Ο Ερρίκος Μαλτέζος γράφει διαβάζει, σκαλίζει τα χαρτιά του. Ασχολείται με την Τέχνη. Βυθίζεται στους σιωπηλούς του λαβύρινθους. Ετοιμάζει ομιλίες, άρθρα, διαλέξεις. Κάθεται στο γραφείο και φαντασιώνεται τον κόσμο του. Αντίθετα η ώριμη σύζυγός του Μάριαν (Αμαρυλλίδα) θέλει να τον ζει. Όταν περνούν τα χρόνια, το μάτι σου βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. Με εμπειρία.
Αναρωτιέται η Μάριαν: Πώς γίνεται κι αυτό που κάποτε σε συγκινούσε είναι το ίδιο που τώρα αποστρέφεσαι, αλλά σε κρατάει παγιδευμένη;
Η Μάριαν κατάγεται από μια μικρή, φτωχή περιοχή, την Αλτινό της Δυτικής Μακεδονίας, ενώ ο Ερρίκος από την όμορφη πόλη Ληθώ, της Πελοποννήσου. Στην Ληθώ θα ακολουθήσει τον Ερρίκο ,η ερωτευμένη Μάριαν.
Η πόλη Ληθώ είχε βαμβάκια, καπνά, ελιές, φυτείες ατέλειωτες με καλαμπόκια, πλήθος εργοστάσια και ωραία σπίτια. Η ζωή στην πόλη προβλέπεται καλή για το νέο ζευγάρι.
Η μητέρα του Ερρίκου, η Δόμνα, κρατούσε την Μάριαν σε απόσταση και πολλές φορές την σχολίαζε και την κουτσομπόλευε με τις φιλενάδες της. Η Μάριαν δεν τα γνώριζε αυτά τα καμώματα, τα μισόλογα, δεν είχε ζήσει έτσι.
Μιλάμε την ίδια γλώσσα, σκέφτηκε η Μάριαν, όμως αυτή η γυναίκα είναι μια ξένη. Οι άνθρωποι στα μέρη μου, αν και μιλάνε γλώσσες διαφορετικές, συνεννοούνται μεταξύ τους πιο εγκάρδια. Οι άνθρωποι οι δικοί της μπορεί να ήταν άξεστοι, χοντροκομμένοι, αλλά δεν είχαν ψεύτικη συμπεριφορά. Τα λόγια τους βαριά, μίλαγαν και σε γρατσούνιζαν, σε πλήγωναν σαν να σου κάρφωναν καρφιά, αλλά μπροστά σου, ποτέ πίσω από την πλάτη σου. Εδώ βρισκόταν έξω από τα νερά της. Κάτι της διέφευγε, δεν ανήκε στη δική τους κάστα. Ήταν σαν ξένη, άλλη η νοοτροπία της, ο τρόπος που εκείνη ήξερε να ζει.
Άραγε θα στέριωνε; Θα μπορούσε να ζήσει στον τόπο του Ερρίκου; Ή θα παρέμενε μια ξένη, που θα ντυνότανε σιγά σιγά τη μοναξιά της;
Την τύλιξε ο φόβος.

Θυμάται η Μάριαν όταν ρώτησε τον Ερρίκο για τον πατέρα του, «Η Δόμνα είναι και τα δυο, μάνα και πατέρας» κι έκοψε την κουβέντα μαχαίρι. Όλα περνούσαν από το χέρι της Δόμνας, τα ελέγχει η ματιά της. Όσο ήταν παιδί ο Ερρίκος τίποτα δεν έκανε χωρίς την άδεια της Δόμνας.
Ήταν τόσο ξένες για την Μάριαν οι προφυλάξεις, ο έλεγχος του Ερρίκου, ο φόβος και των δυο. Οι ενοχές τους. Και το αλλοιωμένο πρόσωπο της Δόμνας, σαν μάσκα. Να φαίνεται χωρίς να είναι. Όλα ήταν έξω απ΄τη δική της ζωή. Τις εμπειρίες της και τα βιώματα.
Ο κόσμος ο δικός της ήταν διαφορετικός, αλλιώτικος. Χωρίς να είναι αδιάφοροι οι δικοί της, την άφηναν να μεγαλώνει ελεύθερα, όπως τα ζώα του αγρού, να αναπνέει με άνεση. Ο δικός της κόσμος ήταν φυσικός και γήινος, ούτε πολύπλοκος ούτε μπερδεμένος.
Τι εννοούσε άραγε ο Ερρίκος όταν έλεγε πως έμοιαζαν οι δυο τους; Ήταν δυο τελείως διαφορετικές αντιλήψεις ζωής. Κι απείχανε όσο κι η ανατολή απ΄τη δύση. Η σκοπιμότητα και ο υπολογισμός απ΄τη μια. Κι απ΄την άλλη ένα αίσθημα ανεπεξέργαστο και αυθεντικό. Δυο κόσμοι αντίθετοι, δυο κοινωνίες διαφορετικές.
Γρήγορα κατάλαβε ότι έπρεπε να παλέψει για να τη δεχτούν, δικοί και ξένοι. Να αποβάλει τα δικά της χούγια, να ξεχάσει τις δικές της συνήθειες, να δεχτεί άλλα. Να προσαρμοστεί. Αποφάσισε να κρατηθεί σε απόσταση. Από πολύ νωρίς κατέφυγε στην κιβωτό της. Στα πρόσωπα και στα ονόματα. Είχε μπει ο σπόρος της μοναχικής ζωής. Ολιγαρκής και ολιγομίλητη, θα προστάτευε στο εξής την εσωτερική ζωή της.


Ο Ερρίκος, άνθρωπος της πένας έγινε συγγραφέας, ποιητής και αρχιτέκτονας μαζί. Θα αναπτύξει και έντονη κοινωνική ζωή, θα ικανοποιήσει τις συγγραφικές του φιλοδοξίες και θα εμπλακεί ενεργά στην πολιτική ζωή του τόπου. Τον είχε πιάσει μια ακόρεστη δίψα για αναγνώριση για δόξα και εξουσία. Και η Μαριάν;
Τον πρώτο καιρό διάβαζαν πολύ, έπιναν μαζί καφέ, αντάλλασσαν ελάχιστες κουβέντες μεταξύ τους. Η σκέψη της Μάριαν ήταν γεμάτη απ΄τη ζωντανή παρουσία του Ερρίκου. Δεν χώραγαν άλλες κουβέντες, περιττές.
Ύστερα η λεπτή ισορροπία έσπασε. Ο Ερρίκος άρχισε να χάνεται. Καταδυόταν στο υπόγειο, στα βιβλία του, ξέχναγε να βγάλει το κεφάλι στον αφρό. Έτρεχε σε διαλέξεις ,παρουσιάσεις βιβλίων, ομιλίες κοινωνικές και πολιτικές εκδηλώσεις. Το κενό ήταν πραγματικό κενό. Ήταν φευγάτος. Είχε αλλάξει γλώσσα ο Ερρίκος, δυσφορούσε, γινόταν ξένος. Είχε χάσει τον αρχικό του ενθουσιασμό. Όλα τον ενοχλούσαν πάνω της. Είχε ανοίξει αναμεσά τους μια ρωγμή. Το βλέμμα του ψυχρό και το ύφος επιθετικό. Γίνεται σκληρός χωρίς αισθήματα. Πιο κρύος από μάρμαρο. Οι κουβέντες ψυχοφθόρες, βασανιστικές, που θέλεις να πεθάνεις καλύτερα παρά να ζεις. Ή επιλέγεις να σιωπάς. Το σπίτι γέμισε σιωπή. Για ώρες, μέρες, βδομάδες. Νεκρική σιωπή. Όσο όμως στις σχέσεις των ανθρώπων δεν τις πνίγει η σιωπή, παραμένουν ζωντανές.
Η συμπεριφορά του είναι σαν να της λέει να φύγει. Αλλά πώς; Νικημένη, αποτυχημένη; Τόσο γρήγορα, τόσο άδοξα.
Ο Ερρίκος θα αρχίσει να ασκεί και πολιτική εξουσία. Η πολιτική του καριέρα εκτινάσσεται στα ύψη. Αλλά σε οποιαδήποτε εξουσία αναδύονται τα ανθρώπινα σκοτάδια…


Θα υιοθετήσουν κι ένα παιδί από το Σεράγεβο. Μεγαλώνοντας το παιδί, θα δημιουργηθούν προβλήματα.
Η Μάριαν διαλέγει τη σιγουριά της, τα αδιέξοδα τα κουκουλώνει. Συνήθισε τη φυλακή της, λες και περιμένει από κάποιον άλλον να την απαλλάξει, να πάρει απόφαση γι΄αυτήν…
Η Μάριαν θα ακολουθήσει τη μοναχική της πορεία, τη μοναξιά της δίπλα σε έναν άνθρωπο της τέχνης, που αγνοεί την τέχνη της ζωής…
Δυο κόσμοι. Δυο πολιτισμοί…
Ώσπου μια μέρα η Μάριαν, σε ένα ντουλάπι του Ερρίκου, θα ανακαλύψει ένα κομμάτι της ζωής του Ερρίκου που ήταν αποσιωποιημένο. Τώρα η Μάριαν ξέρει. Ανακαλύπτει τις πληγές του Ερρίκου. Βλέπει τις αδυναμίες του. Το ψεύτικο βάθρο του φανταστικού του μεγαλείου. Τον βλέπει να παίζει ρόλους. Ο Ερρίκος αντέγραφε και σκηνοθετούσε τη ζωή του με ψέματα…
Η τέχνη τώρα απορρίπτει τον Ερρίκο όπως κι η ζωή.
Η Μάριαν είχε περάσει δύσκολα μαζί με τον Ερρίκο. Σαν μέσα από καθαρτήριο. Τίποτα δεν έζησε.
Πρέπει να θέλεις να σωθείς, αν δεν το κάνεις εσύ για λογαριασμό σου, δεν μπορείς να το κάνει κανείς…
Η Μάριαν ψάχνει ένα στέκι να μοιραστεί το φαΐ και το ψωμί της. Έναν κήπο ανοιχτό στον κόσμο. Μακριά από τα σκοτάδια του μυαλού που συνθλίβουν τη ζωή.
«Τώρα », λέει «αυτή είναι η ώρα της δικής σου απόφασης, Μαρυλλίδα».
Τώρα θα μπορέσει να γιατρέψει την ψυχή της;
Πώς;
Υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ;
Θα βγει η Μάριαν από τη σκιά του άντρα της;
Η ζωή θα της φύγει δίχως να την ζήσει;

Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα βιβλία του 2021.
Διαβάστε το.

Ο Κώστας Λογαράς γεννήθηκε στην Πάτρα. Έχει γράψει ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, θέατρο. Το μυθιστόρημα Τα πουλιά με το μαύρο κολάρο (2017) τιμήθηκε με το βραβείο The Athens Prize for Literature, ενώ ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Πεζογραφίας του περιοδικού Κλεψύδρα (βραχεία λίστα) και για το Βραβείο Public στην κατηγορία Ελληνικό Μυθιστόρημα (στα δέκα επικρατέστερα). Το μυθιστόρημα Ερημιά στο βλέμμα τους (2008) εντάχθηκε στη βραχεία λίστα του Κρατικού Βραβείου Μυθιστορήματος. Το λιμπρέτο του Σπίτια της μνήμης, σπίτια της σιωπής παρουσιάστηκε σε μουσική-σκηνοθεσία Θάνου Μικρούτσικου (1988). Το θεατρικό του έργο Η τελευταία μάσκα – Fallimento ανεβάστηκε από τον Θόδωρο Τερζόπουλο και τη θεατρική ομάδα Άττις (2006). Συνεργάστηκε ως αρθρογράφος με τις εφημερίδες Τα Νέα, Το Βήμα και Πελοπόννησος, με το περιοδικό Διαβάζω, με το ηλεκτρονικό περιοδικό Ο Αναγνώστης, με το protagon.gr κ.ά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά.