Συγγραφέας του βιβλίου «οι ρετσίνες του βασιλιά» – Εκδόσεις «Πατάκη»

Σ’ ένα χωριό που το ξέχασε ο χρόνος, μας μεταφέρει με το νέο του βιβλίo ο Ισίδωρος Ζουργός, αφήνοντας σ’ εμάς τους αναγνώστες την επιλογή να το τοποθετήσουμε στον χώρο και τον χρόνο. Ένα «μυθιστόρημα νόμισμα»… Καθώς ο αφηγητής το στρίβει στον αέρα, μας παρασέρνει ευχάριστα σε οικογενειακές ιστορίες και εικόνες μιας άλλης εποχής, που καθόλου δε διαφέρει από τη σημερινή. Όταν, δε, ανάμεσα από τις λέξεις ξεπηδούν ο Βασιλάς Ληρ και ο Γαργαντούας, τότε το συγγραφικό έργο αποκτά άλλο ενδιαφέρον. Ο Σαιξπηρικός κόσμος είναι διαχρονικά επίκαιρος, ενώ ο ήρωας του Ραμπελαί συνεχίζει να γοητεύει ακόμη και σήμερα, τονίζει ο συγγραφέας. Όπως λέει στο Vivlio-life «Ήθελα να μιλήσω για οικογενειακές ιστορίες, ήθελα όμως να μιλήσω και για την κάθε εξουσία που αισθάνεται αμήχανη καθώς την αποδομεί ο χρόνος».

Το μυθιστόρημά σας ξεκινά το φθινόπωρο με το κεφάλαιο «Τα παλιά παλάτια» και ολοκληρώνεται το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου με το κεφάλαιο «Σκάκι». Πώς καταφέρατε μέσα σε δώδεκα μήνες να κλείσετε μια ολόκληρη ζωή;
Κυρίως με τη βοήθεια της μνήμης του βασικού ήρωα όπως αυτή αποτυπώνεται στο ιδιότυπο ημερολόγιό του, στις ανεπίδοτες επιστολές που στέλνει στις κόρες του και στην απρόσμενη ανακάλυψη του αρχείου του πεθερού του στο υπόγειο του πύργου.

Ποιος είναι ο βασιλιάς και γιατί «φοράει» ένα βαρέλι ρετσίνας; Ή μήπως το εξώφυλλό σας είναι αλληγορικό;
Ας αφήσουμε την πρόσληψη του εξωφύλλου ανεπηρέαστη από ερμηνείες και προεκτάσεις. Το ελάχιστο που μπορώ να πω είναι ότι προφανώς τίποτε δεν είναι τυχαίο και ότι η λέξη ρετσίνα ταιριάζει στο βαρέλι όπως και η αναπόδραστη αίσθηση εγκλεισμού μέσα σ’ αυτό.

Όλα ξεκινούν όταν ο γέρο – Έξαρχος, ο επισκέπτης του φθινοπώρου εμφανίζεται στο χωριό για να παίξει το τελευταίο του χαρτί, αναζητώντας την ανακαίνιση του κόσμου «μέσα από τη θαλπωρή του κρασιού, της σάρκας και της αγάπης». Μιλήστε μας γι’ αυτόν τον κόσμο…
Φανταστείτε το σαν ένα χωριό που το ξέχασε ο χρόνος. Οπισθοδρομικό και βίαιο, αγνό και χονδροειδώς ακατέργαστο. Θα μπορούσα να συνεχίσω την περιγραφή του αλλά θα ήταν καλύτερα να αφήσουμε στους αναγνώστες κρίσεις και χαρακτηρισμούς. Ας πούμε όμως ότι το χωριό αυτό ζει και υπάρχει ως αντεστραμμένο είδωλο της Πέρα Χώρας που αναφέρεται πολύ συχνά στο κείμενο. Τι να είναι αυτή η Πέρα Χώρα; Ίσως μια ουτοπία ή τελικά η επίκαιρη δυστοπία; Περιμένω με περιέργεια να ακούσω τους αναγνώστες.

Διαβάζοντας το βιβλίο σας, ο καθένας μας φέρνει στο μυαλό το δικό του χωριό, ή κάποιον τόπο που του χάρισε όμορφες στιγμές. Ποιο είναι το χωριό με τα στενά λιθόστρωτα, το αφράτο χώμα και τις σκεπές από σχιστόλιθο που αποφασίσατε πως εκεί θα τοποθετήσετε τους ιδιαίτερους ήρωές σας;
Ο τόπος όπου διαμένει ο Λεόντιος Έξαρχος δεν είναι κάποιο συγκεκριμένο χωριό ούτε η Πέρα Χώρα ούτε η όλη επαρχία. Τα υλικά με τα οποία φτιάχτηκε είναι βέβαια πραγματικά από διάφορα ελληνικά χωριά, οι σκεπές, τα λιθόστρωτα στα οποία αναφερθήκατε. Υπαρκτοί είναι και οι άνθρωποί του, οι θαμώνες του καφενείου, οι γυναίκες του χωριού… Δεν έχετε παρά να ρίξετε μια ματιά γύρω σας και θα τους ανακαλύψετε.

Μόνο ευχάριστη θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος τη συνομιλία του βιβλίου με τον Βασιλιά Ληρ. Πώς μπορεί να συνδεθεί το σήμερα όπου έχετε τοποθετήσει χρονικά το μυθιστόρημά σας με τον Σαιξπηρικό κόσμο, τους γελωτοποιούς, αλλά και τον γίγαντα βασιλιά Γαργαντούα του Φρανσουά Ραμπελαί;
Η δική μου αίσθηση και νομίζω δεν είμαι ο μόνος είναι πως ο σαιξπηρικός κόσμος είναι διαχρονικά επίκαιρος ενώ ο Γαργαντούας συνεχίζει και γοητεύει ακόμη και σήμερα με την παροιμιώδη βουλιμία, αθωότητα και χοντροκοπιά του. Ειδικά για τον κόσμο της εξουσίας και του αίματος στις σαιξπηρικές τραγωδίες όσο και να άλλαξαν τα επιφαινόμενα, ο πόθος και ο κυνισμός για την εξουσία στην ουσία του παραμένει αμετάβλητος. Δείτε για παράδειγμα τη σκηνοθεσία και σκηνογραφία στο θέατρο του Σαίξπηρ τις τελευταίες δεκαετίες. Κουστούμια, σκηνικά, όλα παραπέμπουν στο σήμερα και εμείς όλοι ως θεατές βλέπουμε και αισθανόμαστε το πόσο πολύ μας ταιριάζουν.

«Οι ρετσίνες του βασιλιά είναι ένα μυθιστόρημα νόμισμα», αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Ποιες είναι οι δυο όψεις του νομίσματος που στρίβει ο αφηγητής;
Ο κόσμος του Σαίξπηρ στον βασιλιά Ληρ και αυτός του Ραμπελαί.

Οι χαρακτήρες που μπλέκονται στο μυθιστόρημά σας είναι πολλοί. Είκοσι οκτώ μέτρησα στο ενημερωτικό σας σημείωμα. Ο καθένας από αυτούς ξεχωριστός, όλοι μαζί συνθέτουν την κοινωνία του σήμερα. Ήταν αυτός ο σκοπός σας τελικά; Να μας φανερώσετε «οικογενειακές ιστορίες και εικόνες μιας χώρας αμήχανης, βουτηγμένης στην ανεργία και στη νέα μετανάστευση»;
Ποτέ νομίζω κανένας συγγραφέας δε διαθέτει λεπτομερειακή χαρτογράφηση των προθέσεων του. Δεν είναι τόσο επειδή δεν τον ενδιαφέρει αλλά γιατί ξέρει πως υπάρχουν αρκετά κρυπτά και υποβόσκοντα τα οποία και ανήκουν περισσότερο στον χώρο της ψυχανάλυσης. Σε ό,τι αφορά αυτά στα οποία αναφερθήκατε και υπάρχουν στο οπισθόφυλλο ναι, ήθελα να μιλήσω για οικογενειακές ιστορίες, ήθελα όμως να μιλήσω και για την κάθε εξουσία που αισθάνεται αμήχανη καθώς την αποδομεί ο χρόνος.

Από τον επιχειρηματία Λεόντιο, στον υλοτόμο μουλαρά Σταμάτη και από τον βουλευτή Ζαμάνη στον αργόσχολο τζογαδόρο Πρόδρομο. Χαρακτήρες που μαζί με τον πατωματά, την κομμώτρια, τον αρχιτέκτονα και όλους αυτούς που πλαισιώνουν τον «βασιλιά» προσφέρουν στον αναγνώστη, εκτός όλων των άλλων, και αρκετούς λόγους για να προβληματιστεί. Τι θέλετε να εισπράξουμε από το βιβλίο σας;
Θέλω να εισπράξει ο καθένας αυτό που αβίαστα θα εμφανιστεί μπροστά του. Δεν έχω συγκεκριμένες προσδοκίες παρά μόνο την αυτονόητη επιθυμία που έχει κάθε δημιουργός, να σκύψουν πάνω από το έργο του και ει δυνατόν να ζυμωθούν μαζί του.

«Το γέλιο λοιπόν δεν έχει τίποτε το ευμενές. Μάλλον ανταποδίδει το κακό με το κακό». Η ρήση αυτή ανήκει στον Henri Bergson και την επιλέξατε μαζί με μία του Ουίλιαμ Σαίξπηρ και μία του Μιχαήλ Μπαχτίν, λίγο πριν ξεκινήσει το «Φθινόπωρο». Θέλετε να μας πείτε γιατί;
Θα ήταν σα να πρόδινα το ίδιο το βιβλίο. Θέλω οι νοηματικές συμφύσεις να γεννηθούν ανεπηρέαστες στον κάθε αναγνώστη.

Το μυθιστόρημά σας ασχολείται με το γέλιο αλλά και την μοναξιά. Πιστεύετε πως το γέλιο λείπει από τη ζωή μας; Μπορεί η μοναξιά που ο καθένας αισθάνεται μέσα του να είναι ο λόγος που το γέλιο έγινε «ακριβό». Και μήπως τελικά έχει δίκιο ο Μιχαήλ Μπαχτίν;
Νομίζω πως ένα από τα πιο δυσεύρετα είδη τέχνης σήμερα είναι η ποιοτική κωμωδία είτε στον κινηματογράφο είτε στο θέατρο. Πολύ περισσότερο δε στον γραπτό λόγο εκεί όπου πάντα υστερούσε. Ναι, έχετε δίκιο, το γέλιο έγινε πολύ ακριβό σε αντίθεση με τη διάχυτη θλίψη που λόγω της υπερσυγκέντρωσής της αποτελεί πλέον πληθωριστικό νόμισμα. Νομίζω ότι γέλιο υπάρχει πια μόνο στο διαδίκτυο και αυτό πολύ φοβάμαι στις περισσότερες περιπτώσεις είναι χολερικό και στοχευμένο σε συγκεκριμένα πρόσωπα-θύματα. Πολύ θα ήθελα πάντως να ακούσω από τους αναγνώστες ότι σε κάποια σημεία του βιβλίου γέλασαν με την ψυχή τους. Το γέλιο είναι συστατικό στοιχείο της ζωής και μπορεί να υπάρχει και στο μυθιστόρημα.

Αν και δάσκαλος δεν έχετε γράψει για παιδιά. Αν όμως ένας μαθητής σας ζητούσε να διαβάσει ένα βιβλίο σας ποιο θα του προτείνατε;
Κατάλληλο για παιδιά είναι μόνο η Ψίχα εκείνου του καλοκαιριού. Περνώντας στη εφηβεία θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για την Αηδονόπιτα γιατί αυτό το μυθιστόρημα πραγματεύεται και ιστορικά θέματα που είναι ζητούμενα στην εκπαίδευση.

Είχατε αναφέρει σε μία σας συνέντευξη πως ο μεγάλος ασθενής στο κεφάλαιο παιδεία στην Ελλάδα είναι κυρίως το Λύκειο. Συνεχίζετε να το πιστεύετε;
Το Λύκειο εξακολουθεί και ζει κάτω από τη σκιά του μεγάλου δυνάστη που είναι οι Πανελλαδικές Εξετάσεις. Η αγωνία του να υπάρξει ανεξάρτητα το εξασθενεί, δεν είναι τυχαίο πως σε κάθε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση μόνιμη επωδός και φιλοδοξία είναι «η αποδέσμευση του Λυκείου από τον θεσμό των εξετάσεων».

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Κάποιο απόγευμα του φθινοπώρου, ένας ηλικιωμένος άντρας κάνει την εμφάνισή του στο χωριό. Μερικοί τον αναγνωρίζουν και ισχυρίζονται πως τον είχαν δει τον προηγούμενο χειμώνα να επιθεωρεί τις εργασίες στον πύργο, αυτόν που στέκεται στο τέρμα της μεγάλης ανηφόρας.
Οι “Ρετσίνες του βασιλιά” είναι ένα μυθιστόρημα νόμισμα. Στη μια του όψη ένας αναμαλλιασμένος γέροντας που κάποτε ήταν βασιλιάς. Στην άλλη ένας κοιλαράς που μοιάζει να είναι ο Γαργαντούας ή ένας γεωργός που χαμογελάει βαστώντας στο χέρι ένα κρασοπότηρο.
Ο αφηγητής στρίβει το νόμισμα στον αέρα, κι αυτό, καθώς περιστρέφεται, φανερώνει μέσα από γράμματα και μυστικά οικογενειακές ιστορίες και εικόνες μιας χώρας αμήχανης, βουτηγμένης στην ανεργία και στη νέα μετανάστευση.
Στη διάρκεια ενός χρόνου -όσο κρατάει το μυθιστόρημα-, πίσω απ’ τις κουρτίνες της κάθε μέρας ελλοχεύει ο σαιξπηρικός κόσμος ως αδιάγνωστη ασθένεια: πύργοι, βασιλιάδες, κόρες, γελωτοποιοί, εξουσία, προδοσία, αίμα…
Όλα αυτά ώσπου το νόμισμα να πέσει στη γη, εκεί στη χθόνια σαγήνη της γονιμότητας και του τάφου. Εκεί στο χώμα-χωριό ο γερο-Έξαρχος, ο επισκέπτης του φθινοπώρου, καθώς τον αποδομεί ο χρόνος, παίζει το τελευταίο του χαρτί. Στο καφενείο, μπρος στα μεθυσμένα γέλια, εκλιπαρεί για την τελευταία ευκαιρία που θα του χαρίσει την ανακαίνιση του κόσμου μέσα από τη θαλπωρή του κρασιού, της σάρκας και της αγάπης.

Βιογραφικό
Ο Ισίδωρος Ζουργός γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1964, όπου ζει και εργάζεται ως δάσκαλος.
Έχει γράψει τα µυθιστορήµατα Φράουστ (Νέα Σύνορα – Α.Α Λιβάνη, 1995, νέα, αναθεωρηµένη έκδοση από τις Εκδ. Πατάκη, 2010), Αποσπάσµατα από το βιβλίο του ωκεανού (Εκδ. Πατάκη, 2000, νέα έκδοση από τις Εκδ. Πατάκη, 2007), Η ψίχα εκείνου του καλοκαιριού (Εκδ. Πατάκη,2002), Στη σκιά της πεταλούδας (Εκδ. Πατάκη, 2005), Η αηδονόπιτα (Εκδ. Πατάκη, 2008), Ανεµώλια (Εκδ. Πατάκη, 2011, Βραβείο Αναγνωστών του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου), Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλµοσίνο (Εκδ. Πατάκη, 2014, Ειδικό Βραβείο βιβλιοπωλείων Public 2015) και Λίγες και µία νύχτες (Εκδ. Πατάκη, 2017, Βραβείο περιοδικού Κλεψύδρα 2017).
Επίσης συνέγραψε µε τον σκηνοθέτη Πάνο Καρκανεβάτο το σενάριο της µεγάλου µήκους ταινίας Όχθες που προβλήθηκε τον Μάρτιο του 2015. Είναι µέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.