Συγγραφέας του βιβλίου «Η νόσος της αδράνειας» – «Εκδόσεις Καστανιώτη»

Στο βιβλίο αυτό, ο χρόνος πηγαίνει προς τα πίσω. Ο ιδιαίτερος τρόπος που διαχειρίζεται τον χρόνο ο Κώστας Αρκουδέας, δείχνει την επιθυμία του να προσφέρει στον αναγνώστη «ένα ταξίδι στο χρόνο. Ένα πέρασμα από τις σημερινές οικείες σε όλους μας καταστάσεις σε εκείνες των προηγούμενων δεκαετιών». Οι επιμέρους τίτλοι του βιβλίου έχουν τα ονόματα των τεσσάρων στοιχείων της φύσης και πίσω από κάθε αφήγηση κρύβεται ένας μικρός ή ένας μεγάλος κύκλος ζωής. Όπως λέει στο Vivlio-life ο συγγραφέας, «τα διηγήματα περιγράφουν με τον δικό τους ιδιόμορφο τρόπο το κλίμα των τεσσάρων τελευταίων δεκαετιών, οι οποίες ξεκίνησαν φωτεινά, εκθαμβωτικά σχεδόν, για να αποχρωματιστούν στη συνέχεια και να μας οδηγήσουν στη σημερινή αναδίπλωση. Κάθε διήγημα αποτελεί έναν κύκλο ζωής, μικρό ή μεγάλο, είτε αυτός έχει να κάνει με τον πραγματικό κόσμο είτε με τον κόσμο των ιδεών. Πάντως, πίσω από κάθε διήγημα υπάρχει μια κρυμμένη αλήθεια, και καλείται ο απαιτητικός αναγνώστης να την ανακαλύψει».

Ο τίτλος του βιβλίου σας «σηκώνει» συζήτηση και δημιουργεί προβληματισμό. Ποια είναι η νόσος της αδράνειας;
Η πλέον μεταδιδόμενη νόσος των ημερών. Η πανδημία σε ψυχολογικό επίπεδο. Η ηττοπάθεια, η μαλθακότητα και η αδιαφορία απέναντι σε οτιδήποτε μας συμβαίνει.

Η «νόσος» σας, γεννήθηκε σε συνθήκες εγκλεισμού και μάλλον λίγο ή πολύ νοσήσαμε όλοι από αυτήν. Το καλό στη δική σας περίπτωση είναι πως «γέννησε» έμπνευση. Ήταν η συγγραφή ο ιδανικός τρόπος να αντισταθείτε στην απραξία εκείνων των ημερών;
Η απραξία που αναφέρετε είναι μια από τις συχνότερες παρενέργειες του εγκλεισμού. Η νωθρότητα, η τεμπελιά και η παραίτηση από οτιδήποτε μας κινητοποιεί. Τη στιγμή που μιλάμε, υπάρχει στις Ηνωμένες Πολιτείες ένα τεράστιο κύμα αρνητών εργασίας. Τους προσφέρουν δουλειά και αρνούνται επικαλούμενοι διάφορες δικαιολογίες, με συνέπεια να οδηγούνται στο περιθώριο της ζωής. Δεν σας κρύβω ότι στην αρχή της πανδημίας περιέπεσα κι εγώ σ’ ένα είδος απραξίας. Δεν ήθελα να κάνω τίποτα. Όλα μου φαίνονταν μάταια. Χρειάστηκε να με επισκεφθεί μια υπέροχη και αιθέρια ύπαρξη, ονόματι έμπνευση, για να ξεκολλήσω με τον τρόπο που γνωρίζω καλύτερα: τη συγγραφή.

Νερό – Φωτιά – Γη – Αέρας. Είναι οι επιμέρους τίτλοι των ενοτήτων του βιβλίου. Φυσικά, δεν είναι τυχαία η επιλογή των τεσσάρων στοιχείων της φύσης. Βάλτε μας στη σκέψη σας.
Ο διαχωρισμός αφορά την αίσθηση που άφησε πάνω μου κάθε δεκαετία. Το χνάρι της, το αποτύπωμά της. Η δεκαετία των διπλών μηδενικών, των ’00 επί παραδείγματι, ξεκίνησε με το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους και όσα το ακολούθησαν. Δεν θα μπορούσε να ανήκει αλλού εκτός από τη φωτιά. Οι ιστορίες της ενότητας εντάσσονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο στοιχείο αυτό.

Η μεταφυσική θεωρία των στοιχείων της φύσης βρίσκεται στον πυρήνα της ελληνικής φιλοσοφίας. Αυτή η θεωρία σας οδήγησε στην συγκεκριμένη επιλογή;
Ας πάρουμε τον πρώτο κύκλο, του νερού, σε μια εποχή τόσο ρευστή όσο αυτή που διανύουμε. Το νερό είναι στοιχείο εκπληκτικής πολυπλοκότητας. Πάνω από το 80% των ζώων και των φυτών της Γης ζουν μέσα του, ενώ το 75% του ανθρώπινου σώματος αποτελείται απ’ αυτό. Όσο κι αν ζούμε αποκομμένοι από τη φύση, όσο κι αν κάνουμε τα πάντα για να την καταστρέψουμε, εξακολουθούμε να είμαστε παιδιά της φύσης.

Υπάρχει και κάτι ακόμη στα διηγήματά σας που προκαλεί ενδιαφέρον. Οι ημερομηνίες στα κεφάλαια που αντί προς τα μπρος πηγαίνουν προς τα πίσω. Μιλήστε μας για την οπτική του χρόνου όπως την αποδώσατε στο βιβλίο σας.
Αν υπήρχε υπότιτλος στο βιβλίο μου θα ήταν «Δρασκελίζοντας δύο αιώνες». Ή ακόμα, κάτι πιο σύνθετο, «Διατρέχοντας τη γέφυρα που ενώνει δυο αιώνες». Πρόθεσή μου είναι να προσφέρω στον αναγνώστη ένα ταξίδι στο χρόνο. Ένα πέρασμα από τις σημερινές οικείες σε όλους μας καταστάσεις σε εκείνες των προηγούμενων δεκαετιών. Κάθε δεκαετία έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, τους δικούς της ήρωες, τις δικές της κατάρες. Αντί επιλόγου υπάρχει ένα διήγημα του 2021 με θέμα το μοναχικό παιδί του σήμερα και το εμβόλιο κατά του ιού, το οποίο έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το αμέσως προηγούμενο διήγημα του 1986, όπου ένα πλήθος νεαρών χορεύει και διασκεδάζει με μουσική ρέγκε στην παραλία της Σαντορίνης.

Η αρχή κάθε διηγήματος φιλοξενεί επιλεγμένες φράσεις από κείμενα ή απομαγνητοφωνήσεις του Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Πόσο έχει επηρεάσει τη σκέψη σας ο μεγάλος Αργεντινός συγγραφέας, ο οποίος είναι πιο γνωστός για τα διηγήματά του;
Μην κάνετε τέτοιες ερωτήσεις γιατί θα ξημερωθούμε. Θα μπορούσα να μιλάω ώρες για τον Μπόρχες. Είναι, για μένα, ο πιο ολοκληρωμένος σύγχρονος λογοτέχνης. Η λαβυρινθώδης και πολύπλοκη σκέψη του έχει τη μοναδική ικανότητα να με ξεκουράζει με ενεργητικό τρόπο. Κάθε του φράση πυροδοτεί εντός μου μια αλληλουχία κυματισμών που οδηγούν τη σκέψη μου σε αχαρτογράφητες περιοχές.

«Τι σημαίνει για μένα να είμαι συγγραφέας; Σημαίνει απλώς να είμαι πιστός στη φαντασία μου. Όταν γράφω κάτι, το σκέφτομαι όχι ως πραγματικά αληθινό, μα αληθινό ως προς κάτι βαθύτερο…» γράφει ο Μπόρχες. Σημαίνει το ίδιο και για σας;
Φυσικά. Πίσω από κάθε διήγημα υπάρχει μια κρυμμένη αλήθεια, και καλείται ο απαιτητικός αναγνώστης να την ανακαλύψει. Ακόμα και οι ιστορίες της πρώτης νιότης μου, στο τέλος, έχουν πίσω τους μια τέτοια αλήθεια. Για να σας βοηθήσω, θα σας πω τούτο: στην έσχατη ιστορία «Ασ’ τον Μπομπ Μάρλεϊ να περιμένει», το ερώτημα που τίθεται στο νεαρό αφηγητή είναι αν η μουσική και γενικότερα η τέχνη είναι ικανή να αποτελέσει βάλσαμο στην προσωπική απαξίωση.

«Πίσω από κάθε αφήγηση κρύβεται ένας μικρός ή ένας μεγάλος κύκλος ζωής», μας ενημερώνετε και αναρωτιέμαι αν, είτε μικρός είτε μεγάλος, ο κύκλος αφορά και τη δική σας ζωή.
Τα διηγήματα περιγράφουν με τον δικό τους ιδιόμορφο τρόπο το κλίμα των τεσσάρων τελευταίων δεκαετιών, οι οποίες ξεκίνησαν φωτεινά, εκθαμβωτικά σχεδόν, για να αποχρωματιστούν στη συνέχεια και να μας οδηγήσουν στη σημερινή αναδίπλωση. Κάθε διήγημα αποτελεί έναν κύκλο ζωής, μικρό ή μεγάλο, είτε αυτός έχει να κάνει με τον πραγματικό κόσμο είτε με τον κόσμο των ιδεών.

Χαρακτηρίζετε τα διηγήματά σας βραδείας ωρίμανσης και αντιλαμβανόμαστε το λόγο. Πόσα χρόνια χρειάστηκαν για να ωριμάσουν και να πάρουν τη θέση τους στις τέσσερις ενότητες του βιβλίου σας;
Πολλά χρόνια. Τα διηγήματα που βρίσκονται στο τέλος (δηλαδή στην αρχή, μιας και κατευθυνόμαστε από το σήμερα προς το χθες) γράφτηκαν στις αρχές και στα μέσα της δεκαετίας του ’80, κάτι που σε προσωπικό επίπεδο μοιάζει με τη γέννηση των άστρων. Κατά καιρούς, ανάμεσα στις υπόλοιπες δραστηριότητές μου, βυθιζόμουν σε κάποιο απ’ αυτά και ανακάλυπτα κάτι καινούργιο, κάτι που δεν είχα σκεφτεί όταν το έγραφα. Η μαγεία της γραφής που αναφέρω στο οπισθόφυλλο είναι ακριβώς αυτή. Να εντοπίζεις κάτι που προηγουμένως δεν είχες καν διανοηθεί. Ορισμένες φορές, μάλιστα, ένιωθα κάποια διηγήματα να με καλούν κοντά τους. Όπως, για παράδειγμα, τα «Θύμισέ μου τα όνειρά σου» και «Ταξιδευτή, μη λησμονάς». Ειδικά το τελευταίο, θυμάμαι ότι ξύπνησα μες στη νύχτα και άρχισα να το ψάχνω.

«Ένα βιβλίο δεν τελειώνει ποτέ, απλώς εγκαταλείπεται», είπε ο Πωλ Βαλερύ. «Κι εν συνεχεία επαναπροσεγγίζεται, θα προσθέταμε εμείς», γράφετε στις σημειώσεις σας. Σε πόσα, λοιπόν, από τα τριάντα δυο διηγήματα της συλλογής κάνατε παρεμβάσεις μετά την αρχική τους έμπνευση;
Τα κοίταξα όλα από την αρχή, με φρέσκια ματιά, γι’ αυτό και μου πήρε χρόνια. Δεν ήταν παρεμβάσεις του τύπου «ένα λαθάκι εδώ ή μια φρασούλα εκεί». Ήταν κάτι πλουσιότερο, κάτι βαθύτερο από αυτό. Ήθελα σε κάθε διήγημα να τονίσω τη δική του ιδιομορφία αλλά και την ιδιομορφία της εποχής. Θεωρώ ότι το βιβλίο δεν έχει πεπερασμένη μορφή. Πάλλεται από ζωή και ζητά από εμάς να αναδείξουμε τις πλευρές του εκείνες, τις όψεις του αν θέλετε, που παραμένουν στο σκοτάδι.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ιστορίες που μιλούν για την αστική ζούγκλα και την απόδραση απ’ τον παλιό μας εαυτό, για τους χειμώνες στην πόλη και τα καλοκαίρια στα νησιά, για την ανάγκη του μύθου που παραμένει ισχυρότερος από την αμφιβολία και για πολλά άλλα. Πίσω από κάθε αφήγηση κρύβεται ένας μικρός ή ένας μεγάλος κύκλος ζωής.
Διηγήματα βραδείας ωρίμανσης πορευόμενα απ’ το τέλος προς την αρχή. Στην κορυφή δεσπόζει «Η νόσος της αδράνειας», γεννημένη σε συνθήκες εγκλεισμού λόγω της πανδημίας, και στη βάση το «Άσ’ τον Μπομπ Μάρλεϊ να περιμένει», εμπνευσμένο από μια εποχή αλλαγών και ελπίδας.
Ένα βιβλίο για την μαγεία της γραφής, που μας αποκαλύπτει τι κρύβεται πίσω απ’ το προφανές, το αναμενόμενο, και μας ταξιδεύει στο χρόνο επιτρέποντάς μας να αφουγκραστούμε τον κόσμο σαν συνεχές παρόν.

Βιογραφικό
Ο Κώστας Αρκουδέας ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Δημοσίευσε για πρώτη φορά το 1986 τη συλλογή ιστοριών Άσ’ τον Μπομπ Μάρλεϊ να περιμένει. Έκτοτε καταπιάστηκε με όλες τις κλιμακώσεις της πρόζας (μυθιστόρημα, νουβέλα, διήγημα, παραμύθι, μικροϊστορίες κ.ά.), που αποτυπώθηκαν σε δεκαεννέα συνολικά τίτλους. Τα τελευταία βιβλία που εξέδωσε είναι Το χαμένο Νόμπελ – Μια αληθινή ιστορία (2015), Τα κατά Αιγαίον πάθη σε ανανεωμένη επανέκδοση (2017) και Επικίνδυνοι συγγραφείς (2019), όλα στις Εκδόσεις Καστανιώτη.