«Στο τέλος όλα βρίσκουν τη λύση τους. Η ζωή η ίδια φροντίζει γι’ αυτό με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Όλα έχουν μια αρχή κι ένα τέλος. Τίποτα δεν διαρκεί για πάντα».

Ανατριχιαστικά αληθινό, αφάνταστα σκληρό όσον αφορά τις περιγραφές των συναισθημάτων του θανάτου, τόσο σοκαριστικές γιατί πολύ απλά είναι πραγματικές, όπως αυτές που μόνο όσοι έχουν βιώσει κάτι αντίστοιχο στη ζωή τους μπορούν να αντιληφθούν!
Τι μπορεί να έχει το τεφτέρι του καθενός γραμμένο να περάσει; Πόσο ρόλο παίζει η μοίρα ή οι αποφάσεις που καλούμαστε να πάρουμε σε μια δύσκολη στιγμή που αντιμετωπίζουμε, αγνοώντας τις επιπτώσεις που θα έχει η απόφασή μας αυτή στο μέλλον;

«Τίποτα δεν ήταν η ζωή, ένα πεφταστέρι που ίσα ίσα προλάβαινες να το δεις πριν σβήσει για πάντα στο απόλυτο αχανές τίποτα. Αναίτια ζούσαμε όλοι και αναίτια θα πεθαίναμε. Μια κακόγουστη φάρσα ήταν η ζωή. Και ο Θεός ένας ηλίθιος φαρσέρ».

Ένας συγκλονιστικός έρωτας, μια υπέρμετρη αγάπη ριζωμένη βαθιά μέσα στην καρδιά που κανένας θάνατος δεν μπορεί να ξεριζώσει.
Η Ευδοκία αγάπησε πολύ τον Πέπη της, τόσο πολύ που καταδίκασε τη ζωή της να ζει χωρίς αυτόν με μια βεβιασμένη, εσφαλμένη απόφαση, που όμως ακόμη και ο ίδιος ο θάνατος, απέδειξε πως δεν λογάριασε.
Την Ευδοκία την αγάπησε πολύ ο Αριστείδης, τόσο πολύ που δέχτηκε να αναμετρηθεί με ένα φάντασμα που υπήρχε πάντα ανάμεσά τους, να μοιραστεί όσα ύπουλα διεκδίκησε αλλά δεν ήξερε πώς να τα διαχειριστεί.
Αυτός όμως που την αγάπησε ακόμη περισσότερο κι από όσο εκείνη ήταν ο Πέπης. Καταδίκασε σε αφανισμό την ύπαρξή του, προσπάθησε να ξεχάσει για το καλό της ότι υπήρχε, «έφυγε» όμως η μοίρα είχε άλλα σχέδια για όλους.
Αθώα θύματα μιας ζωής βασισμένης στο ψέμα και τις λάθος επιλογές, πάθος ανεξέλεγκτο που δεν λογαριάζει τα όσα αφήνει στο διάβα του, τι προκαλεί, τι δικαιώματα έχει αλλά και τι υποχρεώσεις.
Πώς να καταδικάσεις μια γυναίκα που αγαπάει με όλη την ύπαρξή της, αλλά είναι πεπεισμένη πως αυτή η αγάπη είναι αμαρτία και δεν έχει το δικαίωμα να είναι ευτυχισμένη;

«Η ζωή θέλει τόλμη, σε προκαλεί να την ανακαλύψεις κι όχι να παρατηρείς ένα μόνο μικρό κομμάτι της από την ασφάλεια του σπιτιού σου».

Και τα παιδιά, μήπως δεν είναι τα πιο αθώα θύματα αυτής της πλεκτάνης, αυτής της ανήμπορης να αντιδράσει μητέρας, που δεν διεκδικεί την πραγματική ευτυχία που ποθεί;
Ίσως σκεφτεί ο αναγνώστης, άλλες εποχές, άλλα ήθη, μια νοοτροπία που σήμερα μας φαίνεται τόσο ξεπερασμένη κι όμως, οι γυναίκες πριν πενήντα χρόνια δεν μπορούσαν να πάνε κόντρα, τι κι αν ζούσαν στην πιο ελεύθερη χώρα του κόσμου.
Το «Βιβλίο της Ευδοκίας» είναι μια γροθιά στο στομάχι για όσα η μοίρα έχει ορίσει στον καθένα. Τι δίνεις και τι παίρνεις τελικά;

«Ο χρόνος, το μερτικό μας από τη ζωή, αυτό που αναλογούσε στον καθένα μας, ήταν το δεξί χέρι του Χάρου, ο ψυχρός συνεργάτης του, ο δήμιος με τη μαύρη κουκούλα, εκείνος που κάθε μέρα κατέβαζε το διακόπτη, αργά και βασανιστικά, μέχρι το τελευταίο βολτ ρεύματος που θα μας εξαφάνιζε σαν να μην υπήρξαμε ποτέ».

Και ο θάνατος να καραδοκεί παντού, τόσο απόλυτα, τόσο άδικα, τόσο ανεξέλεγκτα, τόσο λυτρωτικά…
Λύτρωση για όσους φεύγουν ο θάνατος, για όσους μένουν όμως πίσω; Τι μπορεί να γιατρέψει μια πονεμένη ψυχή, τις πληγωμένες ψυχές όσων μένουν με τις αναμνήσεις όσων αγάπησαν και έχασαν;
Μόνο η συγχώρεση, μόνο όταν κάποιος αισθανθεί έτοιμος να αφήσει πίσω το παρελθόν, να το προσπεράσει, να «δει» με τα μάτια ακόμη και όσων πιστεύει ότι έφταιξαν για όλα. Κανείς δεν φταίει όμως πάντα για όλα, οι ευθύνες είναι μοιρασμένες, όπως άλλωστε όλα στη ζωή!

Μια μικρογραφία μιας άλλης εποχής, μια περιγραφή τόπων και χαρακτήρων που αξίζει και με το παραπάνω να γνωρίσετε, μέσα από την αβίαστη περιγραφή της Θεοδώρας Τζόκα. Ένα τέλος σκληρό όσο και «δίκαιο» αν υπάρχει δικαιοσύνη στο θάνατο!

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ

to vivlio ths eudokias