Στο βιβλίο «Τζάκι και Λι», η συγγραφέας με μεγάλη επιτυχία, μας ταξιδεύει στον κόσμο του πλούτου, στον κόσμο της χλιδής, στον κόσμο του ρηχού έρωτα, στον κόσμο των δολοφονιών και των άνευ όρων δοσοληψιών, μέσα από την ιστορία των δύο αδελφών που αγαπήθηκαν και ταυτόχρονα μισήθηκαν αλόγιστα, η μια από την άλλη.

Τζάκι: Μεγαλύτερη από την Λι, η φιλόδοξη, η σπάταλη, η σνομπ, η εγωκεντρική, η αθεράπευτα ερωτευμένη με τα χρήματα, η άπληστη, η αδίστακτη και διεκδικητική.

Λι: Μικρότερη κατά τέσσερα χρόνια, είναι παρορμητική, ονειροπόλα, γοητευτική, μυστηριώδης, μαζοχιστική και γεμάτη ανασφάλειες, ενώ νιώθει να ζει συνεχώς στη σκιά της αδελφής της.

Οι δύο γυναίκες που αναστάτωσαν τον κόσμο με τις επιλογές τους, έχουν πολλές ομοιότητες, μα συνάμα και πολλές διαφορές, επικοινωνούν με ένα δικό τους τρόπο, ψιθυρίζοντας, νιώθουν η μία να συμπληρώνει την άλλη και ταυτόχρονα να είναι τόσο ασύνδετες και να αισθάνονται συνεχώς αιχμάλωτες των παθών τους…

Αχ αυτοί οι πλούσιοι! Αποζητούν να έχουν τα πάντα, να κυριαρχούν, να πρωταγωνιστούν φορώντας λογιών – λογιών μάσκες ανάλογα την περίσταση, να οργανώνουν υπερπολυτελείς δεξιώσεις, να παρευρίσκονται σε υπέρλαμπρες κρουαζιέρες, να συναναστρέφονται με διασημότητες, μα στην ουσία τους λείπει το βασικό συστατικό για να είναι ευτυχισμένοι.

Η Λι αναζητά την προσωπική ικανοποίηση και η ντίβα Τζάκι επιθυμεί διακαώς όλοι να πέφτουν στα πόδια της. Έχασαν παιδιά, ερωτεύτηκαν παράφορα, έμπλεξαν σε ίντριγκες, άλλαξαν συντρόφους χωρίς δεύτερες σκέψεις, πόνεσαν οι ίδιες και προκάλεσαν πόνο, έχασαν συζύγους, μα παρέμειναν αγέρωχες να υποστηρίζουν κάθε τρέλα που σφήνωνε στο εκκεντρικό μυαλό τους.

Οι εξαντλητικές δίαιτες, οι συχνές εμφανίσεις συνοδευόμενες μονάχα με νερό, τα πολύχρωμα χάπια για κάθε περίσταση και τα προσωπεία που έκρυβαν ευπρεπώς όλα τα κακώς κείμενα, χαρακτηρίζουν τις ζωές τους, στις οποίες υποβόσκουν κάποια παραμελημένα τέκνα να συμπληρώνουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.

Σίγουρα η Λι δείχνει πιο ανθρώπινη τις πιο πολλές φορές σε σχέση με την αδελφή της, αλλά η ζήλια που νιώθει και η φρενίτιδα της άλλης που τυγχάνει να είναι και η εκλεκτή των γονιών τους, μπορεί να παρασύρει και να διαλύσει στο πέρασμά της, κάθε ίχνος συναισθήματος.

Οι ανορεξίες, η κατάθλιψη, οι ενοχές, οι μοιχείες και η εκκωφαντική σιωπή της ψυχής, εναλλάσσονταν γρήγορα σαν σκηνικά θεάτρου, έτσι ώστε να μην νιώθουν της ανία της ματαιόδοξης και άυλης ζωής τους που στον απόηχό της ακόμη και εμάς τους αναγνώστες, μας γέμισε θλίψη.

Από κάθε βιβλίο που διαβάζω, απομονώνω μια χαρακτηριστική φράση, για να τη μοιραστώ μαζί σας. Η φράση από το εν λόγω βιβλίο, είναι η ακόλουθη:

«Τι θα ήμουν, αν δεν υπήρχε η αδερφή μου;», μια φράση που εκφράζει και τις δύο γυναίκες, απόλυτα.

Όταν τα λαμπερά φώτα σβήνουν, τη θέση τους παίρνουν η ματαιοδοξία, η μνησικακία και η παραίτηση. Γι’ αυτό λοιπόν διαβάζοντας το βιβλίο, θα συμφωνήσω με εκείνους που θεωρούν τον αλόγιστο πλούτο, παράδειγμα προς αποφυγή όσον αφορά τον τρόπο ζωής και θα συνεχίζω να αναζητώ της ευτυχία στις απλές και καθημερινές στιγμές της ζωής.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.