό προεκλογικό παροξυσμό και τις πολεμικές εντάσεις. Όλο το πρόβλημα κατά τη γνώμη μου, βρίσκεται στο γεγονός ότι το μοναδικό σημείο ελέγχου και πιστοποίησης των αφικνούμενων δηλαδή η Μόρια έχει προ πολλού ξεπεράσει τις δυνατότητές του, αλλά δεν μπορεί να επεκταθεί ή να δημιουργηθεί κάποιο άλλο γιατί αντιδρούν λυσσωδώς οι τοπικές αρχές και οι τοπικές κοινωνίες. Χωρίς να μπορώ να πω ποιοι εξωθούν τους άλλους στην αντίδραση. Άλλες δυνατότητες δυστυχώς δεν υπάρχουν, γιατί όλα ή σχεδόν όλα καθορίζονται από την συμφωνία Ε.Ε. – Τουρκίας. Που επιτάσσει τον έλεγχο και την πιστοποίηση των προσφύγων-μεταναστών στον τόπο όπου φθάνουν. Υπάρχει όμως μια θλιβερή μειοψηφία που ενώ κερδίζει οικονομικά από την κατάσταση αυτή (μίσθωση ακινήτων, παρεμπόριο, ναρκωτικά, πορνεία) εξωθεί σε διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις. Με ένα και μοναδικό αίτημα-σύνθημα «ΝΑ ΦΥΓΟΥΝ ΤΩΡΑ ΟΙ ΞΕΝΟΙ» που ξέρουν ότι δεν μπορεί να γίνει. Κι εκεί ακριβώς είναι που φοβάμαι. Γιατί το αυγό του φιδιού, σε τέτοιες συνθήκες εκκολάπτεται.

– Τα «Δειλινά» και ο «Ζεϊμπέκης» με τη Σωτηρία Μπέλλου, το «Ντορέ» με φοιτητικές πολιτικές συζητήσεις, η «Δόμνα» στην Άνω Πόλη για ρετσίνα και δημοσιογραφικές μαζώξεις, ο «Κραβαρίτης» στη στροφή Τριανδρίας, τα τζουκ-μποξ με τους ξεχασμένους μικρούς δίσκους του Μίκη και τόσες άλλες αναμνήσεις με άρωμα Θεσσαλονίκης, κρυμμένες στο αφήγημά σας. Είναι πιο δυνατές από εκείνες των παιδικών σας χρόνων;

Τις εγγραφές των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων τις κατέγραψα σε άλλα, προγενέστερα, βιβλία μου. Δεν στέκομαι ποτέ στο ίδιο θέμα. Είμαι πολυθεματικός. Μόνη έμμονη ιδέα και επιμονή μου είναι το Πλωμάρι. Σ’ αυτό το βιβλίο κινήθηκα αποκλειστικά στην Θεσσαλονίκη, γιατί σ’ αυτή την πόλη βίωσα την αποτρόπαιη εμπειρία της δικτατορίας.

– Διάβασα σε κάποια συνέντευξή σας, πως μέχρι πρόσφατα βρίσκατε στα συρτάρια του πατρικού σας μικρά χαρτιά ή τετραδιάκια με ποιήματα, απόπειρες συγγραφής διηγημάτων, σχεδιάσματα και σημειώσεις. Μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας το θέμα μιας από αυτές τις απόπειρες συγγραφής;

Ναι είναι αλήθεια πως υπάρχουν χιλιάδες λέξεις χαραγμένες σε οποιοδήποτε είδος χαρτιού βρίσκονταν μπροστά μου. Αλλά η έντονη ενασχόλησή μου με την δουλειά, τον συνδικαλισμό και την αυτοδιοίκηση μου έτρωγαν πολύ χρόνο κι ίσως πολλές «εμπνεύσεις». Μην ξεχνάτε πως και μια δωδεκαετία 1979-1992, ασχολήθηκα με την αυτοδιοίκηση στον Δήμο Καλαμαριάς. Χαμένα χρόνια. Δε θα ξεχάσω πως εκείνη την εποχή ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, με τον οποίο γνωρίζομαι από τα φοιτητικά μου χρόνια, μου είπε σε μια συνάντησή μας «δεν παρατάς τις δημοτικοσυμβουλίες και τις άλλες μαλακίες, να γράψεις καμιά σελίδα». Άκουσα τη συμβουλή του πολύ αργότερα.

– Θα μπορούσε σ’ ένα από εκείνα τα κιτρινισμένα από το χρόνο χαρτάκια να κρύβεται η έμπνευση του επόμενου βιβλίου σας.

Αλήθεια, μια σειρά έμμετρων ερωτικών επιστολών της εποχής του 1890, ήταν το ερέθισμα για την συγγραφή του έργου που μόλις τελείωσα. Είναι η ιστορία δυο Ελλήνων της διασποράς ενός Ανατολίτη και μιας Ευρωπαίας, που συναντιούνται στο Πλωμάρι (πάλι το Πλωμάρι) και συνεχίζουν τη ζωή τους στην Αττάλεια. Ελπίζω να συνέλαβα τις λεπτομέρειες της εποχής.

-Σας ευχαριστώ πολύ, γι αυτήν την ευκαιρία που μου δώσατε.


Βιογραφικό

Ο Ξενοφών Μαυραγάνης γεννήθηκε το 1940 στο Πλωμάρι της Λέσβου, όπου και έμαθε γράμματα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και εργάσθηκε ως δικηγόρος και δημοσιογράφος (Μακεδονία-Θεσσαλονίκη-Η Αυγή-Η Καθημερινή- Απογευματινή). Υπήρξε δημοτικός σύμβουλος Καλαμαριάς για 12 χρόνια και νομικός σύμβουλος του Κρατικού Θεάτρου βορείου Ελλάδος και της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας Θράκης. Εξέδωσε (εκτός των αναφερομένων) διηγήματα με τίτλο «Ο θείος μου ο Άγιος» 2009 Μυτιλήνη. To 2017, μετά από απόφαση του Δ.Σ. του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΜ-Θ του απονεμήθηκε το Βραβείο «Μαρκίδες Πούλιου.

Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2016) Το ουζερί, Νησίδες
(2014) Ανισαμιά, Νησίδες
(2013) Προς το παρόν υγιαίνω, Νησίδες
(2011) Ψάρι με κεφάλι και ουρά, Νησίδες