Ένας φασίστας σιγοπίνει σε κάβα σκοτεινή, στα «Ξύδια του Γκιούλιβερ». Πίνει ώσπου ο ίδιος εγκαταλείπει τον εαυτό του. Ζει δυο άλλες ζωές: Ως Διονύσης, μεγαλώνει στην επαρχία, ερωτεύεται αγόρια, συγκρούεται με τον κακοποιητικό πατέρα του, πόλεμος στο σχολείο, πάει στον στρατό και στο τέλος καταλήγει με νταβατζή στην πορνεία με πελάτες στην πιάτσα· ως Αριάδνη, μεγαλώνει σε ένα σπίτι κλειστό, γυρίζει τους ψυχιάτρους και τις κλινικές και διατηρεί μια πληθωρική ερωτική ζωή. Είναι δυο ζωές στο περιθώριο, ζωές ξένες που όμως συνδέονται – τόσο με τη ζωή του φασίστα, όσο και μεταξύ τους.


Ήταν όλοι εκεί, οι χαρακτήρες του βιβλίου, στα «Ξύδια του Γκιούλιβερ», στην κάβα του αδελφού του Διονύση: Ήταν εκεί ο γκέι Διονύσης κι οι γονείς του κι ο καθηγητής κι ο Αλέξης και τ΄ αδέσποτα κι ο Θάνος κι ο λοχίας κι ο Βλάσσης και τ΄ αγοράκια κι οι πελάτες τους κι ο νταβατζής τους και τα παιδιά του Δίτομου κι η Αριάδνη κι η μάνα της κι οι εραστές γιατροί της κι ο Στέλιος και το ξανθό το αγόρι κι οι φανταστικοί φασίστες και οι πραγματικοί φασίστες κι οι πνιγμένοι κι οι πόρνες κι οι νεκροί κι οι λιλουπουτιανοί καπνοί και ο Βαρθολομαίος.
Μια κοινωνία ως παγίδα: θέλουνε όλοι να σε βάλουν στο δικό τους σύστημα κανόνων, να σε τυλίξουν με τους λαμπρούς κορσέδες τους, να σε πλάσουν και να σε διαμορφώσουν και να σου μάθουν τι επιτρέπεται και τι επιβάλλεται και γιατί;


Όλοι θέλουν να σε καταναλώσουν, θέλουν να σε κάνουνε αυτήν που θέλουν να σαι, να σε ονοματίσουν κι ύστερα να σε σβήσουν, κλέβουν τις δυνάμεις σου για να χορτάσουν μα δεν χορταίνουνε ποτέ. Τρώνε το κορμί σου μέχρι να μη μείνει τίποτα, μέχρι να μείνει μόνο το ελάχιστο δυνατόν για να επουλωθείς και να επιστρέψεις και σε σκίσουνε ξανά. Γιατί πρόκειται για τέρατα. Κανίβαλους .Βαμπίρ.
Δεν μπορείς να ξεφύγεις, είναι η καταναλωτική αρχή-ό,τι τους δίνεις σαπίζει φιλί των βρυκολάκων. Ανώφελα τα πάντα. Είναι όλα παγίδα, ένα παιχνίδι στημένο, μια φάρσα των νεκρών: Θάνατος παντού, και άμα παίξεις χάνεις.
Άμα η κοινωνία είναι παγίδα , το στοίχημα είναι η φυγή, το στοίχημα είναι να ξεφύγεις, να δραπετεύσεις, να το σκάσεις, να πετάξεις μακριά, να εκκενώσεις το κλουβί, να εγκαταλείψεις τα φρικιαστικά κτίσματα, να φύγεις νύχτα σαν κλέφτης χαράσσοντας μια άγνωστη πορεία μες΄ από τις ερήμους. Θα διασχίσω τα όρια, θα΄ χω τη θλίψη μου για όπλο, στήστε παγίδες εσείς, χτίστε φυλακές, η θλίψη μου πέφτει φωτιά στις καθημερινές σας θυσίες, γκρεμίζει τα παλάτια σας κι αδειάζει τις αίθουσές σας, η θλίψη μου σας παίρνει την μπουκιά απ΄ το στόμα γιατί εσείς δαγκώνετε το χέρι που σας ταΐζει. Τέλος.
Τελικά κατάλαβα ότι όλη η κοινωνία είναι ένας πόλεμος, η κάθε στιγμή μια μάχη. Πόλεμος στο σπίτι (το χέρι του πατέρα μου βρίσκει το πρόσωπό μου), πόλεμος στο σχολείο (ασάλευτη βία κάνει το σώμα κούτσουρο), πόλεμος στη δουλειά (αντικατοπτρισμοί κοκάλινοι, πτώση μέσα στην πείνα), ο πόλεμος στον στρατό κι ο πόλεμος στην πιάτσα («πάρ΄ τ΄ ανώμαλη», πλήγιασε και ψόφα). Όλη μου τη ζωή με μάτωναν, όλοι με πολεμούσαν.


Το έκαναν επίτηδες, ήταν συνεννοημένοι, ο πατέρας μου με τον καθηγητή και τους λοχίες, ο Βλάσσης, ο Αλέξης, ο νταβατζής κι ο Βαρθολομαίος, ήτανε όλοι μαζί, κομμάτια του ίδιου συστήματος ,χέρια σε συνωμοσία, μια διψασμένη διμοιρία που πάει να μ΄ εξοντώσει. Μου την είχανε στημένη εξ αρχής.
Όλος ο κόσμος πόλεμος, όλη η κοινωνία, μια διαχωριστική γραμμή ορίζει την κάθε διάταξη σωμάτων, οι μεν τρώνε τους δε σ΄ ασύμμετρες συγκρούσεις. Είναι πάντα πόλεμος, εμφύλια διαμάχη, ακόμα κι όταν δεν φαίνεται, ειδικά όταν δεν φαίνεται…
Μια ιστορία φυγής και διεκδίκησης ελευθερίας από την σκληρότητα της πραγματικότητας.
Μια ιστορία τρυφερή, αδιέξοδη, παθιασμένη δύο νέων καταπιεσμένων από την οικογένεια και την κοινωνία, αλλά με την ένταση του αγριμιού και το πάθος της δημιουργίας.
Ένα βιβλίο παρατήρησης με εικόνες που από τη μια κόβουν την ανάσα, από την άλλη ζεσταίνουν την ψυχή και προβάλλουν έναν τρόπο ζωής τόσο μακριά και τόσο κοντά μας, όσο κοντά βρίσκονται το φως και το σκοτάδι, η φωτιά κι ο πάγος.


Ένα βιβλίο για τον καταναλωτισμό, τη σεξουαλικότητα, την δυνατότητα απελευθέρωσης, τη σχέση με την επιθυμία και τον φασισμό: όχι μόνο τον φασισμό των κρατών και των ομάδων, αλλά επίσης τον φασισμό της καθημερινής ζωής, τον φασισμό που ριζώνει στα σώματα και στους έρωτές μας, εκείνον που μας κάνει να αγαπάμε τις αλυσίδες μας και να επιθυμούμε ό,τι μας αρρωσταίνει…


Ο Χάρης Καλαΐτζίδης γεννήθηκε το 1999 στην Αθήνα. Είναι κάτοχος πτυχίου Κοινωνιολογίας από το Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ και μεταπτυχιακού διπλώματος στην Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία από το Πανεπιστήμιο του Royal Holloway.Θεωρητικά και πολιτικά κείμενα έχουν δημοσιευτεί στα Misfit τχ.3: Αφιέρωμα στους Ντελέζ και Γκατταρί, Αποκλίσεις και Συνηχήσεις: Εισαγωγή στο έργο του Ζιλ Ντελέζ ,The Cabridge journal of Political Affairs και Η Τέχνη ως πολεμική μηχανή .Σήμερα ζει και γράφει στην Αθήνα. «Η πολεμική μηχανή» είναι το πρώτο του βιβλίο.