Σκέψεις για το μυθιστόρημα «Η Ζωή είναι αγάπη» της Γιόλας Δαμιανού – Παπαδοπούλου
Όλοι ξεκινάμε τη ζωή μας γεμάτοι όνειρα, βιαζόμαστε να μεγαλώσουμε για να ζήσουμε τα ΠΑΝΤΑ, να βγούμε, να γλεντήσουμε, να ταξιδέψουμε, να ερωτευτούμε. Νιώθουμε μικροί Θεοί, ότι μπορούμε να καταφέρουμε να αγκαλιάσουμε τον κόσμο όλο, δεν μας αρκεί το λίγο, τα θέλουμε ΟΛΑ!
Τι γίνεται όμως όταν το ΟΛΑ καταλήγει να γίνει ΤΙΠΟΤΑ;
Πώς μπορείς να συνεχίσεις να ελπίζεις, να πιστεύεις, όταν από την απερισκεψία κάποιου ανεγκέφαλου χάνεις ό,τι έχεις και δεν έχεις, όταν σου κόβονται τα φτερά;
Ένα τροχαίο ατύχημα είναι ικανό να ανατρέψει ολόκληρη τη ζωή μας, όχι μόνο του άμεσα εμπλεκόμενου, μα και όλων των ανθρώπων γύρω του.
Αν ο θάνατος είναι απέραντος πόνος από τη μια, είναι και λύτρωση από την άλλη. Λύτρωση κυρίως γι’ αυτόν που φεύγει, που δεν προλαβαίνει να καταλάβει πόνο, θλίψη, αγανάκτηση. Για όλους τους αγαπημένους όμως που μένουν πίσω είναι ο δρόμος χωρίς επιστροφή, είναι η πίκρα ότι δεν πρόλαβαν να προσφέρουν το παραμικρό στον άνθρωπό τους, ότι τους στέρησαν τη χαρά της ελπίδας, ενός θαύματος.
Κι αν μετά από ένα τροχαίο είσαι από τους τυχερούς – άτυχους που ναι μεν επέζησαν, όμως είναι υποχρεωμένοι να παραμείνουν μια ολόκληρη ζωή καθηλωμένοι πάνω σε ένα αναπηρικό καροτσάκι;
Είναι πολύ δύσκολο να μπορέσεις να αποδεχτείς το γεγονός, την πραγματικότητα, το ότι όλα πια έχουν την πικρή γεύση της στασιμότητας, ότι δεν έχεις το δικαίωμα να κάνεις το παραμικρό, αυτό που κυριαρχεί είναι το απόλυτο ΤΙΠΟΤΑ!
Η ηρωίδα του μυθιστορήματος όμως δεν είναι μια συνηθισμένη περίπτωση ανθρώπου που στην πρώτη δυσκολία τα παρατάει, που βλέπει μόνο την αρνητική πλευρά της ατυχίας της.
Η ψυχική της δύναμη είναι τέτοια που καταφέρνει να δει μπροστά της επιλογές, μπορεί να κάνει ακόμη όνειρα και να προσπαθήσει να τα πραγματοποιήσει.
Είναι πραγματικά συγκλονιστική η περιγραφή της καθημερινότητάς της, των δυσκολιών που αντιμετωπίζει που ένας αρτιμελής άνθρωπος δεν μπορεί καν να του περάσει από το μυαλό το πιο απλό, ότι έχει τη δυνατότητα να αλλάξει θέση στο κρεβάτι του, να σφίξει ένα άλλο χέρι, να νιώσει ένα χάδι, μια αγκαλιά.
Δεν είναι μόνο ότι κατάφερε η ίδια να αποδεχτεί την κατάστασή της, μα κατάφερε να δώσει στους γύρω της την δυνατότητα να αναγνωρίσουν τη δύναμή της. Μια δύναμη που μπορεί να κάνει θαύματα, να κάνει αγώνες, να διεκδικήσει με το δικό της τρόπο, να κερδίσει την άνιση μάχη, να δώσει η ίδια ζωή!
Ο τρόπος που πραγματοποιούνται πολλές φορές τα όνειρά μας είναι πέρα από κάθε λογική, πέρα από κάθε φαντασία. Όμως υπάρχουν περιπτώσεις που στεκόμαστε ανήμποροι να αντιδράσουμε μπροστά στη δύναμη της ψυχής, στην αστείρευτη αγάπη για τους ανθρώπους, στην πίστη ότι τίποτε δεν τελείωσε ακόμη κι ότι όλα για κάποιο σκοπό γίνονται.
Η Ιάνθη κατάφερε αυτό που λίγοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται, πίστεψε στη ζωή κι εκείνη της χαμογέλασε. Κατάφερε έστω και με τις ελάχιστες δυνάμεις που διέθετε να προσφέρει, εστίασε σ’ αυτά που εκείνη μπορούσε να κάνει και όχι σε όσα θα ήθελε μα δεν μπορούσε.
Απέδειξε ότι τίποτα δεν είναι πιο δυνατό από τη θέληση και την πίστη στον άνθρωπο, γιατί η δύναμη δεν έχει όρια!
Ότι το αδύνατο είναι για τους αδύνατους ότι δεν υπάρχει «Δεν μπορώ». Υπάρχει μόνο «Δε θέλω».
Το πιο εκπληκτικό όμως είναι ότι η Ιάνθη είχε γύρω της ανθρώπους που την αγάπησαν πραγματικά γι’ αυτό που ήταν στην ψυχή της, ότι παρά το γεγονός ότι διέφερε τόσο πολύ από όλους, δεν στάθηκαν ικανά δυο χέρια και δυο πόδια ανήμπορα να της στερήσουν τη φιλία, τον έρωτα, τη μητρότητα, τη διεκδίκηση με κάθε δυνατό μέσο που διέθετε.
Μια μαγική δύναμη της έδινε ώθηση να υπερβεί τα φυσικά εμπόδια, στάθηκε τυχερή μέσα στην ατυχία της να περιβάλλεται από ανιδιοτελή αγάπη, από θαυμασμό και πίστη στις δυνατότητές της.
Οι αγώνες της για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων ατόμων με ειδικές ικανότητες είναι αξιοθαύμαστοι! Το κουράγιο και ο δυναμικός της χαρακτήρας ανέδειξαν τα τεράστια προβλήματα των τετραπληγικών και παραπληγικών, και είχαν το σθένος να κυνηγήσουν την ίση μεταχείριση και το σεβασμό στα ιδιαίτερα προβλήματά τους.
Η ανάδειξη του προβλήματος της απερίσκεπτης οδήγησης που χιλιάδες άνθρωποι κάθε χρόνο χάνουν τόσο άδικα τη ζωή τους και -δυστυχώς- πάρα πολλοί άλλοι μένουν με σοβαρότατες αναπηρίες έρμαια σε ιδρύματα, νοσοκομεία, ξεχασμένοι από όλους, μα κυρίως, από την πολιτεία.
Πόσοι έχουν τη δυνατότητα να ζήσουν μια όσο γίνεται φυσιολογική ζωή, όταν είναι αναγκασμένοι να εξαρτώνται αποκλειστικά από κάποιον άλλον; Και όταν δεν υπάρχει κάποιος διαθέσιμος, που να έχει τη δύναμη και την πίστη να προσφέρει ανακούφιση, ελπίδα, αγάπη;
Η κυρία Δαμιανού – Παπαδοπούλου έδωσε ένα πολύ δυνατό μήνυμα μέσα από αυτό το μυθιστόρημα, μια ελπίδα ότι τίποτε δεν τελειώνει αν έχουμε τη δύναμη μέσα μας να συνεχίσουμε να το διεκδικούμε.
Ότι, άνθρωπος σημαίνει συναισθήματα, ψυχή, μυαλό, θέληση, πίστη, ελπίδα, αφοσίωση. Ότι η ζωή δεν σου προσφέρεται για να τα έχεις όλα, μα για να παλεύεις για όσα περισσότερα, με όποιες δυνάμεις ο καθένας μπορεί. Με αγάπη και πίστη. Γιατί η Ζωή τελικά, είναι αγάπη!
Ιουλία Ιωάννου