Το Νοέμβρη του 2020 κυκλοφόρησε ένα ακόμη βιβλίο του φιλολόγου και συγγραφέα Δημήτρη Βλαχοπάνου, που μας έκανε να προβληματιστούμε για τον κόσμο που ζούμε, να απολαύσουμε τις χαρές του, να αντέξουμε τις λύπες και να ανεβούμε στ’ ανοιχτότερα τ’ ουρανού. Πρόκειται για την ποιητική συλλογή με τίτλο «στ’ ανοιχτότερα τ’ ουρανού», που εκδόθηκε από τις εκδόσεις “apiroshora”, με εξαιρετικό εξώφυλλο επιμελημένο από το Σπύρο Βασιλείου και φωτογραφίες (στο εξώφυλλο και τα κείμενα) του συγγραφέα Χαράλαμπου Ξυλογιάννη. Το αφιερώνει στην εγγονή του Ηριάννα με το καταπληκτικό τετράστιχο «Θ’ αναληφθώ στους ουρανούς, / μα πες μου εσύ τι θα γενείς / σε χρόνους μόνη μελανούς / με πειρατές κι ιθαγενείς;»


Χαρακτηριστικό είναι πως στην αρχή του εισαγωγικού κειμένου και των ποιημάτων παραθέτονται ελληνικοί ή αγγλικοί στίχοι άλλων, σχετικοί με το περιεχόμενο που ακολουθεί, ενώ και στο οπισθόφυλλο δίνεται το αισιόδοξο μήνυμα για το μέλλον της Ανθρωπότητας «Θ’ ανατείλει ένας ήλιος αλλιώτικος μιαν αυγή. Αμέτρητα χέρια οι ακτίνες του θα σβουρίσουνε και θα λιώσουνε το παλιό και θα στήσουν στη γη το καινούργιο. ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ!». Πολλά είναι επίσης τα ποιήματα, που αφιερώνει σε συγγενικά, φιλικά ή άλλα πρόσωπα, τονίζοντας κάτι που εκείνος ξεχώρισε στο καθένα από αυτά (του Αλέξη, της Αντιγόνης Β, του Δανιήλ, της Θεοδότης, του Γιάννη Η. Π., της Κορίνας, της Βασούλας, της Ιοκάστης, της Μαργαρίτας, της Φρύνης, του Γιώργου Π. κλπ). Προσωπικά τον ευχαριστώ, γιατί το ποίημα «αποστακτήρες» (σελίδες 50-51) μου το αφιερώνει, κάτι που με εξέπληξε και με συγκίνησε ιδιαίτερα «σου ‘τυχε να ‘χεις ανιχνεύσει νωρίς / τις μυστικές ατραπούς / και τις κοπιαστικές διαδρομές / της αινιγματικής αυτής ενδοχώρας / …… / οι αποστακτήρες του λόγου / έρχονται ύστερα , σε χρόνο ανύποπτο / άλλες στιγμές και σε βάζουν μπροστά…».


Τι απασχολεί όμως τον ποιητή στα 53 ποιήματα του βιβλίου; Στο εισαγωγικό στοχαστικό κείμενο με τίτλο «το πέταγμα του κόνδορα» αναφέρεται στους διάφορους ρόλους που υποδυόμαστε, στο διαταραγμένο ψυχικό κόσμο των ανθρώπων που ακολουθούν τη μοίρα τους και υποκύπτουν σ’ αυτή, στην κάθαρση που δεν έρχεται, στην τάση φυγής, αλλά και στη συνέχεια της διαδρομής με την επιλογή λίγων εκλεκτών ανθρώπων. Και καταλήγει «απλώνεις το βλέμμα σου στ’ ανοιχτότερα τ’ ουρανού και στήνεις σε κάποιο σύννεφο την κρυφή σου φωλιά». Η ασφαλής αυτή θέση , στ’ ανοιχτότερα τ’ ουρανού, που αποτελεί και τον τίτλο της ποιητικής συλλογής (ο ουρανός κοινό στοιχείο και σε όλες τις φωτογραφίες) , αναφέρεται και στη συνέχεια «κι ο μόνος δρόμος που σ’ άρπαζε/ ήταν αυτός της φυγής και της λύτρωσης / στ’ ανοιχτότερα τα’ ουρανού» (Διαβάσεις: σελίδα 11), «θα παγώσει η ανάσα μας δε θ’ ακούγεται τίποτε / παρά μόνο τα’ αργά βήματα του παλιού φεγγαριού / στ’ ανοιχτότερα τ’ ουρανού μας» (μέρες του 2020 σελίδα 72, « κωπηλατώντας μ’ αλαφρούς σχηματισμούς / για τα’ ανοιχτότερα τα’ ακοίμητου ουρανού» (Ηρώ του μύρου σελίδα 74).


Στο ποίημα «παρακλητικός» (σελίδα 14) αισθάνεται την ανάγκη να γνωστοποιήσει την ιδιαίτερη σχέση με το Θεό και τα θέλω του «ευλόγησε θεέ μου τις αμαρτίες μου / και πλήθυνε μεγαλόψυχα τις απιστίες μου / την ανυπακοή μου / την ανατροπή μου». Θεωρεί το ταξίδι, απαραίτητο για περιπλάνηση και αναζήτηση , για φυγή από τα καθημερινά, με ίαμα τη φύση και τα στοιχεία της και αγωνιά όταν ο καταστροφέας άνθρωπος την κακοποιεί, με φωτιά ή με πόλεμο «εν αρχή ην το ταξίδι / που το ερωτεύεσαι / και σ’ ερωτεύεται άνευ όρων/ …. / Ίαμα η φύση. Κι η θάλασσα / το αλάτι , το κύμα ,ο αέρας/ η ακτή/ …../ δε θα ‘ταν καλύτερο / να πας ως τη θάλασσα / και ν’ ανοίξεις με τα’ αστέρια κουβέντα; /…….. / γιατί ξεραίνονται τώρα τα δένδρα / και τα κλαδιά τους μοιάζουν με χέρια αιχμηρά./ ……./ τα εγκλήματα δεν έχουν πατρίδα/ δεν έχει χρώμα ο πόλεμος κι εθνικότητα, οι άνθρωποι πολεμούν και σκοτώνουν ανθρώπους» (ταξίδι σελίδα 69, σύγκρουση σελίδα 18, δένδρα στην έρημο σελίδα 31, πλησίον των ίων σελίδα 53). Παρών και ο ποιητής με τις αγωνίες του, που άλλες φορές είναι μόνος κι άλλες με τον έρωτα, το φλογερό ή τον ανεκπλήρωτο «κουβάλησα πάνω μου σαν τον άτλαντα / νύχτες βαθιές και βαριές / μόνος στην άκρη του κόσμου/ ……../ μόνος / και παράφορα αγάπησα / ….. / πολλά τα θέλω μου κι εσύ / φτερό και στάλα, σύννεφο που φεύγει μοναχό και πλέει / στους μακρινούς ωκεανούς και δε γυρνά και δε με βλέπει. / …… / ποιητής / ύπαρξη που φεύγει / που κινείται αενάως περιπλανώμενος / στις όχθες των ποταμών και στις ακτές των πελάγων / στα βάθη του ο ανέστιος, ο αφρήτωρ, ο αθέμιστος». (ο αχός σελίδα 41, αρνητικό αχανές σελίδα 49, ρήματα στα κύματα σελίδα 63).


Ο Δημήτρης Βλαχοπάνος μιλάει σκληρά για τους εκτελεστές , τους σταυροφόρους, για όσους επιβουλεύονται τη χώρα μας, για τους μεγάλους που δημιουργούν πολέμους και προσφυγιά. Γεννημένος στο μαρτυρικό Κομμένο της Άρτας, δεν ξεχνά ποτέ το ολοκαύτωμα, εδώ αναφέρεται στα 36 νήπια του Κομμένου, ελπίζοντας πως μια μέρα θα αναστηθούν και θα παλέψουν «εγώ λέω / πως μπορεί κάποια μέρα / να σηκωθείτε απ’ το χώμα / έτσι νέοι και στιλπνοί σαν το χιόνι…» (πορείες σελίδα 15). Αναφέρεται όμως με μεγάλη νοσταλγία κι αγάπη στις μάνες, σε πρόσωπα που αποχαιρέτησε και που πρόκειται να αποχαιρετήσει και φυσικά όλος ο κόσμος είναι τα παιδιά κι αλίμονο σε όποιους τα κακομεταχειρίζονται «τόση αθωότητα από φύλλο σε φύλλο / στους ανθόκηπους των παιδιών…/ ποιος απλώνει το βέβηλο χέρι του πάνω τους / και ποιων την κτηνώδη αθέατη οργή / θ’ αφήσουμε να κυλήσει σα λέπρα / πάνω στην τόση ομορφιά;» (μελωδία σελίδα 75).


Θαυμαστό λοιπόν το ταξίδι μέσα από τα ανοιχτότερα τ’ ουρανού και μάλιστα σε καιρούς πανδημίας! Ευχαριστώ το Δημήτρη γι’ αυτό. Συναισθήματα άφθονα, εικόνες πολλές, γλώσσα άκρως ποιητική και εμπλουτισμένη με λέξεις δυνατές, στίχος ελεύθερος και έντονος προβληματισμός. Αν τελικά ο καθένας από μας ξεφύγει για λίγο από την καθημερινότητα και ανεβεί «στ’ ανοιχτότερα τ’ ουρανού» , θα έχει πολλά να κερδίσει, γιατί κατά τον ποιητή «ο δρόμος δεν τελειώνει ποτέ/ κι η ζωή δεν τελειώνει / ψηλαφώντας τ’ αστέρια / και ζωγραφίζοντας πάνω στα σύννεφα / δεν τελειώνουν εν τέλει οι άνθρωποι» (ψηλάφηση σελίδα 62).