“Μέσα από προσωπικά βιώματα, διηγήσεις παππούδων, συγγενών και άλλων, η συγγραφέας ζωντανεύει τον κόσμο της Κύπρου από τις αρχές του περασμένου αιώνα μέχρι το 1974.

 

Εν μέρει προσωπικό ημερολόγιο, εν μέρει αυτοβιογραφία, αλλά κυρίως κατάθεση ψυχής, το αφήγημα αυτό αναπλάθει μια μοναδική εποχή που δεν υπάρχει πια.
Οι γλυκόπικρες αναμνήσεις από τη ζωή της συγγραφέως γίνονται το νήμα που συνδέει αρμονικά ιστορίες, περιστατικά, και καθημερινές σκηνές από έναν κόσμο πιο απλό, πιο αγνό, πιο γνήσιο.”
Η Τούλα Χατζηκωστή, πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ με μεταπτυχιακές σπουδές στο Λονδίνο, εργάστηκε ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση της Κύπρου για 30 χρόνια. Το πρώτο της έργο με τίτλο “Ένας Κόσμος που Χάθηκε” κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Γερμανός.


“…Η Ευτυχία ήταν μια στητή γριά, χοντρόφωνη, δυναμική, που ζούσε μαζί με την αδελφή της, την Έλεγκού, στο ισόγειο κάτω από το Πανδοχείο. Πανύψηλο, κάθετο, με μικρά παραθυράκια, το πλίνθινο κτίριο, που ήταν σχεδόν κολλητό στο σπίτι μας, φάνταζε σαν απόρθητο φρούριο…
Πέζευαν στο Πανδοχείο έμποροι από χωριά μακρινά που έρχονταν με τις άμαξες και τα γαϊδούρια, για ν’ αγοράσουν και να πουλήσουν τα προϊόντα τους στη δημοτική αγορά της Μόρφου. Κι η Eυτυχού με τη χοντρή της φωνή και το μπαστούνι της ήταν ο άρχοντας τουτόπου, διάταζε, διαφέντευε και όλοι στη γειτονιά μικροί και μεγάλοι τη φοβόντουσαν…
Κάποτε ήρθε στη Μόρφου η εγγονή της γιαγιάς Eλεγκούς φορώντας παντελόνια και η γιαγιά Eυτυχού την κυνηγούσε και τη χτυπούσε με το μπαστούνι της φωνάζοντας: «Ήντα, επειδή εχαρτώθηκες, εγίνης άθρωπος; Πήαιννε γλήορα, φόρησε φουστάνια να γινείς γεναίκα».
Μάταια όλοι προσπαθούσαν να μεταπείσουν την Ευτυχού ότι μπορούσαν πια και οι γυναίκες να φορούν παντελόνια.”


Μπορεί μια ανάμνηση να επιστρέφει φέρνοντας στην επιφάνεια του νου τις πικρές και τις γλυκές μνήμες από έναν τόπο; Και τι είναι αυτό που προσδιορίζει την ποσόστοσή τους όταν ο χρόνος αμβλύνει τις θύμησες;
“Γλυκόπικρες αναμνήσεις από την Κύπρο του χτες” είναι ο υπότιτλος του συγκεκριμένου βιβλίου και η συγγραφέας αυτό ακριβώς θέλει να επισημάνει. Ότι ο νόστος του παρελθόντος μπορεί να έχει έναν αμφίσημο χαρακτήρα και η γοητεία του έγκειται σε αυτό ακριβώς το γεγονός. Όταν μάλιστα οι αναμνήσεις αυτές αφορούν στην Κύπρο του 1974, την Κύπρο της εισβολής και της κατεχόμενης οδύνης τότε το γεγονός αυτό είναι ακόμα εντονότερο.


Η συγγραφέας υπογράφει ένα καλογραμμένο βιβλίο και πλοηγεί τον αναγνώστη της σε ένα νοσταλγικό ταξίδι στην Κύπρο της ομορφιάς και του χαμού, στοχεύοντας να αναδείξει τόσο τις καλές όσο και τις άσχημες στιγμές της ιστορίας και του πολιτισμού αυτού του τόσο μαρτυρικού νησιού. Ωστόσο, η συγγραφέας δεν στέκεται μόνο σ’ αυτό. Επιχειρεί μια καταγραφή μιας εποχής που δεν υπάρχει πια. Μιας εποχής που σηματοδότησε τη σχέση του νησιού με τον χρόνο και την Ιστορία. Σκηνογραφεί τον περιβάλλοντα χωροχρόνο με εξαίρετες περιγραφές που δημιουργούν εικόνες και τοποθετούν τον αναγνώστη μέσα στις σελίδες του βιβλίου, κάνοντας τον να “βλέπει” όλα όσα περιγράφει η συγγραφέας. Το βιβλίο είναι διάστικτο από ιστορικές αναφορές που συγκλόνισαν το νησί. Τραγικά τα κεφάλαια που αφορούν στην τουρκική εισβολή και στην προσφυγιά. Οι περιγραφές συγκλονίζουν και γίνονται η αφορμή για ένα αναγνωστικό ταξίδι που αφενός προκαλεί τον αναγνώστη να εντρυφήσει στην Ιστορία και αφετέρου να ευαισθητοποιηθεί απέναντι στη μοίρα αυτού του τόπου αλλά και να μάθει λεπτομέρειες που πιθανώς αγνοεί.


Καλοδουλεμένο με εξαιρετική γραφή, δομή και ροή και με φωτογραφικό υλικό εποχής, σχεδόν αυτοβιογραφικό, περνά κινηματογραφικά τις αλήθειες που κρύβει και δημιουργεί το ανάλογο κλίμα ώστε ο αναγνώστης να συναισθανθεί την οδύνη όλων όσοι έζησαν τα δραματικά αυτά γεγονότα.
Ένα αξιοδιάβαστο έργο για κάθε αναγνώστη, για κάθε βιβλιοθήκη καθώς η Τούλα Χατζηκωστή κατάφερε να κρατήσει τις αναμνήσεις του χθες σπαρταριστά ζωντανές με το έργο της για όλους μας.
«Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», το βιβλίο της Τούλας Χατζηκωστή, παραδόξως διαψεύδει τον τίτλο του. Γιατί ο κόσμος της, ο κόσμος μιας Κύπρου που δεν υπάρχει πια, αναβιώνει σε όλη τη βαθύτερη, εσώτερη αλήθεια του.


Περπατώντας ξανά στους δρόμους που της έμαθαν τον χώρο, ξαναζώντας τις εικόνες που της γνώρισαν το χρώμα και την ομορφιά, και αναπολώντας τους ήχους, τις φωνές, τις συνομιλίες που ενορχήστρωναν τη ζωή του τότε, η γλαφυρή αλλά κι απέριττη γραφή της συγγραφέως ξεπερνά τα όρια της αυτοβιογραφίας ή του προσωπικού ημερολογίου. Το αφήγημά της, όχι απλώς ζωγραφίζει τον κόσμο της Κύπρου από τις αρχές του περασμένου αιώνα μέχρι το 1974, αλλά κατορθώνει να μεταφέρει τον αναγνώστη στις καθημερινές σκηνές ενός κόσμου πιο απλού, πιο γνήσιου και πιο αληθινού. Την ίδια ώρα, με την αθωότητα της αβίαστης κι ανεπιτήδευτης συνειρμικής γραφής της γλυκοσταλάζει στον αναγνώστη μια όμορφη αίσθηση του οικείου. Νιώθει κανείς τους απλούς, γήινους μόχθους και τις επιθυμίες, οσμίζεται τις μυρωδιές και τα αρώματα, ακούει των παιδικών ποδιών τα τρεξίματα και των ξύλων τα τριξίματα, αγγίζει τους αδρούς ρόζους των δρύινων επίπλων, γεύεται τις σπιτικές γεύσεις και τους «καουρμάδες».


Στις μνήμες της συναντώνται αφηγήσεις παππούδων και θύμησες συγγενών και φίλων, που μαζί συνθέτουν μια διήγηση πολυφωνική, μια συμφωνία χρωμάτων και αισθημάτων, κινήσεων και οπτικών γωνιών. Το «γλυκόπικρες αναμνήσεις» αφήνει στον αναγνώστη μια όμορφη, γλυκιά επίγευση, καθώς ξαναζωντανεύει έναν μοναδικό και πλούσιο κόσμο, όχι με την πρόθεση της σκηνοθετικής ανακατασκευής κι αναπαράστασης, αλλά με τον αυθόρμητο, απρόθετο τρόπο της ασύνειδης μνήμης, σαν ταξίδι που ξεκινούν οι μικρές μαντλέν του Προυστ.”