Ο συγγραφέας-φιλόλογος Μάνθος Σκαργιώτης, με το βιβλίο του «Στο δρόμο των αρωμάτων», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, μας μεταφέρει νοερά στην εποχή της τουρκοκρατίας, μέσα από την αναζήτηση του πρωταγωνιστή του Κωνσταντίνου Ντούλα, της εκπλήρωσης της τελευταίας επιθυμίας του νεκρού πατέρα του για την ανάπαυση της ψυχής του.
Οι απίστευτες περιπέτειες που καλείται να αντιμετωπίσει, οι ατέλειωτοι κίνδυνοι, η εναγώνια αναζήτηση της αλήθειας που όλοι προσπαθούν να του κρύψουν, μέσα από λέξεις πραγματικές εικόνες, μεταφέρουν τον αναγνώστη στην εποχή που η ζωή δεν είχε καμία απολύτως σημασία, τα φρικαλέα εγκλήματα γινόντουσαν με αυτόπτες μάρτυρες προς γνώση και συμμόρφωση και μόνο ο παράγων τύχη αλλά και η σφοδρή πίστη πως θα κατάφερνε να φτάσει την αλήθεια οδηγούσαν τα βήματά του.

– Κύριε Σκαργιώτη, το γεγονός ότι είστε φιλόλογος, και έχετε μελετήσει την ιστορία, πόσο σας επηρέασε στο να αναζητήσετε την βαθύτερη αλήθεια των όσων διαδραματίστηκαν κατά την εποχή της τουρκοκρατίας και δεν καταγράφονται από τα βιβλία που διδασκόμαστε στα σχολεία;

Ο φιλόλογος, κυρία Ιωάννου, (όπως και πολλοί άλλοι) γνωρίζει ότι στην Ιστορία υπάρχουν διαφορετικές «αλήθειες» για το ίδιο γεγονός. Είναι φυσικό αυτές οι «αλήθειες» να κάνουν κι εμένα επιφυλακτικό μπροστά σε οτιδήποτε βρίσκω στα ιστορικά βιβλία, σχολικά ή όχι. Γι’ αυτό, κατά τη συγγραφή του μυθιστορήματος «Στο δρόμο των αρωμάτων», αφού παρόπλισα τις όποιες συναισθηματικές εξαρτήσεις από την τουρκοκρατία, ερεύνησα την εποχή που με ενδιέφερε με ιδιαίτερη προσοχή. Κατέφυγα στις πιο έγκυρες πηγές, διασταύρωσα πληροφορίες, τις αξιολόγησα και κατόπιν τις έβαλα, όσες φυσικά χρειάζονταν, στο υπόστρωμα της αφήγησης, ώστε να διαμορφωθεί το κατάλληλο μυθιστορηματικό περιβάλλον. Κι αυτό ήταν μια δουλειά κουραστική βέβαια, αλλά ελκυστική. Γιατί ανακάλυπτα πράγματα τα οποία δεν γνώριζα ή τα γνώριζα εντελώς επιφανειακά ή θολά. Κι άλλα που για ευνόητους λόγους δεν καταγράφονται, όπως είπατε, στα σχολικά βιβλία. Δεν αναφέρεται, για παράδειγμα, πουθενά ότι οι πειρατές και οι δουλέμποροι συνεργάζονταν με μοναχούς καθολικών αλλά και ορθόδοξων μοναστηριών. Δεν ξέρω αν αυτό είναι αμελητέα λεπτομέρεια. Να προσθέσω εδώ πως, πέραν της καθαρόαιμης ιστορίας, χρειάστηκε να μελετήσω και λαογραφία, θρησκειολογία, μυθολογία, εθνογραφία, τις δομές της καθημερινής ζωής κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, όσα δηλαδή σχετίζονται με το ιστορικό γίγνεσθαι εκείνης της εποχής.

– Γεννηθήκατε στα Γιάννενα, και φαντάζομαι οι ιστορίες που από μικρός ακούγατε είχαν μέσα τους τα όσα οι πρόγονοί σας πέρασαν στην διάρκεια της αιματοβαμμένης εκείνης εποχής. Υπάρχουν βιώματα ανθρώπων δικών σας που να σας έχουν διηγηθεί μέσα στο βιβλίο σας;

Συγκεκριμένα, σε χωριό των Ιωαννίνων γεννήθηκα, Μονολίθι λέγεται… Οι διηγήσεις των γονιών μου (οι παππούδες δυστυχώς είχαν φύγει όταν ήμουν πολύ μικρός) αναφέρονταν κυρίως στα βιώματά τους κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου. Ήταν τόσο πολλά τα όσα έζησαν τότε, που δεν τους άφηναν τόπο για παλιότερες ιστορίες. Τις παλιότερες τις άκουγα εντελώς σποραδικά, δοθείσης ευκαιρίας που λέμε. Δηλαδή με αφορμή κάποιο τοπωνύμιο (π.χ. Προσκύνημα – «εδώ προσκύνησε ο Πατροκοσμάς», η Βρύση του αγά – «χτίστηκε με διαταγή του Τούρκου»), ένα καλντερίμι, το γεφύρι της Πλάκας, ένα μοναστήρι, κάποια λέξη (μεϊντάνι, καρακόλι, τσαούσης, οντάς), μια σπηλιά, ένα πλάτωμα («εδώ έγινε μάχη»), ένα γέρικο πλατάνι («εδώ κρέμασαν ραγιά») κ.λπ. Τα πράγματα, βλέπετε, στις απόμερες περιοχές αλλάζουν πολύ αργά (κάποια δεν αλλάζουν ποτέ). Ως εκ τούτου, πάνω τους παραμένει γραμμένη η παλιά αλήθεια τους. Μια αλήθεια που είναι σχεδόν πάντα συνυφασμένη με το θρύλο. Εντέλει, θα `λεγε κανείς ότι, και τώρα ακόμη, κάθε πέτρα και κάθε σπιθαμή γης της «ασυγχρόνιστης» Ελλάδας έχει να μας πει μια ιστορία από την τουρκοκρατία. Αν σκύψουμε, θα την ακούσουμε.

– Επιλέξατε να ασχοληθείτε με ένα μύθο (ή πραγματικότητα) όπως είναι το γεφύρι της Άρτας και την ιστορία σχετικά με την θεμελίωση του γεφυριού. Επεκταθήκατε όμως και έξω από τα δικά μας σύνορα, μεταφέροντάς μας αντίστοιχες ιστορίες σε εδάφη οθωμανικής κυριαρχίας. Παραθέτετε μάλιστα στην αρχή του βιβλίου σας και ιστορικά ντοκουμέντα ότι συνέβαιναν τέτοια πράγματα. Πού υπάρχει η αλήθεια και πού ο μύθος;

Ανθρωποθυσίες γίνονταν πάντα. Το αναφέρουν αρχαίες ελληνικές, μεσαιωνικές και νεότερες παραδόσεις. Στην Ιαπωνία, μέχρι τον 17ο αιώνα – γράφει ο Γεώργιος Μέγας, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός – όταν χτίζονταν τείχη, ένας υπηρέτης του βασιλιά παρακαλούσε να τον θάψουν ζωντανό στα θεμέλια. Τη λαϊκή δοξασία πάνω στην οποία στηρίζεται μια τόσο φριχτή πράξη την προσδιορίζει ο Ν. Γ. Πολίτης στο βιβλίο του Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού: Η ψυχή του εντοιχισμένου, αφού εγκαταλείψει το σώμα, αποκτά υπεράνθρωπες δυνάμεις και προστατεύει το οικοδόμημα από οποιαδήποτε απειλή. Έτσι το κτίσμα στεριώνει και είναι για πάντα προστατευμένο. Υπάρχει και άλλη δοξασία: Μια υπερφυσική δύναμη (στοιχειό ή δράκος) αντιμάχεται τους ανθρώπους όταν αυτοί μπαίνουν σε περιοχές της δικαιοδοσίας της. Το στοιχειό ή ο δράκος θα εξευμενιστούν μόνο με ανθρωποθυσία. Αυτές οι δοξασίες ίσχυαν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, όπου και, πράγματι, γίνονταν ανθρώπινες θυσίες. Και μάλιστα μέχρι τους τελευταίους αιώνες. Στο γεφύρι της Πλάκας, που χτίστηκε το 1866 (και γκρεμίστηκε την 1-2-2015), λένε πως θυσίασαν μια αλαφροΐσκιωτη από το διπλανό χωριό, το Μονολίθι. Δεν αποκλείεται να είχε συμβεί και στο γεφύρι της Άρτας η θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα. Όχι όταν θεμελιώθηκε για πρώτη φορά το γεφύρι (αυτό έγινε στα χρόνια του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου), αλλά όταν έπεσε η μεγάλη καμάρα και ξαναχτίστηκε γύρω στα 1605.

– Αξιοσημείωτο είναι επίσης στο βιβλίο σας, ο χειρισμός της γλώσσας, της τοπικής διαλέκτου με λέξεις άγνωστες στους νεότερους, που σίγουρα πλέον έχουν χαθεί στη λήθη του χρόνου. Προσπαθήσατε με τον τρόπο αυτό να μας γνωρίσετε τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας, είναι κάτι που αναπολείτε και θα επιθυμούσατε να συνεχιστεί ώστε να μη χαθεί αυτή η τόσο όμορφη και πλούσια διάλεκτος;

Χρησιμοποίησα στους διαλόγους και στο κείμενο του Κωσταντίνου (του βασικού ήρωα που αφηγήθηκε μόνος του ένα μέρος του ταξιδιού) το ύφος της εποχής. Όσες λέξεις ή φράσεις δεν γίνονται κατανοητές από τα συμφραζόμενα εξηγούνται με υποσέλιδες σημειώσεις. Αν έτσι φάνηκε ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας, με χαροποιεί. Δεν ήταν όμως αυτοσκοπός. Εκείνο που ήθελα ήταν να διαμορφωθεί η ατμόσφαιρα, ώστε να κατανοήσει ο αναγνώστης όλες τις πτυχές του μυθιστορήματος και να νιώσει την εποχή εκείνη. Αν αναπολώ την τοπική διάλεκτο; Τη θυμάμαι με αγάπη και συγκινούμαι όταν την ακούω. Γιατί εκείνες οι λέξεις είναι οχήματα που με φέρνουν στην παιδική αθωότητα και σε μια οριστικά χαμένη ομορφιά. Όμως δεν έχει νόημα, πιστεύω, να συνεχιστεί ο βίος τέτοιων ιδιωματισμών. Η γλώσσα μας είναι ζωντανός οργανισμός και ανανεώνεται, αφήνοντας πίσω «φωνές» που αναπολούμε. Αυτές οι ξεχασμένες «φωνές» γίνονται μέσα μας πιο γλυκές. Έτσι συνήθως συμβαίνει. Πολλά πράγματα στη ζωή μας, όταν πεθαίνουν, αποκτούν μεγαλύτερη συναισθηματική αξία για μας απ’ αυτή που είχαν εν ζωή. Δεν παύουν όμως να είναι πεθαμένα.

– Οι περιγραφές σας γύρω από τις φρικαλέες δολοφονίες, τον αργό και βασανιστικό θάνατο προκαλούν πραγματικά ανατριχίλα. Πόση αλήθεια κρύβεται σε αυτές τις περιγραφές και πόση φαντασία;

Τα τσιγκέλια στο λιμάνι της Χίου, τα βασανιστήρια στα δουλεμπορικά καράβια, η φοβερή διελκυστίνδα με τα καραβόσκοινα στην Πάρο, η τμηματική και συνάμα περιπαικτική κατακρεούργηση στις φυλακές της Τραπεζούντας, το γδάρσιμο ζωντανών ανθρώπων ήταν οι συνήθεις τρόποι τιμωρίας και εκτέλεσης. Η δική μου λογοτεχνική παρέμβαση ήταν να κάνω την κατά δύναμη περιγραφή μια εικόνας ή μιας απλής αναφοράς μορφών τιμωρίας που έβρισκα στις πηγές που χρησιμοποίησα. Πιστεύω όμως πως αυτή η περιγραφή, σε κάποιες περιπτώσεις, δεν αποδίδει στο ακέραιο εκείνες τις τρομακτικές στιγμές. Η φαντασία συχνά υστερεί απέναντι στην πραγματικότητα. Μακάρι να συνέβαινε το αντίθετο.

– Στο βιβλίο σας, «Στο δρόμο των αρωμάτων», αυτό που κυριαρχεί είναι η αναζήτηση της αλήθειας που ο πρωταγωνιστής σας έχει βάλει ως στόχο, αψηφώντας όλους τους κινδύνους, ορατούς και αόρατους, λογικούς και μη εξηγήσιμους. Από πού πήγαζε όλη αυτή η πίστη που είχε, μήπως η άγνοια από τη μία και η καλή του τύχη από την άλλη ήταν οι πραγματικοί συνοδοιπόροι του;

Μπορεί να ήταν αυτά που λέτε, αλλά πάνω από όλα υπήρχε το χρέος. Η τελευταία επιθυμία του ανθρώπου είναι ιερή. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για εντολή του πατέρα η οποία έχει ως αποδέκτη τον γιο. Με αυτή την εντολή ο γέρος ανακεφαλαίωσε ολόκληρη τη ζωή του, αφού πέθανε γιατί δεν άντεξε το χαμό των τριών θυγατέρων του. Αυτό το βάρος μπορεί να μην το ένιωσε αρχικά ο Κωσταντίνος. Όταν όμως έμαθε από τη μάνα το ένα από τα δυο φοβερά μυστικά του τάφου, τότε αυτό το χρέος – η επιθυμία του πατέρα – του έδωσε ασυνήθιστη δύναμη και τον εφοδίασε με κάθε όπλο που του ήταν απαραίτητο για να πραγματοποιήσει ένα τόσο δύσκολο και επικίνδυνο ταξίδι. Μην ξεχνάμε ότι υπάρχει μια αρχή που ισχύει είτε τη συνειδητοποιούμε είτε όχι: Όταν δεν τιμάς τη ζωή, σ’ εκδικείται ο θάνατος· όταν δεν τιμάς το θάνατο σ’ εκδικείται η ζωή. Γιατί η ζωή κι ο θάνατος, όπως είπε κάποια στιγμή ο παππούς Ονούρ (δευτερεύον πρόσωπο του μυθιστορήματος), είναι τα δυο χέρια της ίδιας αγκαλιάς. Όλα αυτά καθόρισαν τη στάση του Κωσταντίνου και έγιναν οι πραγματικοί συνοδοιπόροι του, όπως τους είπατε.

-Ο ήρωάς σας Διογένης λέει: «Αχ εσείς οι Έλληνες! Ή τρέχετε για να φτάσετε τους άλλους ή καρτερείτε για να σας φτάσουν οι άλλοι, δεν είστε ποτέ στην ώρα σας»… είναι αυτό μια διαπίστωση που ισχύει διαχρονικά για τον ελληνικό λαό πιστεύετε;

Η ιστορία αυτό διδάσκει. Ας δούμε το πρόσφατο παρελθόν. Κάποιοι φώναζαν από το 2000, ίσως και πιο μπροστά, ότι χρειάζονταν μέτρα για να σωθεί η οικονομία της χώρας μας. Όμως οι πολιτικοί μας υπολόγιζαν το εκλογικό κόστος κι άφηναν την κατάσταση να χειροτερεύει, ενώ γνώριζαν, τουλάχιστο οι νοήμονες απ’ αυτούς, ότι πάμε κατά γκρεμού. Τώρα την εγκληματική στάση τους την πληρώνουμε με ανεργία, φτώχεια, αυτοκτονίες, εθνική ταπείνωση. Αντίθετα, στα 1940, πολλοί από τους Έλληνες έτρεξαν για τα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας προτού καλά καλά πάρουν στα χέρια τους ή ακούσουν τη διαταγή στρατολόγησής τους. Αν πάμε δυο αιώνες πίσω, θα δούμε ότι τον Ιμπραήμ δεν τον σταματήσαμε έγκαιρα στη Μεθώνη, με αποτέλεσμα να κατακτηθεί η Πελοπόννησος και να κινδυνεύσει η Επανάσταση να σβήσει. Αντίθετα, δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν, οι Σπαρτιάτες δεν στάθηκαν έξω από την πόλη τους ή έστω στην Κόρινθο για να περιμένουν τους Πέρσες, αλλά έφτασαν στις Θερμοπύλες για να προστατεύσουν το χώμα τους πολεμώντας μαζί με τους άλλους Έλληνες εκεί. Αυτά είναι κάποια από τα άπειρα παραδείγματα από τα οποία φαίνεται πως ποτέ δεν είμαστε στην ώρα μας. Ή προηγούμαστε ή ακολουθούμε. Μέσα μας υπάρχει και ο Προμηθέας και ο Επιμηθέας. Εύκολα δηλαδή προνοούμε και προλαβαίνουμε τις συμφορές, το ίδιο εύκολα χρονοτριβούμε κι αδιαφορούμε για τα σημάδια του κακού. Ευχή και κατάρα. Αιώνες τώρα. Η πόλις, για να θυμηθούμε τον Καβάφη, μας ακολουθεί.

Σας ευχαριστώ θερμά και σας εύχομαι κάθε επιτυχία στο συγγραφικό σας έργο και κάθε ευτυχία στην προσωπική σας αναζήτηση!

Σας ευχαριστώ κι εγώ, κυρία Ιωάννου, κι εύχομαι ολόψυχα το ίδιο και σε σας.

Μάνθος Σκαργιώτης
Ο Μάνθος Σκαργιώτης γεννήθηκε στο χωριό Μονολίθι Ιωαννίνων το 1952. Σπούδασε φιλολογία. Ζει στην Αθήνα. Έχει εκδώσει επτά μυθιστορήματα και δυο ποιητικές συλλογές. Ποιήματά του περιλαμβάνονται σε ανθολογίες. Δημοσίευσε εισαγωγικές μελέτες για έργα του Κ. Θεοτόκη, του Κ. Κρυστάλλη και του Γιώργου Κοτζιούλα, καθώς και πορτρέτα ηπειρωτών δημιουργών. Αφηγήματά του είναι δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά.

Η εργογραφία του αναλυτικά
Μυθιστορήματα: Το λαθραίο (Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991), Ουδέτερη Ζώνη (Κέδρος, Αθήνα 1995), Η αλάνα με τις ακονόπετρες (Δωρικός, Αθήνα 1995), Δώδεκα μήνες, δεκατρία φεγγάρια (Εμπειρία Εκδοτική, Αθήνα 2001), Το παρελθόν επιστρέφει από τον άλλο δρόμο (Εμπειρία Εκδοτική, Αθήνα 2004), Ένα κλειδί, τρεις πόρτες (Μεταίχμιο, Αθήνα 2009), Στο δρόμο των αρωμάτων (Διόπτρα, Αθήνα 2015).
Ποιήματα: Ματωμένοι σάρακες (Κριτήριο, Αθήνα 1974), Στο ρυθμό της Κύπρου (ιδιωτ. έκδοση, Γιάννινα 1978).

sto dromo ton aromaton

Λίγα λόγια για το βιβλίο

Στο δρόμο των αρωμάτων

“Τι έχω αδερφό στην ξενιτιά μη λάχει και περάσει”. Με το που γυρίζει από τα μακρινά ξένα ο Κωσταντίνος Ντούλας ξορκίζεται να εκτελέσει την τελευταία επιθυμία του νεκρού πατέρα του. Πριν από μερικά χρόνια οι τρεις αδερφές του είχαν θυσιαστεί για να στεριώσουν τρία ονομαστά γεφύρια: του Δούναβη, του Ευφράτη και της Άρτας. Ο πατέρας του δεν θα βρει αναπαμό, αν ο Κωσταντίνος δεν πάει στα τρία γεφύρια για να φέρει από εκεί λίγο ασβέστη και λίγο χώμα. Ο δρόμος του απ’ την Ήπειρο ως τη Μεσοποταμία και τις παραδουνάβιες χώρες είναι στρωμένος με περιπέτειες και κινδύνους. Πειρατές, δουλέμποροι, θεομπαίχτες καλόγεροι, αιχμαλωσίες, καμηλιέρηδες, περιστασιακοί έρωτες, ληστές, βεδουίνοι, ιεροφάντες, σύντομες μα βαθιές φιλίες, μάγοι, φοβισμένα στόματα, αδυσώπητες αναμετρήσεις, δερβίσηδες, ανατολίτικη λαγνεία, σκοτεινές ιεροτελεστίες, τεκέδες, απαγωγές, αφιλόξενες στέπες? και μέσα σ’ όλα μια αγάπη αναμμένο κάρβουνο κάτω απ’ τη στάχτη. Ακόμα όμως κι αν καταφέρει να γλιτώσει και γυρίσει πίσω στη μικρή πατρίδα του, τον περιμένουν ο δήμιος για ένα έγκλημα που διαπράχτηκε τη μέρα της αναχώρησής του, ο προδότης της παιδικής φιλίας, η μάνα στην άκρη του γκρεμού κι η αρραβωνιαστικιά του ριγμένη ανάμεσα σε σφυρί και αμόνι.