Οι σκέψεις και τα συναισθήματα που μου γεννήθηκαν μετά την ανάγνωση του βιβλίου του Σπύρου Πετρουλάκη “Η Παναγιά της φωτιάς” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας, σε συνδυασμό με τις προτάσεις που ξεχώρισα.

«Σήκωσε τα μάτια και τον προκάλεσε να κοιτάξει στην ψυχή της, γιατί κάποιες αλήθειες δεν μπορούν να ειπωθούν με το βλέμμα καρφωμένο στο έδαφος. Θέλει ανοιχτούς ορίζοντες η αλήθεια. Είναι πηγή με καθάριο νερό που δεν τη λερώνει τίποτα. Κρύσταλλο».

Η Παναγιά της Φωτιάς αποκαλύπτει όλες τις λεπτομέρειες που εξηγούν το πώς και το γιατί όσων συνέβησαν στην Εξομολόγηση, το καθηλωτικό μυθιστόρημα του Σπύρου Πετρουλάκη και φέρνει τη λύτρωση στον αναγνώστη!
Μέσα από τη ζωή των ηρώων που γνωρίσαμε στην Εξομολόγηση έμειναν πολλά που δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τη σημασία τους, που όμως είχε τόσο μεγάλη βαρύτητα και έτσι τώρα το παζλ ολοκληρώθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Και τα δύο μυθιστορήματα του Σπύρου Πετρουλάκη αποπνέουν έναν αέρα απόδοσης δικαιοσύνης, οδηγούν με τις εικόνες και τις περιγραφές τους τη σκέψη μας να αντικρίσει κατάματα την αδικία, την απανθρωπιά, τη σκληρότητα του πιο σαδιστικού όντος στον πλανήτη, τον άνθρωπο.

«Όμως οι άνθρωποι έχουν τη ποταπή συνήθεια να στοχεύουν πάντα σ’ εκείνον που φαίνεται στα μάτια τους ανήμπορος. Αυτή είναι η φύση του ανθρώπου, η φύση του ισχυρού απέναντι στον ανίσχυρο. Ωστόσο, κάπου εκεί, στην απανθρωπιά, τη σκληρότητα και την ανομβρία των ψυχών μπορούν μερικές φορές να φυτρώσουν τα πιο μυρωδάτα άνθη».

Μόνο η αγάπη είναι εκείνη που έχει τη δύναμη να κινήσει το σύμπαν, να δώσει διέξοδο, να φέρει τη δικαιοσύνη που χρειάζεται. Τα ανελέητα χτυπήματα της μοίρας λυγίζουν το φθαρτό σώμα των ανθρώπων, γίνονται όμως απροσπέλαστο τοίχος για όσους έχουν ψυχή να αντέξουν και να συνεχίσουν, να μη λυγίσουν ώσπου να φτάσει η στιγμή της κάθαρσης.

«Μάθε να αγαπάς το καθετί που έχεις. Ας είναι και λίγο. Αν το αγαπάς, τότε το λίγο γίνεται πολύ».

Όλες οι ιστορίες των ηρώων και η εμπλοκή τους μέσα από τις ζωές των άλλων παίζει τόσο σημαντικό ρόλο τελικά, που ανακαλύπτουμε ότι δίπλα μας, γύρω μας υπάρχουν άπειρες ιστορίες μικρών και μεγάλων, ισχυρών και αδυνάτων που αν είχαν τη δυνατότητα να τις εξομολογηθούν, θα αντιλαμβανόμασταν την μηδαμινή απόσταση που χωρίζει τελικά τις κοινές εμπειρίες όσων τις έχουν ζήσει.

«Πόση είναι η απόσταση που χωρίζει την αδυναμία από τη δύναμη, το μικρό από το μεγάλο, το εφικτό από το ανέφικτο; Απειροελάχιστη, όση χωρίζει τη ζωή από τον θάνατο».

Η μάχη που καλείται να δώσει ο άνθρωπος όταν βρεθεί αντιμέτωπος με τα μεγαλύτερα πάθη του, όταν φτάσει στο πιο μεγάλο αδιέξοδο και πρέπει να αποφασίσει για το αν θα παραμείνει σταθερός στα πιστεύω του ή θα λυγίσει στα θέλω του είναι ίσως η πιο ισχυρή και ανελέητη μάχη.

«Δαίμονας είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Η μάχη του καλού με το κακό γίνεται μέσα μας. Τη δύναμη μάς τη δίνει ο Θεός κι εμείς αποφασίζουμε ποιος θέλουμε να νικήσει».

Η οδύνη του αποχωρισμού, η απώλεια που μόνο ο θάνατος μπορεί να φέρει στη ζωή όσων μένουν πίσω και θυμούνται, όσων παλεύουν να συνεχίσουν, να βρουν ξανά το δρόμο που κόπηκε απότομα και είναι τόσο ανηφορικός, θέλει χρόνο, θέλει αντοχή, όμως πολλές φορές, ούτε ο πανδαμάτορας χρόνος είναι ικανός να σβήσει αυτή την οδύνη.

«Κάποια σημάδια στην ψυχή, όσος χρόνος κι αν περάσει, δεν γιατρεύονται, δεν φεύγουν. Μένουν εκεί, αποτύπωμα οδύνης, σφραγίδα άσβεστη, και ο χρόνος δεν έχει την παραμικρή εξουσία πάνω τους».

Ο άνθρωπος δεν γεννήθηκε για να είναι μονάχος του, δεν αντέχεται η μοναξιά της ψυχής, η απουσία των αγαπημένων προσώπων, όσες στιγμές ευτυχίας και αν προκύψουν, η έλλειψη όσων έχουν φύγει από κοντά μας πάντα θα μας πονάει και θα μας φέρνει αντιμέτωπους με τη σκληρή πραγματικότητα που η ζωή μας επιβάλει να ζήσουμε.

«Τι νόημα άραγε έχουν όλα τα πλούτη όταν η μοναξιά κυριαρχεί στη ζωή των ανθρώπων; Την ευτυχία δεν τη ζεις μοναχός σου. Την ευτυχία τη μοιράζεσαι με τους αγαπημένους σου, πιάνοντας από τις άκρες τις λεπτεπίλεπτες κλωστούλες της χαράς και πλέκοντάς τες μεταξύ τους σ’ ένα πολύχρωμο γαϊτανάκι».

Φόβος και δειλία, ατολμία να ψάξεις, να μάθεις, να διεκδικήσεις την αλήθεια. Όλα τα αφήνουμε για μετά, για να έρθει το πλήρωμα του χρόνου… που όμως και να έρθει, αν έρθει, ακόμη κι αν φύγει ο φόβος, δεν θα είναι αρκετός πια ο χρόνος…

«Σπατάλησα τον χρόνο μου περιμένοντας τη στιγμή που δεν θα έχω φόβο, και τώρα που δεν έχω φόβο, δεν έχω πια χρόνο».

«Τώρα όμως ήταν αργά για όλους. Ο χρόνος διαβαίνει αμείλικτος και ανελέητος, αδιαφορώντας για το τι θα πάρει ή τι θα αφήσει πίσω του. Ούτε κοιτά ούτε νιώθει ούτε περιμένει. Όμως, μήπως δεν είναι ακριβώς έτσι; Μήπως όλο αυτό είναι τελικά ουτοπικό; Μια πλάνη; Μήπως ο χρόνος είναι εκείνος που στέκεται και οι άνθρωποι περνάνε και σβήσουν; Ποιος άραγε θα μπορούσε να απαντήσει;»

Κλείνω τις σκέψεις μου μέσα από τα λόγια του μυθιστορήματος του Σπύρου Πετρουλάκη, και το κομμάτι εκείνο που εμπεριέχει όλο το νόημα της ζωής, και του βιβλίου!

«Τίποτε δεν είναι σταθερό και μόνιμο στη ζωή. Ούτε η στενοχώρια ούτε η απελπισία ούτε καν η χαρά. Ακόμα και η πληρότητα, που χορταίνει και γεμίζει την καρδιά μας κάποιες στιγμές. Τα πάντα αλλάζουν. Αέναα και σταθερά κυλάνε τα αισθήματα σαν ρυάκια, συμπαρασύροντας κατακάθια και φύλλα πεσμένα από τα δέντρα της ψυχής μας. Τι απομένει; Τι αντέχει μέσα μας, δίπλα μας, κοντά μας; Η αγάπη που νιώσαμε και νιώθουμε για τους ανθρώπους. Αυτή η αγάπη είναι ένα δώρο που δεν χάνεται, δεν παρασύρεται. Βγάζει ρίζες που απλώνουν μέσα μας, γίνονται αξεδιάλυτα κομμάτια αυτού που είμαστε, αλλάζουν και εξελίσσονται μαζί μας. Κάνουν το εγώ εμείς. Οτιδήποτε άλλο κυλά και χάνεται στο χρόνο. Μόνον η αγάπη μένει. Αν αγαπήσεις τον εαυτό σου με όλα του τα πάθη, τότε θα είσαι έτοιμος και να τον συγχωρέσεις. Μόνον εσύ έχεις τη δύναμη. Στο χέρι σου είναι…»

h panagia ths fotias