Το βιβλίο αυτό δεν είναι μόνο μια εργασία σχολιασμού είναι και η αφήγηση μιας συνάντησης.
Αυτή την αποφασιστική για τον Ουελμπέκ συνάντηση θέλησε να μοιραστεί με τους αναγνώστες του προχωρώντας στη σύνταξη αυτού του κειμένου με τον υπαινικτικό τίτλο «Σοπενάουερ παρόντος».
Συνάντηση που μοιάζει σχεδόν με κεραυνοβόλο έρωτα -αλλά έχει επίσης όλα τα χαρακτηριστικά μιας επανάστασης. Γιατί η φιλοσοφία του Σοπενάουερ, που φιλοδοξεί ν΄ αναπτύξει «μία και μοναδική σκέψη», ικανή να εξηγήσει το σύνολο του πραγματικού σε όλη του την πολυπλοκότητα, φαντάζει εξαρχής στον Ουελμπέκ σαν θαυμαστός τελεστής της αλήθειας. Ο Σοπενάουερ μας ανοίγει τα μάτια και μας μαθαίνει να σκεφτόμαστε τον κόσμο ως τέτοιο -δηλαδή ως δονούμενο εξολοκλήρου από ένα τυφλό και ατέρμονο «θέλω να ζήσω», που είναι η ουσία όλων των πραγμάτων, από την αδρανή ύλη μέχρι τους ανθρώπους, περνώντας από τα φυτά και τα ζώα. Αυτή η «βούληση», η ξένη προς την αρχή του ορθού λόγου, θεμελιώνει για τον Σοπενάουερ τον παράλογο και τραγικό χαρακτήρα κάθε ύπαρξης, της οποίας οι οδύνες είναι αναπόφευκτες και την ίδια τη στιγμή απολύτως στερούμενες δικαιολόγησης. Εξηγεί επίσης τη θρυλική απαισιοδοξία του συγγραφέα. Απαισιοδοξία ριζική, σίγουρα -αλλά απαισιοδοξία αναζωογονητική: γιατί, κατά τον Ουελμπέκ, «η απογοήτευση δεν είναι κακό πράγμα».


Το έργο του Μισέλ Ουελμπέκ σημαδεύεται από τη σκέψη του Σοπενάουερ. Ο Ουελμπέκ δεν παύει να επικαλείται τον φιλόσοφο για να αναγγείλει την παρακμή της ανθρωπότητας και τον τελικό αφανισμό της. Ο μυθιστοριογράφος βρίσκει επίσης στη σκέψη αυτή μια επιβεβαίωση της θεώρησής του για την αγάπη ως ανέφικτη, ως απάτη. Συνολικά, ο κόσμος κατά Σοπενάουερ αποτελεί για τον Ουελμπέκ την πιο ενδεδειγμένη σύλληψη για να καταλάβουμε τι ζούμε, κι ακόμα περισσότερο τι μας περιμένει.
Ο νεαρός Ουελμπέκ διασχίζει το Παρίσι, με πυρετώδη βιασύνη για να καταφέρει να ξετρυπώσει ένα αντίτυπο του «Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση» του Σοπενάουερ, που γίνεται απ΄ τη μια στιγμή στην άλλη «το σημαντικότερο βιβλίο του κόσμου» και αυτή η νέα ανάγνωση όπως λέει «άλλαξε κι εδώ επίσης τα πάντα».
Ο Σοπενάουερ ,ο ειδικός της οδύνης ,ο ριζικός πεσιμιστής, ο μοναχικός μισάνθρωπος, αποδεικνύεται ανάγνωσμα «ανακουφιστικό» για τον Ουελμπέκ.


Από τα πρώτα δημοσιεύματα του Μισέλ Ουελμπέκ βρίσκουμε τον Σοπενάουερ παντού.
Το ίδιο αυταπόδεικτης οδύνης, η ίδια απαισιοδοξία, η ίδια αντίληψη για το ύφος αλλά και η ίδια κεντρική σημασία που δίνεται στη συμπόνια ως γενικό θεμέλιο της ηθικής, ο ίδιος λυτρωτικός χαρακτήρας της αισθητικής ενατένισης η ίδια αδυνατότητα «προσχώρησης» στον κόσμο… Διαπιστώνοντας την επίδραση αυτή, δεν είναι άξιο απορίας που ο Ουελμπέκ συλλαμβάνει αρχικά το «Σοπενάουερ παρόντος» ως φόρο τιμής: «Θα αποπειραθώ να δείξω μέσα από κάποια από τα αγαπημένα μου χωρία, γιατί η διανοητική στάση του Σοπενάουερ παραμένει στα μάτια μου πρότυπο για κάθε φιλόσοφο του μέλλοντος ,κι επίσης γιατί, ακόμα κι αν τελικά διαφωνείς μαζί του, δεν μπορείς να μη νιώσεις απέναντί του ένα βαθύ αίσθημα ευγνωμοσύνης». Γιατί, για να παραθέσει τον Νίτσε, «το γεγονός και μόνο ότι έγραψε ένας τέτοιος άνθρωπος, ελάφρυνε το βάρος του να ζεις σε τούτη τη Γη».
Στα σχόλια του Ουελμπέκ, πυκνά, ενίοτε εργώδη ,στα αποσπάσματα που κάνει τον κόπο να μεταφράσει ο ίδιος, το έργο του Σοπενάουερ εμφανίζεται όχι τόσο σαν ένα μάθημα υπομονετικά και θαυμαστά αφομοιωμένο, ούτε καν τόσο σαν πρότυπο, αλλά προπαντός σαν μια τρομερή μηχανή σκέψης. Σιγά σιγά, η ανάλυση ελευθερώνεται από το γράμμα του κειμένου: βλέπουμε να σκιαγραφείται πότε μια διερώτηση για τα προβλήματα που τίθενται από το gore και την αναπαράσταση της πορνογραφίας στη τέχνη, πότε μια κριτική στις φιλοσοφίες του παραλόγου, πιο κάτω ένας στοχασμός για την ανάδυση της ποίησης των πόλεων, για τις μεταλλαγές της τέχνης του 20ου αιώνα ή ακόμα για την «τραγωδία της κοινοτοπίας» που «μένει να γραφτεί»…
Διαβάστε το.


Ο Μισέλ Ουελμπέκ (Michel Houellebecq, 26 Φεβρουαρίου 1956) είναι σύγχρονος Γάλλος συγγραφέας, τιμημένος με το Βραβείο Γκονκούρ (2010).
Γεννήθηκε στην υπερπόντιο Γαλλία, και συγκεκριμένα στο νησί Ρεϊνιόν του Ινδικού Ωκεανού, στις 26 Φεβρουαρίου 1956. Γονείς του ήταν η Λυσί Σεκαλντί (Lucie Ceccaldi), Γαλλίδα γιατρός κορσικανικής καταγωγής γεννημένη στην Αλγερία, και ο δάσκαλος του σκι και οδηγός ορειβασίας Ρενέ Τομά (René Thomas). Ο Μισέλ ακολούθησε θετικές σπουδές και εργάστηκε στο Παρίσι στον τομέα της πληροφορικής. Το 1994 δημοσιεύτηκε το πρώτο του μυθιστόρημα, το Extension du domaine de la lutte (μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Αλέξη Εμμανουήλ υπό τον τίτλο Η επέκταση του πεδίου της πάλης). Το βιβλίο, που δεν είχαν δεχθεί να εκδώσουν μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι, διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και ο συγγραφέας του έγινε γνωστός.
Το δεύτερο μυθιστόρημά του, Les Particules élementaires («Τα στοιχειώδη σωματίδια»), που εκδόθηκε το 1998, του έφερε διακρίσεις και αναγνώριση. Με το τρίτο του μυθιστόρημα, Plateforme, που εκδόθηκε το 2001, κέρδισε πλατιά φήμη διεθνώς, αλλά κατηγορήθηκε για ρατσισμό και «εξύβριση» του Ισλάμ, χωρίς όμως να καταδικαστεί στη σχετική δίκη που ακολούθησε στο Παρίσι.
Έζησε για κάποιο διάστημα στην Ιρλανδία, μετά στην Ισπανία, και σήμερα ζει στο Παρίσι.
Θεωρείται από τις αιρετικές φωνές στη σύγχρονη γαλλική λογοτεχνία και ανήκει στην «ανανεωτική» τάση του γαλλικού μυθιστορήματος. Η ματιά του και η στάση του απέναντι στον σύγχρονο κόσμο είναι οξυδερκής και διαπεραστική. Οι καταστάσεις που περιγράφει είναι καθημερινές, δοσμένες με χιούμορ που φτάνει στα όρια του σαρκασμού.