Είναι χειμώνας, Γενάρης σκληρός, κάπου στο μακρινό 1990, και περπατάω γρήγορα στη Σταδίου να πάρω το λεωφορείο να επιστρέψω στο σπίτι. Ψιχάλιζε από ώρα. Είχα σκύψει το κεφάλι γιατί το ψιλόβροχο ερχόταν στα μάτια μου. Ήταν απόγευμα, λιγοστό το φως, σκοτείνιαζε όπου να ‘ναι, και βιαζόμουν να βρεθώ στη κουζίνα μου, να φτιάξω το αγαπημένο μου αρωματικό τσάι και να χωθώ μαζί του στις μαξιλάρες του καναπέ.
Η ματιά μου δεξιά, με αυτό που αποκαλείται «περιφερειακή όραση», ξαφνικά είδε κάτι. Γύρισα το κεφάλι, κοίταξα. Ήταν η φωτισμένη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου. Στάθηκα. Εστίασα σε αυτό που πρόσεξε η ματιά μου παρά τη βιασύνη που είχα. Ήταν ένα λιλιπούτειο βιβλιαράκι. Παραμυθένιο. Πανέμορφο. Με εντυπωσίασε το μέγεθός του∙ περίπου, σαν τέσσερα κουτάκια σπίρτα τοποθετημένα έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα τετράγωνο σχήμα. Το εξώφυλλό του ήταν γεμάτο με κάτι χαριτωμένα, λιλιπούτεια, επίσης, λουλουδάκια. Δεν διέκρινα τον τίτλο, τα γράμματα ήταν μικρά και δεν βοηθούσε η απόσταση από το πεζοδρόμιο όπου βρισκόμουν. Διέκοψα ενστικτωδώς τη βαθιά μου επιθυμία να βρεθώ όσο γίνεται πιο γρήγορα στην κουζίνα μου για το αρωματικό τσάι και μπήκα στο βιβλιοπωλείο. Η ευγενική πωλήτρια με πλησίασε.
«Μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»
Της έδειξα το λιλιπούτειο βιβλιαράκι στη βιτρίνα. Χαμογέλασε και μου το έφερε από το ράφι. Την ευχαρίστησα και το πήρα στα χέρια μου.

Από εκείνο το μακρινό χειμωνιάτικο απόγευμα του 1990 και μέχρι σήμερα, το έχω ακόμα στα χέρια μου. Λιλιπούτειο σαν πολύτιμος λίθος, σαν άρωμα από εκχύλισμα ενός ακριβού και σπάνιου ρόδου, που φυλάχτηκε σ’ ένα μικρό χειροποίητο κρυστάλλινο μπουκαλάκι. Είναι ένα παραμυθάκι γραμμένο για παιδιά, – ή τουλάχιστον αυτή την πρόθεση είχε ο συγγραφέας του -, που εντέλει όμως λατρεύτηκε πιο πολύ από τους μεγάλους. Έχει τίτλο, «Ένα παραμυθάκι για χειμώνα και καλοκαίρι», από τις εκδόσεις Κέδρος, με ημερομηνία κυκλοφορίας το 1982.
Το έχει γράψει ο ζωγράφος Αλέξης Κυριτσόπουλος, γεννημένος στην Αθήνα με σπουδές ζωγραφικής στο Παρίσι. Ο Κυριτσόπουλος είναι αυτός που έχει ζωγραφίσει τα εξώφυλλα των δίσκων του Διονύση Σαββόπουλου, το εξώφυλλο του δίσκου «Τα Παράλογα» του Μάνου Χατζιδάκι κι επίσης έχει κάνει πολλές συνεργασίες με το Μέγαρο Αθηνών, με ζωγραφικά του έργα.
Όταν ένα βιβλίο μού αρέσει πάρα πολύ, σχεδόν πάντα ξεκινώ να αναφέρομαι σε αυτό με την φράση – κλισέ που όμως την έχω υιοθετήσει με μεγάλη μου ευχαρίστηση, «θα ‘θελα πάρα πολύ αυτό το βιβλίο να το είχα γράψει εγώ». Το ίδιο ακριβώς είπα και για αυτό το σύντομο παραμυθάκι του Κυριτσόπουλου. Και το είπα αμέσως. Ούτε καν το σκέφτηκα. Και το πίστεψα βαθιά αυτό που έλεγα. Σε όλα αυτά τα χρόνια που το διαβάζω και το ξαναδιαβάζω, που το λατρεύω και το ξαναλατρεύω, δεν μπορώ να καταλήξω εάν πρόκειται όντως για παραμυθάκι ή αν ο συγγραφέας του το έγραψε επειδή ήθελε μ’ έναν πολύ ευφάνταστο και παραμυθένιο τρόπο να περάσει στους αναγνώστες μια μεγάλη, μια πολύ βαθιά φιλοσοφημένη αλήθεια: ότι, εάν αγαπάς, τότε αυτόν που αγαπάς τον έχεις ελεύθερο, δεν τον δεσμεύεις, δεν τον φυλακίζεις στο εγώ σου, τον αποδέχεσαι έτσι όπως είναι, τον αγαπάς για αυτό που είναι, δίχως να του στερείς το δικαίωμα να είναι αυτό που είναι. Όταν αγαπάς, δεν ζητάς τίποτα από τον άλλον. Του δίνεις χαρά για να είναι ευτυχισμένος. Εσύ, δεν ζητάς τίποτα. Τόσο απλά. Αυτό ακριβώς ζήλεψα στον Κυριτσόπουλο∙ ότι δημιούργησε ένα υπέροχο παραμύθι για να δώσει με πολύ απλά λόγια, κατανοητά ακόμα και από τα τρίχρονα παιδάκια στα οποία και απευθύνεται το βιβλίο, το νόημα της ανιδιοτελούς αγνής αγάπης.

Η πανέμορφη ιστορία του είναι η εξής:
Ένα πουλάκι κι ένα ψαράκι ερωτεύονται. Κι αυτό συνέβη ως εξής: το πουλάκι κάποια στιγμή έτυχε να πετάει χαμηλά, πολύ κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας∙ συμπτωματικά, εκείνη τη στιγμή, το ψαράκι βρισκόταν κι αυτό πολύ κοντά στον αφρό των κυμάτων. Κοιτάχτηκαν, το ένα από τον ουρανό, το άλλο μέσα από τη θάλασσα, ξανακοιτάχτηκαν, αγαπήθηκαν. Από εκείνη την ημέρα, το πουλάκι ερχόταν καθημερινά στο σημείο της θάλασσας όπου είχε συναντήσει το ψαράκι, χαμήλωνε το πέταγμά του, στεκόταν εκεί και κελαηδούσε, ώστε να ακούει το αγαπημένο του ψαράκι το τραγούδι και να χαίρεται. Με τη σειρά του το ψαράκι, ήξερε πως θα έρθει το πουλάκι, ανέβαινε στην επιφάνεια της θάλασσας, άκουγε το πουλάκι να κελαηδάει και αισθανόταν ευτυχισμένο. Επίσης το πουλάκι έφερνε πεταλουδίτσες να τις βλέπει το αγαπημένο του ψαράκι και να διασκεδάζει∙ και πράγματι, το ψαράκι κοιτούσε τις πεταλουδίτσες καθώς χοροπηδούσαν χαριτωμένα πάνω στα κύματα και ήταν όλο χαρά. Όμως, το πουλάκι ήταν στον ουρανό και το ψαράκι στη θάλασσα. Πώς μπορούσαν άραγε να σμίξουν αυτά τα δύο; Ούτε το ένα μπορούσε να εγκαταλείψει το οξυγόνο του αέρα που ανέπνεε, ούτε το άλλο τη θάλασσα από την οποία επίσης ανέπνεε. Στην αρχή, στενοχωριόντουσαν που δεν μπορούσε το ένα να έρθει να ζήσει στον κόσμο που ζούσε το άλλο. Αλλά, με τον καιρό, όταν κατάλαβαν ότι ψυχικά ήσαν ενωμένα από την αγάπη που τους ένωνε, ότι ουσιαστικά κανένας ουρανός και καμία θάλασσα δεν τα χώριζε εφόσον αγαπιόντουσαν, τότε έζησαν για πάντα μαζί και για πάντα ευτυχισμένα, χωρίς να χρειάζεται να εγκαταλείψει το πουλάκι τον ουρανό του, ή το ψαράκι τη θάλασσά του. Απλώς, συνέχισε το ένα να αγαπάει το άλλο, συνέχισαν να ζουν τον έρωτά τους…

Οι υπέροχες παιδικές ζωγραφιές του λιλιπούτειου αυτού παραμυθιού είναι φυσικά του Αλέξη Κυριτσόπουλου και το κειμενάκι που τις συνοδεύει είναι γραμμένο με τον δικό του γραφικό χαρακτήρα, στο πολυτονικό σύστημα. Θυμάμαι πως εκείνο το βροχερό χειμωνιάτικο απόγευμα που επέστρεψα στο σπίτι με το παραμυθάκι στην τσάντα μου, έφτιαξα μεν τσάι για να ζεσταθώ, αλλά δεν ήταν αυτό που τελικά με ζέστανε. Η πανέμορφη αυτή ιστορία αγάπης με το πουλάκι και το ψαράκι, η βαθιά τους αλήθεια πίσω από τον αέρα και τη θάλασσα που το κάθε ένα είχε ως προσωπικό χώρο να ζει και να υπάρχει ως οντότητα, ζέσταναν την ψυχή και την καρδιά μου, και εξακολουθούν να το κάνουν ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια μετά…