“Na Drini ćuprija” Ivo Andrić (Ίβο Άντριτς)

ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 1961

Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ (Οι Ορίζοντες των Βαλκανίων)

Μετάφραση από Σερβοκροατικά: ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΒΗΣ

Με εμφανή στον λόγο τη θετική επίδραση στο συναίσθημα του Νομπελίστα λογοτέχνη και πολιτικού, αποτυπώνεται απλά και διαφωτιστικά η καταγραφή του χρονικού της κατασκευής αυτού του αξιόλογου οικοδομήματος.

Χωρίς να διασπάται η προσοχή από αυτόν τον στόχο, γίνεται παράλληλα μία εκτενής αναφορά στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής με τις ανθρώπινες μαρτυρίες πολλών προσώπων και τις ιστορικές αναδρομές πίσω στον χρόνο, σε τρεις περίπου αιώνες, που συνδέονται άμεσα με το κτίσμα.

Το Γεφύρι του Δρίνου είναι ο μοχλός από τον οποίο κινείται η ιστορία του τόπου με τις ζωές των ανθρώπων να διαμορφώνονται, καθώς ο χρόνος κυλάει σαν τα νερά του ποταμού, άλλοτε άγριος κι άλλοτε ήρεμος.

Η τέχνη της αφήγησης με μία απροσποίητη, προφορική χροιά ξεδιπλώνεται μαγευτικά στο κείμενο με την συμβολή της εξαιρετικής μετάφρασης του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΚΟΥΒΗ και αφήνει την επίγευση της απόλαυσης.

Η υπόθεση του μυθιστορήματος περιστρέφεται γύρω από τους θρύλους και τις παραδόσεις που συνδέονται με την περιπέτεια της ίδρυσης και την μετέπειτα χρησιμότητα του περίφημου αυτού έργου επάνω στο ποτάμι, του οποίου το ρεύμα ρέει ατελεύτητα και παρασύρει το ρεύμα της αληθινής ιστορίας.

Ο Δρίνος ποταμός διασχίζει με ορμή τα φαράγγια που σχηματίζουν οι απόκρημνοι ορεινοί όγκοι και, φθάνοντας σε πλάτωμα, απλώνεται νωχελικά στις όχθες δίπλα από την πόλη του Βισίενγκραντ στη Βοσνία στα σύνορα με τη Σερβία.Το νερό του καθιστά γόνιμες τις πεδιάδες που καλλιεργούνται κυρίως από δαμασκηνιές και επιφέρουν πλούτο στον τόπο.

Σε αυτό το σημείο του χάρτη επιλέγεται να κατασκευαστεί το μεγαλοπρεπές γεφύρι με τις έντεκα καμάρες που ενώνει, όχι μόνο τις δύο όχθες του ποταμού, αλλά και τον δρόμο από τη Βοσνία στη Σερβία και από εκεί στη βασιλεύουσα.

➖”Όλα ακτινοβολούν μεγαλείο, καλό γούστο κι αρχοντιά…

Έχει μάκρος κάπου διακόσια βήματα και πλάτος γύρω στα δέκα, με αυτό το πλάτος να διπλασιάζεται περίπου στη μέση. Εκεί στη μέση, δύο εξώστες, ένας από κάθε μεριά της κεντρικής κολόνας, σχηματίζουν την Πύλη, όπου τοιχοκολλείται κάθε λογής μανιφέστο. Η Πύλη είναι το σημείο αναφοράς για κάθε σημαντικό γεγονός που διαδραματίζεται στη περιοχή, επηρεάζει τη μοίρα της πόλης και τον χαρακτήρα των κατοίκων. Είναι το σημείο που οι Βισιενγκραντίνοι περιδιαβαίνουν για ρεμβασμό και ονειροπόληση, με τον καφετζή να έχει το μαγκάλι αναμμένο για να σερβίρει καφέδες στους πελάτες.

➖”Η Πύλη είναι η καρδιά του γεφυριού, που με τη σειρά του είναι η καρδιά της πόλης κι η πόλη αυτή μένει στην καρδιά του καθενός“.

Μόνο ένα μεγαλόσχημο στέλεχος, ανώτατης τάξης άτομο, έχει την οικονομική δυνατότητα να διαθέσει το σεβαστό χρηματικό ποσόν που απαιτείται για τον αρχικό σχεδιασμό, την αρχιτεκτονική μελέτη και την υλοποίηση του επιβλητικού αυτού έργου. Και αυτό το άτομο βρίσκεται στο πρόσωπο του μεγάλου βεζίρη, του Μεχμέτ πασά, που έχει γεννηθεί στο Σοκόλοβιτσι, κάπου εκεί γύρω, πίσω από τα γειτονικά βουνά.

Νεαρό, δεκάχρονο μόλις αγόρι, αρπάζεται το 1516μ.Χ. στο παιδομάζωμα από τους Οθωμανούς, κατά την συνηθισμένη τακτική τους, και μεγαλώνει στην Ινσταμπούλ δίπλα στους σουλτάνους που υπηρετεί πιστά. Αναρριχάται στα αξιώματα χωρίς να βγάλει εντελώς από τη μνήμη του τα πατρογονικά χώματα. Η ζωή του εξηντάχρονου, ξακουστού πλέον Μεχμέτ πασά Σόκολι μπορεί να αλλάζει μαζί με την πίστη του και το όνομα του, αλλά η ανάμνηση, αν και θολή, της δυσκολίας του περάσματος του ποταμού στην πατρίδα παραμένει στο μυαλό του.

Η κατασκευή του μεγαλόπνοου σχεδίου διαρκεί πέντε χρόνια και περατώνεται το 1571 μ.Χ. με την άγρυπνη επίβλεψη των πρωτομαστόρων και τη συνδρομή και μεγάλη εκμετάλλευση των κατοίκων που αναγκάζονται να εργάζονται σκληρά με ελάχιστη έως μηδενική αμοιβή. Με το πέρας των εργασιών έρχεται η πληροφορία για την δολοφονία του μεγάλου βεζίρη από έναν δερβίση στην Πόλη. Η χρηματοδότηση όμως για τη συντήρηση του κτίσματος και του διπλανού καραβάν σεράϊ, που ο κόσμος βαπτίζει Πέτρινο Χάνι και μετατρέπεται αργότερα σε στρατώνα, συνεχίζεται για πολλά χρόνια, αρκετά για να δεθεί το γεφύρι αναπόσπαστα με την πραγματική ιστορία στο πέρασμα του χρόνου.

Το Γεφύρι του Δρίνου αντιστέκεται σθεναρά στις φυσικές καταστροφές που προκαλούν οι πλημμύρες του ποταμού, αντέχει τις ντόπιες εξεγέρσεις, τις αλλότριες εισβολές και τους βαλκανικούς πολέμους μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1914.Οι πέτρινοι τοίχοι του βάφονται κόκκινοι κατά καιρούς από το αίμα των δολοφονημένων, αλλά γνωρίζουν και εποχές ανασυγκρότησης, προόδου και πολιτισμού από τις νέες φυλές, τις νέες εθνότητες και τις νέες θρησκείες εκείνων που κατακλύζουν την περιοχή και αναλύονται στο βιβλίο.

Η έμφυτη κλίση των Βισιενγκραντίνων στην ανέμελη ζωή και τα ξεφαντώματα βρίσκει πάντα το έδαφος να εκδηλωθεί στη νέα συνθήκη, σε μία κοινωνία που δεν είναι στατική, αλλά μεταβάλλεται.

➖”Έτσι δίπλα στο γεφύρι οι γενιές αλλάζουν, ενώ το ίδιο το γεφύρι τίναζε από πάνω του κάθε σημάδι απ’ αυτά που άφηναν οι παραξενιές των ανθρώπων ή οι ανάγκες τους κι έμενε απείραχτο, ίδιο όπως πάντα κι απαράλλαχτο“.

Ίβο Άντριτς (1892-1975)

Γεννημένος στο Ντόνατς της τότε Αυστροουγγαρίας, αρχίζει τη λογοτεχνική του δραστηριότητα στην ποίηση και πεζογραφία παράλληλα με την πολιτική του δράση για την οποία φυλακίζεται.

Το 1920 ξεκινάει τη διπλωματική του καριέρα με πρώτο διορισμό στο Βατικανό, πριν ακολουθήσουν πολλές άλλες μεγαλουπόλεις.

Ο Ίβο Άντριτς διετέλεσε, μεταξύ των άλλων, πρεσβευτής της Γιουγκοσλαβίας στη Γερμανία από το 1939-1941. Συνελήφθη από τους Γερμανούς τον Απρίλιο του 1941, του επιτρέπουν να επιστρέψει στο Γερμανοκρατούμενο Βελιγράδι τον Ιούνιο του 1941 και υποχρεούται σε κατ’ οίκον περιορισμό.