Συγγραφέας του βιβλίου «Δύσκολο να είσαι Άγιος» – Εκδόσεις «24 Γράμματα»

Η συνέντευξη με τον Παναγιώτη Μητάτο μου κέντρισε το ενδιαφέρον εξαρχής. Από τη μια ο ιδιαίτερος τίτλος του βιβλίου και από την άλλη το ακόμη πιο ιδιαίτερο εξώφυλλό του. Ο λόγος που κάνει αυτή τη συνέντευξη, όμως, ακόμη πιο ενδιαφέρουσα είναι η απόφασή του να υπογράψει με το ψευδώνυμο «Ο άστεγος συγγραφέας». Γι’ αυτή την απόφαση μιλά σήμερα στο Vivlio-life, δίνοντας σε όλους μας μια γεύση από τον κόσμο της εκδοτικής αναμονής και της απογοητευτικής αρνητικής απάντησης στις αξιολογήσεις βιβλίων. Όπως λέει γράφει ασταμάτητα από το 2013. Οι δυο πρώτες νουβέλες του, όμως παρέμεναν στο συρτάρι του αναζητώντας μάταια εκδότη. Αργότερα προστέθηκε στο συρτάρι άλλη μία. Απογοητευμένος ανέβασε στο fb την τρίτη του νουβέλα, «Ο καλός μου άγγελος», που επίσης δεν έγινε ποτέ βιβλίο… Το κείμενό του, ωστόσο, ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο προβολές στο διαδίκτυο και απέσπασε εξαιρετικές κριτικές! Η πολυπόθητη θετική απάντηση ήρθε για το πέμπτο του βιβλίο. Αν θα έβαζα ένα τίτλο σ’ αυτή τη συνέντευξη θα πρόσθετα κάτω από το δικό του ψευδώνυμο: «Ο συγγραφέας που δεν το έβαλε ποτέ κάτω».

Ίσως είναι η πρώτη φορά, που ένα εξώφυλλο βιβλίου μου προκαλεί τόσα, μα, τόσα ερωτήματα. Ας τα πάρουμε, λοιπόν, με τη σειρά και ας ξεκινήσουμε με κάτι παράδοξο. Υπογράφετε ως «Ο άστεγος συγγραφέας». Σίγουρα ο λόγος που το κάνατε θα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον!
Υπογράφω έτσι γιατί ξεκίνησα τη συγγραφή ξαφνικά μετά από μία οικονομική καταστροφή και από ένα ξαφνικό θάνατο ενός αγαπημένου μου προσώπου το 2012 που με συγκλόνισε πάρα πολύ. Το 2013 είχα τελειώσει την πρώτη μου νουβέλα με τον τίτλο “Η βρύση με τους δύο δρόμους” μια μεταφυσική ιστορία και άρχισα σιγά σιγά να ψάχνω για εκδοτικό οίκο χωρίς αποτέλεσμα όμως. Συγχρόνως όμως συνέχισα να γράφω την επόμενη νουβέλα μου με τον τίτλο “Για ένα κομμάτι σύρμα” και να συνεχίζω να ψάχνω οίκο για να μου το εκδώσει. Τίποτα όμως πάλι. Δεν το έβαλα κάτω όμως και συνέχισα να γράφω την τρίτη μου νουβέλα “Ο καλός μου άγγελος”. Λυπημένος και απογοητευμένος πάλι γιατί δεν είχε ανοίξει κάποια πόρτα και για μένα, ανέβασα αυτό το βιβλίο στο FB για να το διαβάσουν ελεύθερα για μια εβδομάδα με το ψευδώνυμο “Ο άστεγος συγγραφέας” και για να δω συγχρόνως εάν θα έπρεπε να συνεχίσω να γράφω ή όχι. Το αποτέλεσμα όμως ήταν ασύλληπτο. Μέχρι σήμερα έχει ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο προβολές με τις καλύτερες κριτικές πέντε στα πέντε, πράγμα που δεν έχει συμβεί ποτέ ξανά στην Ελληνική λογοτεχνία και χωρίς να το έχει πιάσει κανείς μέχρι σήμερα στα χέρια του σαν βιβλίο γιατί δεν κυκλοφόρησε ποτέ.
Παίρνοντας δύναμη από αυτή την εξέλιξη ξεκίνησα να βουτήξω στα πιο βαθιά γράφοντας το πρώτο μου Μυθιστόρημα με τίτλο “Δεν έχει μπριζόλες ο Παράδεισος” το οποίο παρέμεινε και αυτό στο συρτάρι μου μαζί με τα υπόλοιπα τρία. Έτσι είπα να κάνω ακόμη μια τελευταία προσπάθεια γράφοντας το πέμπτο μου βιβλίο “Δύσκολο να είσαι Άγιος” γι’ αυτό που μιλάμε σήμερα και εκεί είχα την τύχη να βρω τον εκδοτικό οίκο 24 γράμματα και συγκεκριμένα τον Κύριο Δαμιανό να μου το εκδώσει.
Και επειδή είχα παρουσιαστεί πριν με το ψευδώνυμο ο άστεγος συγγραφέας παρέμεινα με αυτό γιατί το θεώρησα θείο δώρο.

Επτά χρόνια, λοιπόν, συγγραφέας χωρίς εκδοτική στέγη και με πέντε ολοκληρωμένα βιβλία στο συρτάρι. Είχε πικρή γεύση η απόρριψη και η πολύχρονη αναμονή;
Ναι πάρα πολύ γιατί ανακάλυψα όλα αυτά τα χρόνια πόσο δύσκολο είναι να φθάσει η φωνή και η ψυχούλα σου έξω στον κόσμο.

Ποια ήταν η πρώτη σας σκέψη όταν πήρατε θετική απάντηση από τις εκδόσεις «24 Γράμματα»;
Χάρηκα γιατί είχε ανοίξει και για μένα μια πορτούλα μέσα στα τόσα βιβλία που εκδίδονται καθημερινά, σε ένα ανταγωνισμό μεγάλο με χιλιάδες συγγραφείς, που διεκδικούν και αυτοί να αφήσουν το αχνάρι τους στην Ελληνική Λογοτεχνία.

Υπάρχει, επίσης, δίπλα στο ψευδώνυμό σας ένα σκίτσο. Ένας άντρας καθισμένος στο πάτωμα. Με τα χέρια κρατά τα πόδια του και το κεφάλι ακουμπά στα γόνατά του. Εξηγείστε μας τι θέλετε να εισπράξει ο αναγνώστης από αυτό.

Αυτό το σκίτσο είναι η προσομοίωση ενός άστεγου με τον άστεγο συγγραφέα, που περιμένει καταγής το βράδυ με το κεφάλι σκυφτό, να ακουμπά στα γόνατά του λυπημένος, περιμένοντας να ανοίξει μια πόρτα και γι’ αυτόν, έτσι ώστε με σιγουριά να στεγάσει τα όνειρά του και να προχωρήσει στη ζωή με το κεφάλι ψηλά.

Ένα ράσο κυριαρχεί ως εικόνα στο σκούρο εξώφυλλό σας και δίπλα του πέντε μισόκιλα (μάλλον) κατρούτσα. Δική σας πρόταση προς τον εκδοτικό το συγκεκριμένο εξώφυλλο;
Όχι, ήταν καθαρά ιδέα του εκδότη, που μόλις μου την έδειξε, την θεώρησα πολύ έξυπνη γιατί πήγαινε πολύ με το κείμενο και συμφώνησα αμέσως.

«Δύσκολο να είσαι Άγιος…» ο τίτλος και δυο αντίπαλες ενορίες που τσακώνονται για ασήμαντους λόγους πρωταγωνιστούν στις σελίδες σας. Δώστε μας μια γεύση από αυτούς τους λόγους που χαρακτηρίζετε ασήμαντους…
Σε μια όμορφη κοιλάδα, που τη διέσχιζε ένα μικρό ποτάμι, ήταν χτισμένο στις πλαγιές των βουνών δεξιά και αριστερά, ένα γραφικό χωριό που συνδεόταν λόγο του νερού με ένα πέτρινο γεφύρι. Δίπλα στη γέφυρα αντικριστά και από τις δυο πλευρές υπήρχαν δύο εκκλησάκια, η ενορία του Αγίου Δημητρίου από την μια πλευρά και η ενορία του Αγίου Γεωργίου από την άλλη. Η μια πλαγιά του βουνού ήταν εύφορη και σκαμμένη σε πολλά επίπεδα που έμοιαζαν με μεγάλα μπαλκόνια γεμάτη αμπέλια, που έβγαζαν το φθινόπωρο κάθε είδους κρασί. Και η άλλη κακοτράχαλη και γεμάτη βράχια αλλά με πολλές, πολλές ελιές, που έβγαζαν κεχριμπαρένιο λάδι. Με αρχηγούς τους δυο παπάδες των ενοριών, τον παπά Μάρκο από την μια μεριά και τον παπά Προκόπη από την άλλη, είχαν καθημερινή αντιπαράθεση και καυγάδες, για το ποιος καρπός εκ των δυο ενοριών είχε την μεγαλύτερη αξία στη καθημερινότητά τους, σε σημείο τέτοιο μάλιστα, που είχαν κηρύξει μεταξύ τους πόλεμο και έτσι ο ένας παππάς δεν είχε κρασί για να κοινωνήσει τους πιστούς και ο άλλος δεν είχε ούτε σταγόνα λάδι για να ανάψει τα καντήλια της εκκλησίας.

Κοινή συνισταμένη των δυο ενοριών «ένας Άγιος που τις περισσότερες ώρες της ημέρας είναι ντίρλα στο μεθύσι…», γράφετε. Μιλήστε μας γι’ αυτόν.
Διεκδικούσαν και οι δυο όμως σε μια στροφή του ποταμού, που ήταν ανάμεσα και στη μέση των δυο ενοριών σαν να το είχε βάλει κάποιος επίτηδες εκεί, ένα εκκλησάκι ψηλά στην κορυφή του βουνού με το όνομα Άγιος Ντίρλας. Ενός Αγίου τοπικού που είχε ζήσει πριν πολλά χρόνια και του οποίου άρεσε πολύ το κρασί, σε τέτοιο σημείο μάλιστα, που να μπερδεύει τις χάρες και τα θαύματα που του ζητούσαν οι πιστοί και να τα κάνει συχνά μούσκεμα όταν ήταν Ντίρλα από το πολύ κρασί.

Το πρόσωπο που μυθοπλαστικά βάλατε δίπλα του είναι «ένας αγαθός γίγαντας που νομίζει ότι μιλάει με τον Άγιο και μαζεύει χαρτάκια, λουλουδάκια και πετρούλες σαν να είναι θησαυρός». Γιατί επιλέξατε αυτόν τον χαρακτήρα σε πρωταγωνιστικό ρόλο; Βάλτε μας στη σκέψη σας.
Αυτός ο αθώος γίγαντας ήταν ο τρελός του χωριού ένα ορφανό πλάσμα, μεγαλωμένο εδώ και εκεί στο χωριό, που είχε χάσει την ακοή του από ένα μεγάλο βαρελότο που του είχαν πετάξει και έσκασε μπροστά στα πόδια του ένα μεγάλο Σάββατο και λίγο πριν την Ανάσταση οι συγχωριανοί του μόνο και μόνο για να γελάσουν και να σπάσουν πλάκα μαζί του. Και αυτό γιατί το κεφάλι του ήταν λίγο περίεργο και έμοιαζε με τρίγωνο σαν τα αποκριάτικα καπέλα τα λεγόμενα κοτιγιόν, με αποτέλεσμα αντί για Γιακουμής που ήταν το πραγματικό του όνομα να τον φωνάζουν Κοτιγιόν. Αυτός ο χαρακτήρας μαζί με τα παιδιά των παπάδων, τον Εφραίμ από την μια πλευρά που ήταν διάκονος και το όνειρό του ήταν μια μέρα να γίνει επίσκοπος, και το Κατερινιό από την άλλη, ένα καλό και όμορφο κορίτσι, θα παίξουν σημαντικό ρόλο γιατί τα δυο παιδιά θα ερωτευτούν τρελά κρυφά από τους γονείς τους και από όλο το χωριό και έτσι από αυτό το σημείο, θα ξεκινήσει και η κεντρική ιστορία του βιβλίου, που είναι μυθοπλασία.

Χαίρομαι, πραγματικά, και είμαι σίγουρη πως θα χαρούν και όλοι οι αναγνώστες που έχουν στη ζωή τους ένα σκυλάκι, που δώσατε κι ένα σημαντικό ρόλο σ’ έναν ήρωα με ουρά. Ποιο είναι το όνομά του και ποια η σχέση του με τον Άγιο;
Μιλάμε για ένα μικρόσωμο έξυπνο σκυλάκι που έμοιαζε σαν άσπρη πατσαβούρα από χοντρό μαλλί και επειδή είχε τρομερό πείσμα το ονόμασαν Πείσμα.
Αυτό το χαριτωμένο τετράποδο θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας και στο τέλος θα σας κάνει να δακρύσετε.

Η ιστορία σας τα έχει όλα. Και μυστήριο, και σασπένς και ανατροπές. Σίγουρα έχει και χιούμορ. Ωστόσο, ο αναγνώστης άλλοτε γελά και άλλοτε νοιώθει την ανάγκη να δακρύσει. Ως συγγραφέας τι θέλετε να κρατήσουμε από την ιστορία σας;
Το βιβλίο αυτό θέλει να μας δώσει το μήνυμα, ότι τίποτα τυχαίο δεν είναι σε τούτη τη ζωή και ότι όλα γίνονται για κάποιο λόγο στο τέλος

Καθώς γράφατε το μυθιστόρημά σας σκεφτήκατε μήπως προκαλέσει αντιδράσεις της Εκκλησίας;
Όχι δεν νομίζω, γιατί το βιβλίο είναι ένας ύμνος για την ορθοδοξία και την εκκλησία μας.

Ξεκινήσατε να γράφετε σε ηλικία 63 ετών και αυτό το στοιχείο, μόνο επαινετικά σχόλια μπορεί να προκαλέσει. Και, φυσικά, να επιβεβαιώσει τη ρήση «ποτέ δεν είναι αργά». Τι λέτε θα συνεχίσετε τη συγγραφή;
Εάν ο Θεός μου το επιτρέψει και έχω υγεία και αφού έχω κάτι καινούργιο να πω, ναι θα γράψω.

Ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που γράψατε;
Μια μεταφυσική νουβέλα με τον τίτλο «Η βρύση με τους δύο δρόμους» που για μένα έχει ιδιαίτερη αξία γιατί ήταν το πρώτο μου βιβλίο.

Διαβάζοντας το βιογραφικό σας μου προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός πως ασχοληθήκατε με το παλαιοπωλείο του πατέρα σας στο Μοναστηράκι. Υπήρχαν βιβλία σ΄αυτό το παλαιοπωλείο; Και αν ναι θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας κάποιους τίτλους;
Όχι, βιβλία δεν είχαμε ποτέ, εκτός από ένα παλαιό ευαγγέλιο, που όταν το δώσαμε στεναχωρήθηκα πολύ.

Θα ήθελα επίσης να γνωρίζω την ιστορία πίσω από κάποιο παλαιό αντικείμενο του παλαιοπωλείου που σας έχει εντυπωσιάσει και δε θα είχατε αντίρρηση να μοιραστείτε με τους φίλους του Vivlio-life.
Το ποιο αγαπημένο μου αντικείμενο ήταν μια παλιά Ρώσικη εικόνα του Χριστού, που είχα αγοράσει όταν ήμουν δώδεκα χρονών, ένα από τα καλοκαίρια που πήγαινα να βοηθήσω τον πατέρα μου στο μαγαζί μας κάτω στο Μοναστηράκι.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Δύο αντίπαλες ενορίες που τσακώνονται για ασήμαντους λόγους.
Κοινό τους σημείο ένας Άγιος που τις περισσότερες ώρες της ημέρας είναι ντίρλα στο μεθύσι, σε σημείο τέτοιο, έτσι ώστε να μπερδεύει τις χάρες και τα θαύματα που του ζητούσαν καθημερινά οι χωρικοί και να τα κάνει μούσκεμα.
Ένας αγαθός γίγαντας που νομίζει ότι μιλάει με τον Άγιο και μαζεύει χαρτάκια, λουλουδάκια και πετρούλες σαν να είναι θησαυρός.
Ένα σκυλάκι που θα διαδραματίσει ένα μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη του βιβλίου.
Όλοι αυτοί θα ξετυλίξουν μια όμορφη ιστορία με μυστήριο, σασπένς και ανατροπές που θα σας κάνει απ’ τη μια να γελάσετε και από την άλλη να δακρύσετε.

Βιογραφικό
Γεννήθηκα το 1949 στην περιοχή του Ψυρρή στην Αθήνα.
Τελείωσα το λύκειο και μετά ασχολήθηκα με το παλαιοπωλείο του πατέρα μου στο Μοναστηράκι.
Έπειτα δραστηριοποιήθηκα επί 40 έτη στον κλάδο του εμπορίου.
Ξεκίνησα να γράφω σε ηλικία 63 ετών και επί επτά έτη ήταν αδύνατο να βρω Εκδοτικό Οίκο να στεγαστώ, έτσι ώστε να μου εκδώσει τα πέντε βιβλία που είχα γράψει.
Εξού και το <<Ο Άστεγος συγγραφέας>>.