Από το 1895 και μέχρι το 1908 διήρκεσε η πλέον αιματηρή περίοδος του Μακεδονικού Αγώνα. Από τη μια μεριά η βουλγαρική οργάνωση ΕΜΕΟ μαζί με τους Βερχοβιστές, που αποτελούνταν από βουλγαρικές τσέτες, Βουλγάρους κομιτατζήδες, δάσκαλοι βουλγαρικών, εξαρχικοί ιερείς και κάποιοι σημαίνοντες πρόκριτοι, που προσπαθούν να εκβουλγαρίσουν τον Μακεδονικό Ελληνισμό και να επιτύχουν την άμεση ενσωμάτωση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία και από την άλλη η οργάνωση «Μακεδονικής Άμυνα» του Ίωνα Δραγούμη, λίγοι Έλληνες αξιωματικοί και εθελοντές, σλαβόφωνοι πατριαρχικοί, δάσκαλοι και ιερείς πατριαρχικοί, ο απλός κόσμος και χιλιάδες πατριώτες και καπεταναίοι που ζουν στην αφάνεια, προσπαθούν να υπερασπιστούν την Μακεδονία και να αντισταθούν στις βιαιοπραγίες και στη βία των Βουλγάρων, ενώ το Ελληνικό κράτος… κοιμάται. Η Αθήνα είναι ένα καταθλιπτικό πανόραμα γεμάτο πολιτικούς διαπληκτισμούς, κοσμικές συγκεντρώσεις, μεθοκόπια, σύγχυση, ληθαργική αδιαφορία και εξοργιστική πολυτέλεια στα οικοδομικά τετράγωνα πέριξ των ανακτόρων, δίχως να δίνουν δεκάρα τσακιστή για όσα συνέβαιναν στην Μακεδονία και αγνοώντας εγκληματικά τον κίνδυνο που αντιμετώπιζε η αλύτρωτη βόρεια μικρή Πατρίδα.

Στις 20 Ιουλίου 1903 ξεκίνησε η επονομαζόμενη εξέγερση του Ίλιντεν (δηλαδή του Προφήτη Ηλία) που οδήγησε στην κύρια και αιματηρότερη φάση του Μακεδονικού Αγώνα, που οπλισμένοι τσέτες κομιτατζήδες με τους βοεβόδες τους, προσβάλανε πατριαρχικές πόλεις και 22 κωμοπόλεις της Δυτικής κυρίως Μακεδονίας, με αποτέλεσμα να επιτεθούν τα τούρκικα στρατεύματα για να εκδικηθούν και να καταστρέψουν ολοκληρωτικά πατριαρχικά χωριά όπως το Κρούσοβο, το Άρμενσκο, το Ράκοβο κ.α. και να σκοτώσουν 2.000 Μακεδόνες. Ο πέλεκυς των τουρκικών εκδικήσεων έπεσε επί δικαίων και αδίκων αδιακρίτως. Οι κομιτατζήδες χτύπησαν τις πόλεις και τα χωριά της Μακεδονίας, αλλά πρόλαβαν και έφυγαν και τελικά από τα τουρκικά στρατεύματα και τους βαζιβουζούκους, την πλήρωσε το ελληνικό στοιχείο. Μέσα σε αυτά τα τραγικά γεγονότα δεκάδες ψυχωμένες Ελληνίδες σλαβόλαλες δασκάλες, όπως η Βελίκα Τράικου, τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν από τους κομιτατζήδες, με μόνες αιτίες την επιμονή τους να διδάσκουν με πάθος ελληνικά και τη δίψα τους για λευτεριά.

Οι ηρωίδες του μυθιστορήματος «Γυναίκες της μικρής Πατρίδας», η Αρετή η δασκάλα και η Φωτεινή η νοσοκόμα, είναι δύο από τις Ελληνίδες, φωτεινές πατριώτισσες, που επιτέλεσαν έργο αξιοθαύμαστο στη μικρή Πατρίδα, την Μακεδονία, αφυπνίζοντας την εθνική συνείδηση όχι μόνο των μαθητών αλλά και όλων των κατοίκων με επιμονή και σθένος, αγνοώντας τις απειλές των Βουλγάρων. Αγωνίζονταν να μεταδώσουν την πίστη και αισιοδοξία σε όλους τους δοκιμαζόμενους Έλληνες της Μακεδονίας και να εμψυχώσουν, να χαλυβδώσουν το εθνικό φρόνημα και να ξυπνήσουν το δυνατό αίσθημα, που έχουν όλοι οι καταπιεσμένοι, τον πόθο της λευτεριάς και του δίκιου.

Η Αρετή είχε έλθει από την Αθήνα, εθελόντρια να διδάξει σαν δασκάλα στο Ράκοβο, ένα χωριό κοντά στην Φλώρινα. Ήταν υιοθετημένη από βρεφοκομείο σε μια άγια, αξιόλογη και πλούσια οικογένεια της Αθήνας, την οικογένεια του Δημητρίου και της Καλλιόπης Λάσκαρη, είχε τελειώσει το Αρσάκειο, είχε ξάδελφο τον Ίδα, δηλαδή τον Ίωνα Δραγούμη τον αρχηγό της Μακεδονικής Άμυνας και είχε καλές σχέσεις με την φεμινίστρια κυρία Καλλιρρόη Παρρέν, που έβγαζε την «Εφημερίδα των Κυριών». Ο παππούς της ο Βασίλειος παραλίγο να καταστρέψει την ζωή της, αλλά με την βοήθεια της θείας και νονά της, της Ελισάβετ, που την στήριξε να εκπληρώσει τα σχέδιά της, τις αποφάσεις της, τα όνειρά της και να έχει ένα νόημα η ζωή της, βοηθώντας το Μακεδονικό Αγώνα. Φεύγει η Αρετή από την Αθήνα, από τα μικρά, τα ασήμαντα και τα τετριμμένα, τους αρραβώνες, τους περιπάτους στο Ζάππειο και στην οδό Ερμού, τις φλυαρίες στα σαλόνια και τα χάχανα στα ζαχαροπλαστεία και πάει στα δύσκολα και τα μεγαλειώδη. Στο χρέος και στο καθήκον. Να βοηθήσει τους Μακεδόνες αδελφούς της με όλες της τις δυνάμεις. Καλά τα άρματα, καλά και τα βόλια, αλλά πρώτα πρέπει να οπλίζεται η ψυχή κι έπειτα το χέρι. Γνωρίζει η Αρετή πώς στον αγώνα αυτόν, τα όπλα έρχονται μετά τα γράμματα, δίχως τα δεύτερα, τα πρώτα δεν έχουν καμία αξία. Ποιος θα βαστάξει τα άρματα και ποιος θα τα τιμήσει; Με ποια πίστη και ποια δύναμη; Με ποια ψυχή; Τα σχολεία και οι εκκλησίες ζυμώνουν την ψυχή των ανθρώπων. Δίχως αυτά θα πνιγόταν ο ηρωικός αγώνας των Μακεδόνων στην βουλγαρική λαίλαπα και στα αιματοβαμμένα βουλγαρικά κομιτάτα και τους οπλισμένους κομιτατζήδες. Ήταν το χρέος της Αρετής στην πατρίδα της, στη δοξασμένη και ιερή Μακεδονία και στο αλύτρωτο γένος.

Η Φωτεινή που έμαθε τις ιατρικές φροντίδες από τον πατέρα της που ήταν ιατρός στην Φιλιππούπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας, η φυγή τους και το κυνηγητό από την Ρωμυλία και το βραδινό πέρασμα του Σεϊτάν Κιοπρουσού, όταν περνούσαν την οροσειρά της Ροδόπης, εκείνο το βράδυ θα χάσει τον πολυαγαπημένο της μικρό αδελφό τον Ανεστάκη, από βουλγαρικές συμμορίες, που λυμαίνονταν την περιοχή. Η απώλεια, η θλίψη, η ανέχεια η δουλειά μετά στην Θεσσαλονίκη, θα γνωρίσει τον κύριο Χαρισίδη και θα εργαστεί στην κλινική του, θα σπουδάσει στο Ιταλικό νοσοκομείο, θα επισκέπτεται το καπνομάγαζο του κυρίου Μορδεχάι και το υφαντουργείο της Γαλλικής Εταιρείας, για να εξετάζει δωρεάν τα παιδιά και τις γυναίκες, όπου εργάζονται μέσα στις άσχημες συνθήκες, θα λάβει το δίπλωμα της νοσοκόμας, και τέλος θα αφιερωθεί και αυτή στον αγώνα που έδινε ο Ελληνισμός της Μακεδονίας και θα προσφέρει τις νοσοκομειακές και άλλες υπηρεσίες της σε ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Εκεί στην Θεσσαλονίκη η Φωτεινή θα γνωρίσει τον Κοσμά που εργάζεται στα καπνομάγαζα της πόλης και πάλευε στα εργατικά σωματεία, τις εργατικές ενώσεις και τις σοσιαλιστικές λέσχες, για να βελτιώσει τις συνθήκες εργασίας των εργαζομένων και τα ωράρια εργασίας και επίσης θα γνωρίσει τον κρητικό εθελοντή Μάνο Παπαδάκη, που βοηθούσε τους Μακεδόνες αγωνιστές και θα τους ερωτευτεί και τους δύο. Ώσπου μια μέρα θα βρεθεί μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα…
Ιστορίες, αφηγήσεις, μυθοπλασίες, πλοκές, αγώνες, έρωτες, κομιτάτα, τσέτες, εκτελέσεις, πυρπολήσεις, αμέτρητες θυσίες κι όλα αυτά σκηνοθετημένα με μια γλώσσα ακριβή, χαμηλόφωνη, ρεαλιστική.
Ένα βιβλίο που θα σας συνταράξει και θα σας αγγίξει. Διαβάστε το.

Ο ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ γεννήθηκε στα Δίκαια του Έβρου και κατοικεί στην Αθήνα. Έχει δημοσιεύσει δεκατέσσερα μυθιστορήματα ενηλίκων, ένα νεανικό μυθιστόρημα και δύο βιβλία για παιδιά πρώτης σχολικής ηλικίας, ενώ έχει συμμετάσχει σε τρεις συλλογές διηγημάτων. Ασχολείται επίσης με τη συγγραφή σεναρίων και θεατρικών έργων. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορεί και το πρώτο βιβλίο της σειράς ΤΑ ΚΟΥΛΟΥΒΑΧΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ με τίτλο Η ΧΑΜΕΝΗ ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ. Το μυθιστόρημά του ΟΙ ΕΦΤΑ ΟΥΡΑΝΟΙ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ τιμήθηκε με το Βραβείο Σύγχρονου Ελληνικού Μυθιστορήματος, ενώ ΤΟ ΑΣΤΡΟΛΟΥΛΟΥΔΟ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ με το Βραβείο Καλύτερου Έργου Μνήμης 2003-2004 στο πλαίσιο του 20ού Πανελλήνιου Συμποσίου Ποίησης και Πεζογραφίας. Επίσης, το μυθιστόρημα ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΛΗΣΜΟΝΙΑΣ ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Αναγνωστών – ΕΚΕΒΙ 2010, ενώ το ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ υποψήφιο για το ίδιο βραβείο το 2012, όπου και κατέλαβε τη δεύτερη θέση στις ψήφους των αναγνωστών και των Λεσχών Ανάγνωσης.
Ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου έχει γράψει και τα πολιτικά θρίλερ SΦΑΓΕΙΟ SΑΛΟΝΙΚΗΣ και ΜΑΥΡΗ ΑΥΓΗ με το ψευδώνυμο Θάνος Δραγούμης.