«ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΟ ΣΑΛΙΓΚΑΡΙ» είναι το 5ο βιβλίο της ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΚΟΥΡΤΖΗ που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ. Και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το πώς προήλθε η έμπνευση για το συγκεκριμένο έργο. Όπως η ίδια η συγγραφέας λέει, όλα ξεκίνησαν όταν σε ένα αεροπορικό της ταξίδι από Ηράκλειο Κρήτης προς Αθήνα, συνταξίδευε με μια νεαρή κοπέλα η οποία κρατούσε στο χέρι της ένα μικρό σαλιγκάρι με ένα μικρό σπάσιμο στο καβούκι του. Και όσο και αν έψαξε να την βρει, δεν μπόρεσε να ξανασυναντηθεί με την κοπέλα αυτή, της οποίας ο τίτλος του βιβλίου «της ανήκει». Και αυτό ήταν η αρχή προς την συγγραφή γιατί από κει και πέρα, η φαντασία της δημιούργησε έναν μύθο γύρω από όλο αυτό. Και κάπως έτσι γράφτηκε «το κορίτσι με το σαλιγκάρι».

Η ιστορία ξεκινά με τον Χάρι να βρίσκεται εδώ και χρόνια στην Κορνουάλη, επειδή οι ακτές της δεν μοιάζουν με άλλες στον κόσμο. «Εκτός… Εκτός αν έχεις βρεθεί εκεί…» συμπλήρωνε η καρδιά του. Τώρα όμως, έπρεπε να επιστρέψει εκεί…

Αρκετά χιλιόμετρα μακριά στην Αθήνα, η Υπατία θα δεχθεί μια πρόσκληση για να παρευρεθεί στις εκδηλώσεις για τα 50 χρόνια από το κλείσιμο των σπηλιών στα Μάταλα. Μια πρόσκληση που αν αποδεχόταν ίσως να έπαιρνε τις απαντήσεις για όλα όσα έψαχνε τα τελευταία χρόνια.

Το κουβάρι των αναμνήσεων αρχίζει να ξετυλίγεται από το αεροδρόμιο του Ελληνικού, το 1969. Εκεί όπου η Υπατία φοιτήτρια Ιατρικής, φτάνει από το Λονδίνο κρατώντας στη χούφτα της ένα τραυματισμένο στο καβούκι του σαλιγκάρι. Ένα σαλιγκάρι με το οποίο νιώθει μια ταύτιση μια και η ίδια επιστρέφει νοιώθοντας και το δικό της καβούκι σπασμένο εξαιτίας μιας τραγικής ερωτικής απογοήτευσης. Έχοντας ζήσει μια προστατευμένη ζωή με τους γονείς της, η Υπατία νιώθει τώρα να πέφτει βαρύ πάνω της το «σπασμένο καβούκι της» καθώς το διαπερνούν όχι μόνο ο αέρας, μα και η κακία των ανθρώπων. Και εκεί. Στο αεροδρόμιο. Γνωρίζει τον Χάρι, έναν χίπη που πηγαίνει στα Μάταλα. Της μιλάει για τη ζωή εκεί, για όλα όσα πιστεύουν τα «παιδιά των λουλουδιών» και με ένα φιλί την προσκαλεί να πάει μαζί του. Η Υπατία πράγματι θα κάνει το ταξίδι αυτό και θα βρεθεί μπροστά σε πρωτόγνωρες για εκείνη εικόνες.

«… Μια πολύχρωμη λαοθάλασσα από χαμόγελα και λάγνα μάτια, που με τα χέρια τους υψωμένα σχημάτιζαν ένα δίχτυ ατελείωτο που έμοιαζε σαν να έπλεε πάνω από την παραλία και αιωρούνταν γιορτάζοντας…»
Θα καταφέρει ο Χάρι να γιατρέψει τις πληγές της; Και η Υπατία; Θα μπορέσει να εναρμονιστεί και να ασπαστεί τις απόψεις του Χάρι; Ο Χάρι θα της δώσει το όνομα ΠΑΤΥ. Πόσες ομοιότητες έχουν όμως η Υπατία με την Πάτυ; Άραγε θα έρθουν σε αρμονία ποτέ οι δυο πλευρές της; Τι θα συμβεί στην Υπατία όταν βρεθεί αντιμέτωπη με το παρελθόν της από το Λονδίνο στα Μάταλα; Τις ισορροπίες θα διαταράξει ένας νεκρός. Ποιος είναι ο άνθρωπος αυτός και γιατί οι υποψίες θα πέσουν πάνω της; Ποια είναι τα μυστικά που περιμένουν 50 χρόνια για να αναδυθούν στην επιφάνεια;


Ένα ενδιαφέρον και καλογραμμένο κοινωνικό μυθιστόρημα με στρωτή γραφή, έντονες περιγραφές και δυνατή κινηματογραφική πλοκή. Ένα «ροκ» μυθιστόρημα με ιστορικά στοιχεία που αναβιώνει μια ολόκληρη εποχή και που διαδραματίζεται κυρίως στην πιο ονομαστή και ξένοιαστη παραλία της χώρας μας, την παραλία των χίπις, των παιδιών των λουλουδιών όλου του κόσμου που πάλευαν τη βία δημιουργώντας την δική τους κοινωνία στα Μάταλα, γνωρίζοντας ταυτόχρονα την κοινωνία της Κρήτης της εποχής. Μυθιστόρημα με κεντρικό το μήνυμα της ελευθερίας που πρέπει να έχει η καρδιά. Ένα έργο που μας αφορά όλους μια και ο καθένας κουβαλά το δικό του «καβούκι» άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο σπασμένο.
Ένα έργο «μηχανή του χρόνου» που μας μεταφέρει στο καλοκαίρι του 1969, στα Μάταλα του έρωτα και της ειρήνης. Θα ξυπνήσει αναμνήσεις στους παλαιότερους αναγνώστες αλλά και θα γνωρίσει στους νεώτερους «τα παιδιά των λουλουδιών». Ταυτόχρονα, συγκινεί με την αθωότητα μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί αλλά καθόρισε την πορεία πολλών από εμάς.

“Σε θέλω δικό μου. Δεν αντέχω πια να σε μοιράζομαι. Προτιμώ να μη σε έχω καθόλου αν δεν ανήκεις μόνο σε εμένα”. Ο τόνος ήταν απολογητικός, η φράση απλή και χιλιοειπωμένη. Όμως καμία δεν είχε τολμήσει να του το πει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αλλά του το είπε. Εκείνη. Το κορίτσι με το σαλιγκάρι”.
Έφτασε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού από το Λονδίνο στις 26 Μαρτίου του 1969. Έφτασε κρατώντας στη χούφτα της ένα μικρό, πληγωμένο σαλιγκάρι. Και από εκεί, πάντα με το μικρό σαλιγκάρι προστατευμένο στην κλειστή παλάμη της, πήγε στα Μάταλα. Εκεί όπου της είχαν υποσχεθεί ότι βρισκόταν ο παράδεισος της φύσης. Και των χίπηδων. Στα Μάταλα, τον παράδεισο της ελευθερίας. Και της Τζόνι Μίτσελ. Και του Χάρι. Προπαντός του Χάρι. Έμεινε μέχρι τον Μάιο του 1969, περιμένοντας, μαζί με τα παιδιά των λουλουδιών από όλο τον κόσμο, το καλοκαίρι της αγάπης. Μα αυτό δεν ήρθε ποτέ… Γιατί εκείνο τον Μάιο έγινε ό,τι έγινε.
Ένα μυθιστόρημα για ένα κορίτσι, που πίστευε πως η μεγαλύτερη ελευθερία της καρδιάς είναι να μπορεί να ανήκει, και για ένα αγόρι, που δεν μπορούσε να ερωτευτεί. Στην πιο ξέγνοιαστη παραλία του κόσμου, τα φημισμένα Μάταλα. Κάτω από τον μοναδικό ήλιο της Κρήτης, με τον αέρα της Αφρικής να φυσάει στο Λιβυκό Πέλαγος, διώχνοντας μακριά τις ιστορίες της τότε καθωσπρέπει κοινωνίας