Το αδιανόητο άγνωστο της Ιουλίας Ιωάννου
Ξύπνησε αλαφιασμένος από έναν ύπνο βαθύ, ταξιδιάρικο, γεμάτο όνειρα τόσο ζωντανά, τόσο αληθινά που ένιωθε μέρος του χρόνου, ζούσε αγαπημένες στιγμές που είχε θάψει βαθιά στο νου. Η επιλογή του χώρου που διαδραματίστηκαν όσα βίωσε δεν μπορεί να ήταν τυχαία. Ήταν το πρώτο σπίτι που έμειναν μαζί. Ήταν εκεί που έζησαν τις λίγες, μα ικανές να τις κουβαλά μια ολόκληρη ζωή, στιγμές που τον κυνηγούν ακόμη και όταν κλείνει τα μάτια. Ίσως μόνο έτσι ξαναζεί μαζί της. Έτσι καταφέρνει και την κρατά καλά κλεισμένη στην αγκαλιά του, για λίγο, για όσο επιτρέπει ο ονειροχρόνος να περπατά στα σκοτεινά και άγνωστα μονοπάτια, σε μέρη γνώριμα μα ξεχασμένα.
Το σπίτι ήταν όπως ακριβώς το θυμόταν, τα πράγματα ανέγγιχτα στο πέρασμα του χρόνου, μόνο η σκόνη και η κλεισούρα ήταν εκεί να τους κρατούν συντροφιά. Έπιπλα παλιά πια, αχρησιμοποίητα, που δεν πρόλαβαν να χαρίσουν τις στιγμές χαλάρωσης για τις οποίες αγοράστηκαν. Άνοιξε τις ντουλάπες και έπιασε ένα ένα τα ρούχα της που έστεκαν κρεμασμένα και κρύα. Θυμήθηκε το πράσινο μπουφάν που αγόρασαν μαζί όταν είχαν πάει για ψώνια, πιο δίπλα το άσπρο με την κουκούλα που φόρεσε όταν είχαν πάει στα χιόνια και τη φωτογράφιζε σε κάθε κίνηση που έκανε, λες και ήθελε να κρατήσει τις στιγμές αιώνια κλεισμένες σε ένα κομμάτι χαρτί, μιας και δεν θα την είχε ζωντανή δίπλα του.
Ανάμεσα σε κουτιά και σακούλες με αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν οι δυο τους, έπιασε κάτι παλιά κοσμήματα, ασημένια και χρυσά δαχτυλίδια που τη θυμόταν όταν τα φορούσε. Τα πήρε στα χέρια του και οι αναμνήσεις κατέκλεισαν το μυαλό του, δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια του όταν βρήκε ένα ασημένιο δικό του που ο ίδιος δε φόρεσε ποτέ και τη βέρα του που μετά το γάμο την είχε κρύψει στο κουτάκι γιατί τον εμπόδιζε να τη φοράει στο δεξί χέρι.
Έκλεισε τη ντουλάπα και βγήκε στο μπαλκόνι να καπνίσει ένα τσιγάρο, να πάρει λίγο αέρα, σκουπίζοντας τα θολωμένα του μάτια, μα σαν αντίκρισε το χαμό στον εξωτερικό χώρο του κόπηκε η ανάσα. Ένας σωρός από χώμα και κοπριά ήταν σαν βουναλάκια ανάμεσα σε τεράστιες γλάστρες με ξερά λουλούδια, πεταμένες καρέκλες και μαξιλάρια από καναπέδες σκισμένα και βρώμικα.
Έριξε μια ματιά τριγύρω και πάλι με τα δάκρυα να τρέχουν ποτάμι από τις θύμησες που τον κατέκλυσαν και μπήκε ξανά μέσα στο κρύο δωμάτιο να αγγίξει όσα εκείνη είχε αγγίξει. Όσα ο χρόνος βίαια διέκοψε και παράτησε να σκονίζονται, να σαπίζουν…
Βγήκε από το χώρο χτυπώντας πίσω του την πόρτα και από το θόρυβο πετάχτηκε από το βαθύ ύπνο και άνοιξε τα υγρά του μάτια. Τα ξαναέκλεισε με την ελπίδα να μπορέσει να γυρίσει πίσω, αυτή τη φορά δεν είχε προλάβει να την έχει δίπλα του, να την κλείσει στην αγκαλιά του.
Σηκώθηκε αναστατωμένος, λες και κάτι ήθελε να του πει αυτό το όνειρο…
Γιατί εμφανίστηκαν αυτά τα συγκεκριμένα αντικείμενα, γιατί το χρυσό και το ασήμι, γιατί η βέρα του;
Έπιασε το δεξί του χέρι να αναζητήσει το αντικείμενο που τον έδεσε μαζί της, το χρυσό δαχτυλίδι που ορκίστηκε ενώπιον Θεού και ανθρώπων να φοράει για πάντα… Δεν ήταν εκεί… δεν θυμόταν να το έχει βγάλει μα δεν ήταν στο δάχτυλό του…
Έψαξε ανάμεσα στα σκεπάσματα μήπως κατά λάθος του βγήκε όταν κοιμόταν και όταν σήκωσε το μαξιλάρι του, έμεινε να κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη το σημείωμα με τις κόκκινες σχηματισμένες λέξεις να γράφει «Σ’ ΑΓΑΠΩ» και πάνω στο χαρτί τη βέρα του!