Εκδόσεις GUTENBERG
Μετφρ: Παναγιώτης Κεχαγιάς

Ο Γουίλιαμ Φόκνερ, ένας από τους πιο διακεκριμένους συγγραφείς στην ιστορία της αμερικανικής λογοτεχνίας – τιμήθηκε με Νόμπελ το 1949, με δύο Πούλιτζερ και δύο Εθνικά Βραβεία Βιβλίου – έγραψε το τρίτο κατά σειρά μυθιστόρημά του “Καθώς ψυχορραγώ” ( As I Lay Dying ) το καλοκαίρι του 1929 καθώς εργαζόταν ως νυχτοφύλακας στον ηλεκτρικό σταθμό του Πανεπιστημίου του Μισισιπή, δουλεύοντας τα χειρόγραφά του από τα μεσάνυχτα ως τις τέσσερις το πρωί και ολοκληρώνοντάς το όπως λέγεται μέσα σε έξι εβδομάδες.


Το βιβλίο εκδόθηκε στην Αμερική την επόμενη χρονιά διχάζοντας το αναγνωστικό κοινό, σήμερα όμως θεωρείται ένα από τα λογοτεχνικά αριστουργήματα του 20ου αιώνα.
Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1970 από τις εκδόσεις Κέδρος σε μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα ενώ πενήντα τρία χρόνια μετά (2023) το συμπεριέλαβε ο εκδοτικός οίκος GUTENBERG στη σειρά ORBIS LITERAE- EDITIO MINOR σε επικαιροποιημένη μετάφραση του Παναγιώτη Κεχαγιά και με σημειολογικό εξώφυλλο που απεικονίζει εικαστική δημιουργία Αμερικανού ζωγράφου του δέκατου ένατου αιώνα. (Enoch Wood Perry, Talking It Over, 1872).


Η μυθιστορία διαδραματίζεται σε μια φανταστική αγροτική περιοχή (Γιοκναπατάουφα) του Μισισιπή και αφηγείται το δραματικό ταξίδι της φτωχής οικογένειας των Μπάντρεν προκειμένου τα παιδιά – τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι – και ο σύζυγος της Άντι που ψυχορραγεί να εκπληρώσουν την επιθυμία της να ταφεί στο Τζέφερσον, τον τόπο καταγωγής της.
Εν μέσω κακοκαιρίας, μέσα από χίλιες περιπέτειες, – ποτάμια που πλημυρίζουν, σπασμένες γέφυρες, κινδύνους αλλά και τραγελαφικά περιστατικά – όπου ξεδιπλώνονται η ανέχεια και ο ζόφος του μετεμφυλιακού Νότου, φτάνουν στον προορισμό τους έχοντας όμως αποκαλύψει ο καθένας στοχασμούς, μύχιες σκέψεις, μυστικά ανείπωτα και σκοτεινές πλευρές του χαρακτήρα τους.
Η γνωριμία με την παραδοξότητα της γραφής του Φόκνερ ξεκινά ήδη από τον τίτλο του μυθιστορήματος καθώς αυτός αναφέρεται προφανώς στη φωνή της μητέρας, η οποία ωστόσο είναι νεκρή στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας και συνεχίζεται με την περίπλοκη δομή σε πενήντα εννέα κεφάλαια στα οποία δεκαπέντε αφηγηματικές φωνές-χαρακτήρες εναλλάσσονται και καταθέτουν σε πρώτο πρόσωπο τη δική τους εμπειρία και υποκειμενική οπτική της αλήθειας.


Η οικογένεια ζει στον μικρόκοσμό της, μακριά από τον αστικό πολιτισμό, σε στενή επαφή με τη γη, τα ζώα, τα στοιχεία της φύσης και τα ποικίλα φυσικά φαινόμενα.
Η ετοιμοθάνατη Άντι είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι δίπλα στο παράθυρο από όπου, με όσο κουράγιο τής έχει απομείνει, επιτηρεί τον γιο της, ικανό ξυλουργό, να μαστορεύει στην αυλή το κιβούρι που θα την ταξιδέψει στην γενέθλια γη.

➖ [ … Όπως τα ποτάμια μας, έτσι και η γη μας: θολή, αργή, άγρια• δίνει σχήμα και πνοή στη ζωή των ανθρώπων κατ’ εικόνα και ομοίωσή της, σκυθρωπή κι αδυσώπητη.]
➖ “Χρειάζονται δύο για να σε φτιάξουν, κι ένας για να πεθάνεις. Έτσι θα τελειώσει ο κόσμος“.

Το μυθιστόρημα αποπνέει φτώχεια, μόχθο και ιδρώτα, δίνοντας συγχρόνως πληροφορίες για τα έθιμα, τους χαρακτήρες, το φυσικό περιβάλλον καθώς και για τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στον αμερικανικό Νότο κατά τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα.


➖ “τον βλέπω, (σημ:τον δρόμο) φτάνει μέχρι το κατώφλι του σπιτιού μου, εκεί όπου κάθε λογής κακοτυχία που περνοδιαβαίνει θα πέσει πάνω του θέλει δεν θέλει.[……] Οι δρόμοι δεν φέρνουν καλοτυχία, γιατί ο Θεός τους έφτιαξε για να ταξιδεύουμε, γι’ αυτό τους άπλωσε στο χώμα και τους έκανε ένα με τη γη”. (Σημ: ο μεταφυσικός φόβος του συζύγου)

Το καινοφανές στοιχείο της γραφής του Φόκνερ συνίσταται στο ότι δεν δίνει στον αναγνώστη πληροφορίες έτοιμες, τα σκηνικά διάδρασης των ηρώων δεν περιγράφονται, οι ίδιοι οι χαρακτήρες δεν συστήνονται, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να μπαίνει στη διαδικασία ανακάλυψης εντελώς μόνος, επιστρατεύοντας βαθιά, στοχαστική ανάγνωση και συσχετίζοντας χρόνους, άτομα, διαλόγους και συμπεριφορές.
Η πλοκή του μυθιστορήματος δεν αφορά αυτές καθαυτές τις συνθήκες του ταξιδιού προς το Τζέφερσον, αλλά αντ’ αυτού, επικεντρώνεται στην εμπειρία του θανάτου και στον διαφορετικό τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας από τον κάθε χαρακτήρα. Με αυτό τον τρόπο ο αναγνώστης προσεγγίζει την υποκειμενική αφήγηση και διαφορετική αντίληψη της αλήθειας του κάθε χαρακτήρα μπροστά στο ίδιο γεγονός και δεν είναι ποτέ σίγουρος για την πραγματικότητα. Ο συγγραφέας έντεχνα του στερεί αντικειμενικά στοιχεία πληροφόρησης οδηγώντας τον έτσι σε συνδυαστική σκέψη καθώς οι ήρωες είναι πάντα ένα βήμα μπροστά, γνωρίζουν περισσότερα από τον ίδιο και αυτοί επιλέγουν τον ρυθμό της πληροφόρησης.
Οι σαφείς διαφορές των αφηγήσεων του ίδιου γεγονότος υποδηλώνουν την υποκειμενικότητα της αλήθειας – κάθε ήρωας θέλει να φτάσει στο Τζέφερσον για προσωπικό του λόγο – και αυτό που βλέπει ο καθένας είναι η αντανάκλαση της δικής του εμπειρίας και ψυχικής κατάστασης.

➖ “Γεννηθήτω το θέλημά του… τώρα θα μπορέσω να βάλω επιτέλους μασέλα…
➖”Η μαμά μου είναι ψάρι…
➖[ Θυμάμαι πως όταν ήμουν νέος πίστευα ότι ο θάνατος είναι ένα φαινόμενο σωματικό• τώρα ξέρω ότι είναι απλώς μία λειτουργία του νου και μάλιστα του νου όσων μένουν πίσω. Οι μηδενιστές λένε ότι είναι το τέλος• οι θρησκόληπτοι ότι είναι η αρχή• ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μονάχα ένας νοικάρης ή μία οικογένεια που αφήνει πίσω ένα σπίτι ή μία πόλη.]

Ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός της ιστορίας μέσα από την διαφορά δυναμικής στις σχέσεις των μελών της οικογένειας, από τους γείτονες, τις συνθήκες και τους τόπους της νεκρώσιμης πορείας, αλλά και από τους στοχασμούς των ταραγμένων μελών της οικογένειας καθώς τους προσεγγίζει ο θάνατος της αγαπημένης μητέρας, της οποίας ο ιδιαίτερος, δυναμικός χαρακτήρας “χρωματίζει” όλο το μυθιστόρημα.

➖ [Έζησε, μία γυναίκα μόνη, κατάμονη με την υπερηφάνεια της, πασχίζοντας να κάνει τους άλλους να πιστέψουν πως τα πράματα ήταν διαφορετικά, κρύβοντας το γεγονός ότι οι δικοί της απλά την ανέχονταν, γιατί δεν πρόλαβε να κρυώσει μέσα στην κάσα πριν τη σύρουν εξήντα χιλιόμετρα μακριά για να τη θάψουν, …….]
➖ “Όσοι νομίζουν πως η αμαρτία είναι μόνο λόγια, πιστεύουν πως και η σωτηρία πάλι λόγια είναι“.

Στις 280 σελίδες του, το “Καθώς ψυχορραγώ” είναι ένα βιβλίο που παίζει με το μυαλό του αναγνώστη καθώς μέχρι την τελευταία πρόταση σπέρνει ερωτήματα και αμφιβολίες: η αλήθεια είναι μία ή έχει πολλά πρόσωπα ανάλογα με τη ματιά;
Υπόσχεση, θάνατος, ταφή, κρυφές επιθυμίες, έρωτας, εκδίκηση, ανθρώπινες σχέσεις στα όρια, επανεκκίνηση, συνθέτουν το ύψιστης αξίας ανάγλυφο του βιβλίου!
▪️ Εύσημα πρέπει να αποδοθούν στον μεταφραστή καθώς χωρίς την δική του προσέγγιση και εμβάθυνση δεν θα ήταν κατανοητό το συνολικό πνεύμα της ιδιαίτερης γραφής.
▪️Πολύ χρήσιμες είναι και οι σημειώσεις στο τέλος της υπέροχης έκδοσης.
◾Ένα απαιτητικό, επιδραστικό βιβλίο που αξιώνεται πολλαπλών αναγνώσεων!

◾ Βιογραφικό
William Faulkner
Ο Γουίλιαμ Φώκνερ γεννήθηκε -ως William Cuthbert Falkner- στο New Albany κοντά στην Οξφόρδη της Πολιτείας του Μισισιπή το 1897. Παρόλο που ο προπάππος του ήταν συνταγματάρχης και σπουδαία φυσιογνωμία του αμερικανικού Νότου, ο Φώκνερ δεν έγινε δεκτός στο στρατό όταν η Αμερική μπήκε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Λίγο αργότερα, κατάφερε να καταταγεί στην καναδική και, στη συνέχεια, στη βρετανική βασιλική αεροπορία, και μετά τον πόλεμο φοίτησε για ένα διάστημα στο Πανεπιστήμιο του Μισισιπή. Εγκατέλειψε τις σπουδές του -ήταν, εξάλλου, μετριότατος φοιτητής- και ασχολήθηκε με δουλειές του ποδαριού, ανάμεσά τους ένα βιβλιοπωλείο στη Νέα Υόρκη και μια μικρή εφημερίδα στη Νέα Ορλεάνη, όπου το 1924 ο φίλος του Φιλ Στόουν φρόντισε να εκδοθεί σε 1.000 αντίτυπα η συλλογή ποιημάτων του “The Marble Faun” (“Ο μαρμάρινος φαύνος”). Στη Νέα Ορλεάνη γνωρίστηκε με έναν κύκλο λογοτεχνών στον οποίο συμμετείχε ο Σέργουντ Άντερσον, που τον ενθάρρυνε να στραφεί στην πεζογραφία, κι έτσι γεννήθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα, “Soldiers’ Pay” (“Η πληρωμή του στρατιώτη”), που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Boni and Liveright το 1926. Το 1929 παντρεύτηκε κι έπιασε δουλειά, νυχτερινή βάρδια, στην τροφοδοσία ενός τοπικού ηλεκτρικού σταθμού. Εκείνο το διάστημα, μέσα σε έξι βδομάδες του καλοκαιριού, από τα μεσάνυχτα ως τις τέσσερις το πρωί, γεννήθηκε το “As I Lay Dying” (“Καθώς ψυχορραγώ”), που κυκλοφόρησε την αμέσως επόμενη χρονιά (1930). Ακολούθησε το “Sanctuary” (“Άδυτο”, 1931) και κάποια σενάρια για το Χόλυγουντ (μεταξύ των οποίων το “Today we Live” του Χάουαρντ Χωκς, 1933, πάνω σ’ ένα δικό του διήγημα, και αργότερα οι διασκευές του “Μεγάλου ύπνου” του Ρ. Τσάντλερ, στην ομότιτλη μεταφορά με πρωταγωνιστές τον Χ. Μπόγκαρτ και τη Λ. Μπακόλ, καθώς και του “Να έχεις και να μην έχεις” του Χέμινγουεϊ), μια και οι πωλήσεις των βιβλίων του ήταν ασήμαντες. Αν και αναγνωρισμένος συγγραφέας, ο Φώκνερ πέρασε βασανισμένη ζωή βυθισμένος στον αλκοολισμό και την κατάθλιψη. Στον κόσμο του, παρά την επικέντρωση στον αμερικανικό νότο, η αφήγηση προσλαμβάνει οικουμενική σημασία ως στάση απέναντι στο ανθρώπινο πεπρωμένο και σε προβλήματα όπως οι φυλετικές διακρίσεις. Στα σημαντικότερα έργα του, που συχνά χαρακτηρίζονται από πειραματική γραφή, επηρεασμένη από την ευρωπαϊκή πρωτοπορία, συγκαταλέγονται και τα μυθιστορήματα “Mosquitos” (“Κουνούπια”), 1927, “Sartoris” (“Σαρτόρις”, με αρχικό τίτλο “Flags in the Dust”), 1929, “The Sound and the Fury” (“Η βουή και η μανία”), 1929, “Light in August” (“Φως τον Αύγουστο”), 1932, “Absalom, Absalom!” (“Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!”), 1936, “The Wild Palms” (“Άγρια Φοινικόδενδρα”), 1939, “The Hamlet” (“Το χωριουδάκι” -πρώτο μέρος της τριλογίας των Snope), 1940, “Requiem for a Nun” (“Ρέκβιεμ για μια μοναχή”), 1951, “The Town” (“Η πόλη”), 1957 και “The Mansion” (“Το Μέγαρο”), 1959 -δεύτερο και τρίτο μέρος της τριλογίας των Snope-, “The Reivers” (“Οι κλέφτες”), 1961, καθώς και περισσότερες από 80 συλλογές διηγημάτων. Το 1949 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1955 με το National Book Award και με το Pulitzer Prize for fiction (για το μυθιστόρημα “A Fable”), το 1962 με το Χρυσό Μετάλλιο Λογοτεχνίας της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων και -μετά θάνατον- για δεύτερη φορά με το Pulitzer Prize (για το μυθιστόρημα “The Reivers”). Το 1957 έγινε δεκτός από το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια ως συγγραφέας διαμονής (writer-in-residence). Στο ίδιο Πανεπιστήμιο δώρισε το 1961 το προσωπικό του αρχείο για τη δημιουργία του William Faulkner Foundation. Πέθανε από ανακοπή καρδιάς στη Byhalia της Βιρτζίνια, το 1962, και τάφηκε στο κοιμητήριο της Οξφόρδης του Μισισιπή, Πολιτείας την οποία δεν εγκατέλειψε ποτέ στη ζωή του.

Βραβεία:
Νόμπελ Λογοτεχνίας 1949