Ποιητική συλλογή Ο ήχος της απώλειας – Εκδόσεις Βακχικόν
Με τη δοκιμασία της απώλειας να κυριαρχεί ανάμεσα σε ποιήματα που δεν μπορείς να προσπεράσεις αν δεν εμβαθύνεις στο μήνυμα που θέλουν να σου μεταδώσουν, όπως “Το μπλουζ του μαστογράφου” ή “Εναέρια μονομαχία με τον θάνατο” ο Ν.Γ. Λυκομήτρος κυκλοφόρησε τη δεύτερη ποιητική του συλλογή. Στην κουβέντα μας για το Vivlio-life, μιλά για τον λυτρωτικό ρόλο της Ποίησης αλλά και τη ψυχοθεραπευτική διάσταση της γραφής, γενικότερα. «Στόχος μου είναι να γράφω κοινωνική ποίηση, η οποία πηγάζει μέσα από τα γεγονότα της καθημερινής ζωής. Απ’ όσα βιώνουμε και, κυρίως, απ’ όσα μας πονάνε. Οπότε, πράγματι, η Ποίηση είναι για μένα το μέσο για να φωνάξω την αλήθεια μου αλλά και να καυτηριάσω τα κακώς κείμενα της εποχής μας». Όσο για τις απώλειες που τον ενέπνευσαν: «Με τα χρόνια και μετά από αρκετή ενδοσκόπηση, έμαθα να αντιμετωπίζω τις απώλειες χωρίς να με συνθλίβουν ολοκληρωτικά».
- Αυτοί που δεν έχουν φωνή. Είναι αυτοί που όπως γράφετε δεν θα τους δούμε στα σπαρακτικά επετειακά ντοκιμαντέρ, ούτε θα θυμόμαστε τον θάνατό τους. Μπορεί η ποίηση και η λογοτεχνία γενικότερα, να γίνει η φωνή εκείνων των οποίων η κραυγή ή ο ψίθυρος δεν μπορεί να φτάσει στα αυτιά μας;
Το ποίημα «Αυτοί που δεν έχουν φωνή» το εμπνεύστηκα όταν είδα τη φωτογραφία μίας νεαρής Αφγανής στο εξώφυλλο του περιοδικού NationalGeographic. Η φωτογραφία τραβήχθηκε το 1984 και απεικονίζει τη Sharbat Gula, ένα δωδεκάχρονο (τότε) κορίτσι που κατέφυγε ως πρόσφυγας στο Πακιστάν κατά τη διάρκεια του σοβιετικού πολέμου στο Αφγανιστάν. Η ιστορία της Sharbat παρέμεινε άγνωστη για χρόνια, αν και η φωτογραφία της έγινε αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Το καθάριο, καταπράσινο βλέμμα της έχει μείνει χαραγμένο στην ψυχή μου.
Εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν καθημερινά από τους πολέμους που διεξάγονται με στόχο των έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών και την κατάκτηση περισσότερης γεωπολιτικής ισχύος. Άλλοτε το δράμα τους υπερτονίζεται από τα καθεστωτικά ΜΜΕ για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας και άλλοτε τα βάσανά τους εξαφανίζονται από τη δημοσιότητα, όταν η ανάδειξή τους δεν εξυπηρετεί το κυρίαρχο αφήγημα. Η Ποίηση, απαλλαγμένη από κομματικές αγκυλώσεις, οφείλει, κατά την άποψή μου, να είναι aprioriστο πλευρό των κατατρεγμένων και να γίνεται «η φωνή εκείνων των οποίων η κραυγή ή ο ψίθυρος δεν μπορεί να φτάσει στα αυτιά μας». - Ζωή στο παρασκήνιο – μόνη λύση για την επιβίωση. Αν και το ποίημά σας μας μεταφέρει στο Άμστερνταμ του 1944, μάλλον η πρότασή σας αποτελεί μια αλήθεια και ίσως είναι και αλληγορική…
Το ποίημα “TheSecretAnnex” το εμπνεύστηκα κατά την επίσκεψή μου στο σπίτι της Άννα Φρανκ στο Άμστερνταμ. Για την οικογένεια της Φρανκ, ο μόνος τρόπος να αποφύγει τη σύλληψη από το ναζιστικό καθεστώς ήταν να ζει κρυμμένη. Έζησε, λοιπόν, για δύο ολόκληρα χρόνια μια ζωή στο παρασκήνιο, καθώς αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος για να επιβιώσει.
Ορμώμενος από τη σκέψη σας, θα έλεγα ότι, δυστυχώς, πολλοί συνάνθρωποί μας αναγκάζονται να ζουν μια ζωή στο παρασκήνιο, κρύβοντας πτυχές της ταυτότητάς του. Η Άννα Φρανκ αναγκάστηκε να ζήσει έτσι λόγω της εβραϊκής της ταυτότητας. Άλλοι/ες αναγκάζονται να ζουν στο παρασκήνιο π.χ. λόγω της σεξουαλικής τους ταυτότητας. Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να αγωνιστούμε για μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι δεν θα χρειάζεται να κρύβονται για να αποφύγουν τη μισαλλοδοξία και τους πάσης φύσεως εκφραστές της. - Τα μπλουζ του μαστογράφου. Εδώ σας βλέπουμε να χρησιμοποιείτε πρώτο πρόσωπο και να μπαίνετε στα παπούτσια των γυναικών κάνοντας λόγο για ανελέητη μονομαχία της Ελπίδας με τον Θάνατο. Μιλήστε μας γι’ αυτό το ποίημα και τα κεφαλαία γράμματα στις δυο λέξεις.
Ένα από τα πιο ιδιαίτερα ποιήματα που περιλαμβάνεται στη συλλογή «Ο ήχος της απώλειας» είναι αυτό με τίτλο «Τα μπλουζ του μαστογράφου». Το ποίημα πραγματεύεται την αγωνία της γυναίκας για το αποτέλεσμα της μαστογραφίας και τον φόβο της μαστεκτομής.
Έχοντας στο στενό οικογενειακό μου περιβάλλον ένα πρόσωπο που έχει υποβληθεί σε μαστεκτομή λόγω καλοήθους όγκου, έχω μοιραστεί κι εγώ την αγωνία για τα αποτελέσματα της μαστογραφίας και για την επανεμφάνιση της νόσου.
Θα μπορούσαμε, ίσως, να ισχυριστούμε ότι κάθε μαστογραφία αποτελεί, τρόπον τινά, μια αναμέτρηση της ελπίδας με τον θάνατο και γι’ αυτό οι δύο αυτοί όροι αναγράφονται με κεφαλαία γράμματα στο ποίημα. Κάθε εξέταση χωρίς ευρήματα αποτελεί μία νίκη της ζωής και ανανεώνει την ελπίδα για το αύριο, ξορκίζοντας τον θάνατο.
Το ποίημα αυτό είναι αφιερωμένο σε όλους τους ανθρώπους που είτε παλεύουν με τον καρκίνο του μαστού είτε πάλεψαν στο παρελθόν είτε αγωνιούν για τυχόν (επαν)εμφάνισή του.
- Στον κόσμο των λιπόσαρκων θυμάτων, της εικόνας και του λάιφστάϊλ, με τα στιλπνά δέρματα και τους τόνους μέικ-απ, είσαι παράταιρη. Άραγε πόσα κορίτσια σκέφτονται απόψε την πρόταση με θαυμαστικό που παραθέτετε: Ας πάνε στο διάολο!
Το ποίημα με τίτλο “Rosacea Efflorescent” αναφέρεται στη νόσο της ροδόχρου ακμής. Πρόκειται για μία νόσο η οποία, παρόλο που δεν είναι απειλητική για τη ζωή του ασθενούς, προκαλεί ιδιαίτερη ψυχολογική επιβάρυνση, καθώς δημιουργεί έντονη ερυθρότητα στο πρόσωπο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εξωτερική εικόνα του πάσχοντος.
Ζώντας σε μια κοινωνία όπου η εικόνα είναι το παν και όπου όλα περιστρέφονται γύρω από την αντανάκλαση του εαυτού μας σε μία οθόνη, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε τη ρηχότητα εννοιών όπως το lifestyleκαι η εμμονή με την εξωτερική εμφάνιση.
Είναι πολύ σημαντικό, ιδιαίτερα για τα νέα παιδιά, να καταλάβουν ότι αυτό που έχει αξία είναι ο εσωτερικός τους κόσμος και όχι η εξωτερική τους εικόνα.
Μία άλλη πτυχή που θέλει να αναδείξει το ποίημα είναι η έλλειψη ενσυναίσθησης και διακριτικότητας που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία. Ο/η ασθενής που πάσχει από ροδόχρου ακμή αντιμετωπίζει τα έντονα βλέμματα, ακόμη και την αποστροφή, των συνανθρώπων του/της στη δουλειά, στο δρόμο, στο μετρό. Οφείλουμε να δείχνουμε περισσότερη ευαισθησία απέναντι στους συνανθρώπους μας που αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα υγείας και όχι να καταλήγουμε σε bodyshamingγια την εξωτερική εμφάνιση του καθενός/της καθεμίας. - Ποιος ήχος φτάνει στα αυτιά σας όταν σκέφτεστε την απώλεια;
Θα έλεγα ότι ο ήχος της απώλειας ακούγεται διαφορετικά για τον κάθε άνθρωπο. Ίσως είναι το ουρλιαχτό της μάνας που χάνει το παιδί της, η κραυγή του εραστή που χάνει το έτερον ήμισυ ή η σιωπή του βωβού πόνου κάθε απώλειας φυσικής ή νοητής. Για μένα προσωπικά, η απώλεια φέρνει στα αυτιά μου όλους τους προαναφερθέντες ήχους. Καθένας/καθεμία ας αναλογιστεί ποιους ήχους σχετίζει με την απώλεια. - Και ποιο χρώμα θα χρησιμοποιούσατε αν τη ζωγραφίζατε;
Αν έπρεπε να ζωγραφίσω την απώλεια, θα ήθελα να χρησιμοποιήσω το κόκκινο του αίματος και το μαύρο της θλίψης. Όπως λέει, όμως, η σπουδαία Κατερίνα Γώγου το κόκκινο δεν είναι πια διαθέσιμο («Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα / γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο», από τη συλλογή «Τρία κλικ αριστερά», Εκδόσεις Καστανιώτη, 1978). - Πώς αντιμετωπίζετε τις απώλειες στη ζωή σας; Και είναι η ποίηση ένας τρόπος να αντιμετωπίσετε την πικρή γεύση που αφήνουν;
Ομολογουμένως, οι απώλειες αποτελούν δοκιμασία για κάθε άνθρωπο. Όσο κι αν γνωρίζει κανείς ότι είναι αναπόφευκτες, ποτέ δεν μπορεί να είναι απολύτως προετοιμασμένος ψυχολογικά για να τις αντιμετωπίσει. Επιπρόσθετα, όσο μεγαλύτερη είναι μια απώλεια, τόσο πιο δύσκολο είναι να αντιμετωπιστεί.
Με τα χρόνια και μετά από αρκετή ενδοσκόπηση, έμαθα να αντιμετωπίζω τις απώλειες χωρίς να με συνθλίβουν ολοκληρωτικά.
Αναμφισβήτητα, η Ποίηση (όπως και κάθε άλλη μορφή τέχνης) λειτουργεί λυτρωτικά και βοηθά τον/τη δημιουργό να ξεπεράσει τις δυσκολίες της ζωής. Γι’ αυτό, άλλωστε, πολλοί άνθρωποι αναφέρονται στην ψυχοθεραπευτική διάσταση της γραφής. - Τα ποιήματά σας μας βάζουν να σκεφτούμε και να προβληματιστούμε και αναρωτιέμαι αν είναι οι αλήθειες που θέλετε να φωνάξετε σε μας τους αναγνώστες αλλά και ο τρόπος να διαμαρτυρηθείτε για ό,τι σας ενοχλεί.
Ισχύει σε απόλυτο βαθμό αυτό που αναφέρετε. Στόχος μου είναι να γράφω κοινωνική ποίηση, η οποία πηγάζει μέσα από τα γεγονότα της καθημερινής ζωής. Απ’ όσα βιώνουμε και, κυρίως, απ’ όσα μας πονάνε. Οπότε, πράγματι, η Ποίηση είναι για μένα το μέσο για να φωνάξω την αλήθεια μου αλλά και να καυτηριάσω τα κακώς κείμενα της εποχής μας. - Τι σας έκανε μετά από δέκα χρόνια απουσίας από τα λογοτεχνικά δρώμενα να επιστρέψετε μ’ αυτή την ιδιαίτερη έκδοση;
Η δεκαετής απουσία μου από τα λογοτεχνικά δρώμενα ήταν ακούσια. Μια σειρά από οικογενειακά και προσωπικά προβλήματα με οδήγησαν αναγκαστικά στην αδράνεια. Ωστόσο, όλα αυτά τα χρόνια η φλόγα της Ποίησης έκαιγε μέσα μου και έτρεφα έτσι την ελπίδα ότι ίσως κάποτε θα μπορούσα να επανακάμψω. Όταν δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, δρομολόγησα την έκδοση της δεύτερης ποιητικής μου συλλογής, σχεδόν 15 χρόνια μετά την έκδοση της πρώτης με τίτλο «Ιχνηλάτες του τέλους» (Εκδόσεις Γαβριηλίδης) και 12 χρόνια μετά την έκδοση του τελευταίου (μέχρι τότε) βιβλίου μου, του θεατρικού έργου με τίτλο «Dead End: Μητροπολιτικό ψυχόδραμα σε τρεις πράξεις» (Εκδόσεις Βακχικόν). - Η λευκή σελίδα τρεμοπαίζει στην οθόνη του υπολογιστή… Τη φοβάστε τη λευκή σελίδα όταν νιώθετε πως στερεύει η έμπνευση;
Ο τρόμος της λευκής σελίδας θεωρώ ότι είναι κάτι που κατατρέχει λίγο-πολύ κάθε δημιουργό. Ωστόσο, εμένα προσωπικά, δεν με προβληματίζει σε υπερβολικό βαθμό. Γράφω μόνο όταν έχω έμπνευση. Δεν γράφω κατά παραγγελία και, όταν δεν έχω κάτι να πω, αποφεύγω να γράψω. Το ευτύχημα είναι ότι και από πλευράς του εκδοτικού οίκου με τον οποίο συνεργάζομαι δεν υπάρχει πίεση για την ολοκλήρωση της επόμενης ποιητικής συλλογής, οπότε μπορώ να γράφω χωρίς την πίεση του χρόνου. - Εραστές της Ποίησης. Είναι οι τελευταίες λέξεις στο ποίημά σας Επιτύμβια Πλάκα (Ωδή στους λησμονημένους ποιητές). Θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας εραστή της ποίησης;
Φρονώ ότι αυτός είναι ο πιο κατάλληλος χαρακτηρισμός, καθώς θεωρώ ότι δεν μπορώ να αποκαλώ τον εαυτό μου με τον ίδιο τίτλο με τον οποίο προσφωνούμε τους/τις κορυφαίους/ες του είδους. Οπότε, ο τίτλος «εραστής της Ποίησης» εκφράζει αυτό που πραγματικά είμαι: κάποιος που αγαπά πολύ την Ποίηση και έχει επιλέξει να εκφράζεται μέσω αυτής. - Η Ιστορία μάς κοιτά με περιφρόνηση κι απειλεί να επαναληφθεί. Ως φάρσα; Αν δεν επέστρεφε ως κάτι αστείο ή πλάκα και επέστρεφε ως τραγωδία…;
Το ποίημα με τίτλο “Sachsenhausen-Oranienburg” αναφέρεται στη φρίκη των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, την οποία είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι κατά την επίσκεψή μου στο Βερολίνο πριν από πολλά χρόνια.
Στους καταληκτικούς του στίχους, οι οποίοι παρατίθενται ανωτέρω, επιχειρώ μια αναφορά στο σήμερα και ειδικότερα στο γεγονός της ανόδου της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Η ενίσχυση των ακροδεξιών κομμάτων στις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορες χώρες της Ευρώπης αλλά και στις Ευρωεκλογέςδείχνει ότι η ανθρωπότητα δεν πήρε το μάθημά της από τα όσα συνέβησαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Γι’ αυτό τον λόγο «Η Ιστορία μας κοιτά με περιφρόνηση». Σε αυτό το σημείο, γίνεται μία έμμεση αναφορά στη γνωστή ρήση του Καρλ Μαρξ ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται «…τη μια φορά σαν τραγωδία, την άλλη σαν φάρσα»(από το βιβλίο του «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», μετάφραση Φ. Φωτίου, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1986). Το ποίημα κλείνει με ένα μάλλον ρητορικό ερώτημα, που υποδεικνύει ότι αυτή η επανάληψη των ιστορικών γεγονότων μόνο τραγική κατάληξη μπορεί να έχει.
Από το οπισθόφυλλο
Οι νοικοκυρές αγοράζουν ψευδαισθήσεις από τα ράφια των σουπερμάρκετ. Αναζητούν λίγη τρυφερότητα, λίγη ασφάλεια και λίγη ειλικρίνεια πίσω από τα ψυγεία με τα γαλακτοκομικά. Σφιχταγκαλιάζουν τα προϊόντα λαχταρώντας το χάδι που τους έλειψε και ανταλλάσσουν βλέμματα με τους καλοντυμένους εργένηδες που κρατούν μικρά καλάθια στα χέρια. Θρηνούν για τα χρόνια που πέρασαν και για τα χρόνια που έρχονται. Κι ύστερα χαϊδεύουν το κεφαλάκι του μωρού μέσα στο καρότσι και συνεχίζουν σιωπηλές προς το ταμείο για να πληρώσουν τα ψώνια και να εξαργυρώσουν τη θλίψη τους με πόντους πιστωτικών καρτών.
Βιογραφικό
Ο Ν.Γ. Λυκομήτρος γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα. Σπούδασε Αγγλική Γλώσσα και Φιλολογία κι έκανε μεταπτυχιακό στη Μετάφραση – Μεταφρασεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το 2010 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Ιχνηλάτες του τέλους (εκδόσεις Γαβριηλίδης), η οποία την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε σε δίγλωσση έκδοση (ισπανικά-ελληνικά) υπό τον τίτλο Rastreadores del Fin (Ediciones Idea), σε μετάφραση κι επιμέλεια του ποιητή Mario Domínguez Parra. Τον Μάιο του 2011 δημοσίευσε τον κύκλο ποιημάτων με τίτλο «Θροΐσματα Θανάτου», στο πλαίσιο της μηνιαίας ψηφιακής έκδοσης Λογοτεχνικά Σημειώματα (τεύχος 9), που επιμελείτο ο ποιητής Θοδωρής Βοριάς. Το 2012 εξέδωσε το θεατρικό έργο Dead End: Μητροπολιτικό ψυχόδραμα σε τρεις πράξεις (εκδόσεις Βακχικόν).
Διατηρούσε τη στήλη «Ποιήματα και Χίμαιρες» στο Fanzine Chimeres (τεύχη 22-28, έτη 2012-2014), ενώ είναι ο διαχειριστής του ιστολογίου «Ο ήχος της απώλειας» (https://the-sound-of-loss.blogspot.com/). Το βιβλίο Ο ήχος της απώλειας είναι η δεύτερη ποιητική του συλλογή.
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.