Η πολυγραφότατη Ελένη Πριοβόλου, σταθερή αξία στον λογοτεχνικό στίβο με μυθιστορήματα για ενήλικες και εφήβους, επανέρχεται με ένα καθ’όλα συγκλονιστικό μυθιστόρημα και απευθύνεται στο ενήλικο αναγνωστικό κοινό, αλλά κάλλιστα είναι τροφή για σκέψη και για κάθε έφηβο που έχει την ευκαιρία να το απολαύσει. Γιατί έτσι είναι ο λόγος της. Απολαυστικός και συνάμα αυθεντικά ρεαλιστικός, πολιτικός και συμβολικός, βαθιά ανθρώπινος, που αγγίζει την ψυχή και ξεσηκώνει τον νου με μια γλώσσα τολμηρή και κοφτερή, όσο και τρυφερή και γλυκιά με μεγάλες δόσεις χιούμορ. Η συγγραφέας κατέχει την τεχνική και συγγράφει ένα ολιγοσέλιδο μυθιστόρημα όπου, στις μόνο διακόσιες σελίδες του, παρακάμπτει, όπως συνηθίζει, ανούσιες λεπτομέρειες, εισέρχεται γρήγορα στον πυρήνα της υπόθεσης με βασικό κορμό άπειρα κοινωνικά ζητήματα και ζωγραφίζει με την πένα της ολοζώντανες εικόνες, με το εντυπωσιακό αποτέλεσμα ο αναγνώστης να έχει την αίσθηση ότι συμμετέχει, βλέπει, μυρίζει, ακούει, πονάει, χαίρεται…

Ο χωροχρόνος που στήνεται η μυθιστορία δεν είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί. Κάπου στη σύγχρονη εποχή και κάπου στην ελληνική ύπαιθρο. Η Μαρία είναι η κεντρική ηρωίδα, η μικρότερη από τα τρία αδέλφια της, η οποία εξιστορεί τη ζωή της με μία πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Έχει διακόψει τη φοίτηση στο Γυμνάσιο, όχι όμως και την αγάπη της για την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων που διευρύνει το πνεύμα της και λατρεύει. Λατρεύει επίσης την ελευθερία που νιώθει όταν πηγαίνει στον κάμπο με τον πατέρα της και μιμείται μαζί του τους ήχους των πουλιών. Η διαφορετική αυτή συμπεριφορά την ξεχωρίζει από τα αδέλφια της που σπουδάζουν και κοινωνικοποιούνται ανάλογα, ικανοποιώντας τις φιλοδοξίες της μητέρας τους για εκείνους και απαξιώνοντας τη Μαρία.

Στη Μαρία, τη μικροκαμωμένη και το “ασχημόπαπο”, όπως απορριπτικά την αποκαλεί η μητέρα της, για έναν ανεξήγητο λόγο αρέσει ο εαυτός της όπως είναι. Συνδέεται περισσότερο με τον πατέρα της, τον κυρίαρχο του κάμπου, τον Λάμπρο Δερβέναγα (τυχαία επιλογή του ονόματος που αναφέρεται σε εκείνον που ασκεί ανεξέλεγκτη διοίκηση;) που τον ακούει χαρούμενο να λέει για εκείνη ότι “κελαηδεί σαν τα πουλιά και μοσχομυρίζει σαν αγριολούλουδο”. Η αγάπη της για τη φύση και την ελευθερία που της προσφέρει, την κάνει να ζητήσει, μετά τον θάνατο του πατέρα της, ως μοναδικό κληροδότημα, την καλύβα του στον κάμπο και τα δέκα στρέμματα που την περιτριγυρίζουν.

Μετατρέπει την καλύβα σε έναν μικρό, λειτουργικό χώρο για κατοικία, κατασκευάζει ένα φυτώριο – θερμοκήπιο για φυτά και άνθη, που το ονομάζει “γυάλινο σπίτι”, εκπονεί ένα σχέδιο με πωλήσεις φυτών, βοτάνων και ανθέων που τη βοηθάει να αποκτήσει αυτάρκεια και οικονομική ανεξαρτησία και προσηλωμένη στον στόχο της απολαμβάνει την αρμονία της φύσης. Φροντίζει τα παντός είδους ενδημικά και αποδημητικά πουλιά που κουρνιάζουν στον μοναδικό γέρο πλάτανο που έχει διασωθεί στο κτήμα από τις γειτονικές επεκτάσεις των καλλιεργειών και την κατασκευή του σύγχρονου συσκευαστηρίου των αδελφών της και διαμορφώνει ένα διαφορετικό από τα συνηθισμένα χαρακτήρα, μία αρχέτυπη μορφή που κινείται στο δικό της σύμπαν υιοθετώντας τον οικολογικό τρόπο ζωής με σεβασμό στο περιβάλλον. Ένα περιβάλλον που μπορεί να θεωρείται μία επισφαλής συνθήκη διαμονής για πολλούς, αλλά για εκείνη είναι μία επανεκκίνηση ενός ενεργειακού κύκλου μιας απόλυτα ανθρώπινης εξουσίας.

Τα αδέλφια της δραστηριοποιούνται σε νέες καλλιέργειες στοχεύοντας τις εξαγωγές και προσλαμβάνουν παράνομους μετανάστες ως εργάτες, οι οποίοι δουλεύουν ασταμάτητα κάτω από σκληρές καιρικές, και όχι μόνο, συνθήκες. Είναι οι “Εκείνοι”, οι οποίοι κυνηγημένοι από τις χώρες τους αναζητούν, όπως τα πουλιά, ένα ασφαλέστερο καταφύγιο και προσφωνούνται με τα ονόματα των χωρών προέλευσης τους και όχι με τα προσωπικά τους ονόματα. Είναι ο Αφγανός, ο Πακιστανός, ο Σουδανός… Η Μαρία, συνειδητή πρόσφυγας η ίδια στον τόπο της, τους παρατηρεί στην οριογραμμή, τον έναν δίπλα στον άλλον που μοιάζουν “σαν τα πουλιά πάνω στο σύρμα”. Έχουν εντολή ότι αυτή την οριογραμμή δεν επιτρέπεται να περάσουν προς την ιδιοκτησία της Μαρίας. Αυτή τη συνοριογραμμή περνάει κάποια στιγμή η Μαρία, τους γνωρίζει από κοντά και εκείνοι της “μεταγγίζουν” τις τραγικές ιστορίες τους. Ο Νιζάμ, ένας από τους μελαψούς εργάτες, πρώτος παίρνει το θάρρος να περάσει κουβαλώντας φωλιές πουλιών για να τις τοποθετήσει στον πλάτανο. Είναι για εκείνα τα πουλιά που δεν φτιάχνουν μόνα τις φωλιές τους. Ο Νιζάμ γνωρίζει καλά τα πετούμενα γιατί τους μοιάζει, καταγόμενος κι ο ίδιος από τον λαό των Ροχίνγκια, ο οποίος, κατατρεγμένος από τον άπατρι λαό της Μιανμάρ, έχει υποστεί αλλεπάλληλες στρατιωτικές διώξεις.

Δεν έχω συνηθίσει να παίρνω ψωμί από μαύρα χέρια. Όμως πρέπει, οφείλω να αναμετρηθώ με όσα στερεότυπα έχουν καρφιτσώσει στην καρδιά μου. Τρώω μαζί τους“.

Η αντισυμβατική στάση ζωής της ηρωίδας, που διατηρεί αλώβητες τις αξίες της, η υποστηρικτική της διάθεση προς τους πρόσφυγες και τέλος η σχέση και ο γάμος της με τον Νιζάμ κλονίζουν τις ήδη τεντωμένες σχέσεις με τα αδέλφια της και γίνεται η αιτία του εγκεφαλικού της μητέρας της, που καλείται τώρα να τη φροντίσει ως η μόνη υπαίτιος. Την περιποιείται με περισσή φροντίδα, αντικρίζει ένα θαύμα που επιτελείται στην υγεία της, αλλά αρπάζει την ευκαιρία να εξωτερικεύσει με έναν εξομολογητικό ρυθμό όλα όσα την έχουν πληγώσει στο παρελθόν.


Θα σε μάθω να αγαπάς όλα όσα αντιπαθούσες, μαμά“, της δηλώνει, και αισθάνεται τον συνδετικό ιστό μαζί της να πλέκεται ξανά. Προσπαθεί να μεταλαμπαδεύσει στη μητέρα της, στο σημείο του εφικτού, την αλλαγή που συντελείται στη ζωή της, τα αρώματα και τα χρώματα που εναλλάσσονται με τις εποχές, τα διαφορετικά καλαηδήματα των πουλιών που ξυπνούν “αισθήματα ευγνωμοσύνης για αυτό που λέγεται ζωή” και την αίσθηση που έχει ότι αποκτά νοερά φτερά και με αυτά μία ελευθερία όπως εκείνα.

Τί να την κάνεις την αγάπη αν τη φυλάς μέσα σου χωρίς προορισμό;

Η Ελένη Πριοβόλου έχει ολοκληρώσει ένα λογοτεχνικό αριστούργημα κάθε σελίδα του οποίου είναι μάθημα ζωής. Τοποθετεί τον άνθρωπο μπροστά στον καθρέπτη του για να συνομιλήσει με το είδωλο του, να αναμετρηθεί με τη θέση του στην κοινωνία, να απαγκιστρωθεί από παγιωμένες θέσεις και να ανακαλύψει τον αθέατο κόσμο της ψυχής.

Σκέφτομαι πως μόνο κατά τη γέννηση του είναι κανείς αθώος και άσπιλος. Όταν τον παραλάβει η κοινωνία, χάνεται το άμωμο της ύπαρξης“.